Προβα τζενεραλε για το μελλον;

Ποτέ δεν αμφισβήτησα τη σοβαρότητα της επιδημίας, τρέφω μάλιστα απέραντο σεβασμό και ευγνωμοσύνη στους γιατρούς, στους νοσηλευτές και στους υγειονομικούς υπαλλήλους για την προσφορά τους και τους κινδύνους που διατρέχουν. Όμως αυτά δεν μας εμποδίζουν να αναλογιστούμε όσα συμβαίνουν με αφορμή την ανάσχεση του κορωνοϊού: Έλεγχος κυκλοφορίας των πάντων με προαναγγελία κάθε μετακίνησης που κρίνεται ως αναγκαία, αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων πλην ελαχίστων πρώτης ανάγκης ώστε να μην υπάρχει κίνητρο εξόδου και κυκλοφορίας, η αστυνομία στους δρόμους να ελέγχει πεζούς και αυτοκίνητα, το δημόσιο σε πλήρη διάλυση και ρατσιστική συμπεριφορά των τραπεζών απέναντι στους ηλικιωμένους.  Όλα αυτά τα μέτρα έχουν ληφθεί στο όνομα αντιμετώπισης της εξάπλωσης του κορωνοιού, όμως νοηματοδοτούν πρακτικές που ίσως αξιοποιηθούν στην πολιτική χωρίς αντιδράσεις. Διότι το κοινωνικό είναι και πολιτικό: Ήδη ο πρωθυπουργός θέλει να παραδώσει τον έλεγχο της ασφάλειας των ΑΕΙ στην ΕΛ.ΑΣ. αγνοώντας τον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα των πανεπιστημίων.

Ποιoς είναι ο κίνδυνος όσων επιβάλλονται σήμερα με το lockdown στο όνομα της υγειονομικής κρίσης για το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας, πανευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια; Είναι οι νοητικές αντιλήψεις που δημιουργεί και εμπεδώνει που θα επιτρέπουν στην πολιτική εξουσία να επιβάλλει κατάσταση εξαίρεσης (ανάγκης) επικαλούμενη κάθε φορά λόγους ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου. Έτσι διαβρώνονται οι  δημοκρατικές ευαισθησίες και οι αντιστάσεις σε μια ενδεχόμενη πολιτική κρίση με τις ευλογίες μάλιστα των πάντων χωρίς να έχει αντιληφθεί το κοινωνικό σύνολο πώς φθάσαμε στην αποκαθήλωση βασικών αρχών της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ιδιαίτερα στις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού αυτή η μετάλλαξη της δημοκρατίας είναι απαραίτητη για την επιβολή του. Ποια είναι η πρακτική κάθε φορά; Η απειλή της προσωπικής ασφάλειας ώστε να επικαλύπτεται η υφαρπαγή των κοινωνικών κατακτήσεων. Μας το λέει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «(Θα) πρέπει να ενισχυθεί τεχνητά ή τουλάχιστον να δραματοποιηθεί τεχνητά (το θέμα της προσωπικής ασφάλειας) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εμπνεύσει ένα επαρκές επίπεδο φόβου και την ίδια στιγμή να υπερβεί σε βαρύτητα, να επισκιάσει και να υποβιβάσει σε δευτερεύουσα θέση την οικονομικά παραγόμενη ανασφάλεια, για την οποία η κυβέρνηση του κράτους δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα, με το τίποτα να είναι αυτό που πρόθυμα θέλει τελικά να κάνει».

Πού οδηγούν όλα αυτά βαθμιαία τις νοητικές μας αντιλήψεις, πότε με την επίκληση αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, πότε της πανδημίας, ακόμη και με την επίκληση του προσφυγικού και της ελληνοτουρκικής κρίσης στη χώρα μας; Να μεταλλάσσονται βαθμιαία χωρίς να αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά την αλλαγή που συντελείται σταδιακά σε βάθος χρόνου και να αποδεχόμαστε στο τέλος ως δημοκρατική και αναγκαία κάθε προτεραιότητα προβαλλόμενη από τους φορείς της εξουσίας. Να μην μπορούμε να αντιληφθούμε  ότι οι εκλογές και το κοινοβούλιο είναι  αναγκαίες αλλά όχι και ικανές προϋποθέσεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας… Έτσι φθάνουμε στο σημείο να επισημαίνουν  ο Στηβ Λεβίτσκι και ο Ντάνιελ Ζίμπλατ στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»: «Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό, είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, “ανεπαισθήτως”, ακόμη και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους». Για να επεξηγήσουν: «Ο εκλογικός νόμος προς την κατάλυση της δημοκρατίας είναι και πιο ύπουλος ίσως… Με την έννοια ότι έχουν την έγκριση εκλεγμένων νομοθετικών σωμάτων ή γίνονται αποδεκτές από τα δικαστήρια. Μάλιστα, συχνά παρουσιάζονται σαν προσπάθεια για μια “καλύτερη”, “πιο αποτελεσματική” δημοκρατία… Έτσι για πολλούς η διάβρωση και η “αποψίλωση” της δημοκρατίας δεν γίνεται καν αντιληπτή».

Μην περιμένετε λοιπόν να δείτε άρματα στους δρόμους για να διαπιστώσετε την κατάλυση της δημοκρατίας στη χώρα. Ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κέμπριτζ, στο βιβλίο του «Πώς η Δημοκρατία τελειώνει» διαπιστώνει ότι η απότομη έκλειψη της Δημοκρατίας με στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν παρατηρείται σήμερα σχεδόν πουθενά, αλλά αναστέλλεται με άλλους τρόπους, ενώ συνεχίζει να λειτουργεί τυπικά με τη διενέργεια εκλογών και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Όπως, π.χ. διαπιστώνει, ότι ανεστάλη με την επιβολή κυβερνήσεων τεχνοκρατών, στην περίπτωση της Ελλάδας (Παπαδήμου) και της Ιταλίας (Μόντι) με τις ευλογίες μάλιστα της ΕΚΤ και της ΕΕ. Ή, το παράδειγμα της λειτουργίας της ΕΕ με μη εκλεγμένα θεσμικά όργανα (Κομισιόν, Eurogroup) και διακοσμητικό το ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου.

Η χώρα μας, έχει ήδη περάσει  στη φάση της Μεταδημοκρατίας, όπως ονομάζει ο Κόλιν Κράους την πολιτική κατάσταση όπου επιβιώνουν σχεδόν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας όμως χάνεται το περιεχόμενο των δημοκρατικών αξιών. Η στάση π.χ. της παθητικής συγκατάβασης που χαρακτήρισε την αντίδραση της κοινής γνώμης στις μεταπηδήσεις βουλευτών από το ένα κόμμα στο άλλο σε κρίσιμες στιγμές της πολιτικής ζωής του τόπου, όπως η ψήφος εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση, αλλοιώνοντας έτσι τη βούληση του εκλογικού σώματος, έναντι της αντίδρασης των πολιτών στην αποστασία του 1965, όταν σείονταν ο τόπος, μαρτυρεί ότι η διάβρωση αυτή στις νοητικές μας αντιλήψεις περί δημοκρατίας έχει ήδη συντελεστεί.         

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.