Η πολιτικη πολωση

Και η, κατά το σύνταγμα, πολιτική συναίνεση (Β΄ μέρος)

Κεφάλαιο δεύτερο
Η, ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
«ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ» ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

1. Η εννοιολογική τους απόδοση

Η ρυθμιστική συναίνεση και συνεργασία των κομμάτων —που αποτελεί τον αντίποδα της πολιτικής πόλωσης— θεμελιώνεται, προεχόντως, στην αναγνώριση των ετεροφρονούντων ως ισότιμων αντιπάλων. Το εν λόγω στοιχείο καθίσταται ζωτικής σημασίας για την εξομάλυνση των πολιτικών παθών∙ άλλωστε, ουδέποτε υπήρξαν πολιτικές κοινωνίες με απολύτως ταυτιζόμενα συμφέροντα και ενιαία πολιτική βούληση, χωρίς αντιπαλότητες, αντιδικίες και συγκρούσεις.
Η πολιτική συναίνεση λειτουργεί και ως ιδιότυπος μηχανισμός του πολιτικού φαινομένου στην αέναη επιδίωξη της σύγκλισης απόψεων, της ενότητας συμφερόντων, της στρατολόγησης οπαδών, του καθορισμού κομματικών συμμαχιών και στρατηγικών κατάκτησης της κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, καθώς και της διαχείρισης ζητημάτων μείζονος κοινωνικού ή εθνικού χαρακτήρα. Η σημασία της διαμόρφωσης βιώσιμων συναινετικών πολιτικών μεταξύ των συλλογικών κρατικών οργάνων και των κομμάτων —ιδίως, η αναγόμενη στην εξομάλυνση των ιδεολογικών και πολιτικών τους διαφορών και την ευχερή ανάδειξη συνθέσεων κάτω από πρόσφορες προς τούτο προϋποθέσεις— καθίσταται προφανής κατά τη διαχείριση ζητημάτων ύψιστης σημασίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι θεμελιακές εγγυήσεις των αυξημένων πλειοψηφιών (άρθρ. 32 παρ. 3-4, 37 παρ. 2-4 και 110 παρ. 2-4 Συντ.) προοικονομούν και διασφαλίζουν την εν λόγω δυνατότητα.  
Εν τέλει, η «ρυθμιστική συναίνεση» αποδίδει ένα minimum πολιτικής συμφωνίας, θεμελιωμένης στη δημοκρατική νομιμοποίηση που παρέχουν οι εξουσιαζόμενοι και τα πολιτικά κόμματα στους φορείς της πολιτικής εξουσίας. Οι  ανωτέρω οφείλουν, επίσης, να ενισχύουν —με κατάλληλους χειρισμούς— την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των βασικών μηχανισμών του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος που προβλέπονται στο Σύνταγμα (διορισμός Κυβέρνησης, διάλυση της Βουλής), καθώς και τον δημοκρατικό-πολυκομματικό χαρακτήρα του.

2. Τα πολιτικά υποκείμενα που τις διαμορφώνουν

Α. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986

Η θεσμική αποδυνάμωση του Προέδρου της Δημοκρατίας στη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, που τον τοποθετεί πλέον υπεράνω των κομματικών
αντιπαραθέσεων (ιδίως, της πολιτικής βούλησης που εκφράζει η εκάστοτε
Κυβέρνηση και η συντρέχουσα προς αυτήν κοινοβουλευτική πλειοψηφία) και η μετουσίωσή του σε «ρυθμιστή του πολιτεύματος» (άρθρ. 30 παρ. 1 Συντ.) με αυστηρά ρυθμιζόμενες και ανελαστικές αρμοδιότητες, ανέδειξε τη σημασία του περιορισμού του στα πλαίσια ενός πολιτικού λόγου, που θα νομιμοποιεί τον
προεδρικό θεσμό∙ ειδικότερα, θα διαμορφώνει εκδοχές ενίσχυσης του δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Οι προεδρικές αρμοδιότητες, που υπακούουν, ήδη, αυθεντικότερα στον περιορισμό του άρθρ. 50 Συντ. (= αποκλειστικός χαρακτήρας της συνταγματικής πρόβλεψης, συσταλτική τους ερμηνεία) και συμβάλλουν στη διασφάλιση του κύρους και της αξιοπιστίας του φορέα τους, εκφράζουν το καθολικό νόημα της δημοκρατικής πολιτείας και δημιουργούν εν πολλοίς κοινωνικοπολιτική συναίνεση και συνοχή.

Β. Τα πολιτικά κόμματα

Το πρότυπο της ομόφωνης πολιτικής συναίνεσης είναι αδύνατον να υλοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα, ακόμη και αν η ασυμβατότητα των προβλημάτων και των αντίστοιχων αιτημάτων των κοινωνικών τάξεων αμβλυνθεί μέσω της έλλογης επιχειρηματολογίας και της ενδελεχούς επεξεργασίας τους.
Από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και μετέπειτα, η ρυθμιστική ευθύνη της πολιτικής συναίνεσης και συνεργασίας μεταστεγάστηκε στα κόμματα, τα οποία, λειτουργώντας είτε ως κυβερνώσα πλειοψηφία, είτε ως αντιπολιτευόμενη μειοψηφία, αναλαμβάνουν τη σχετική αρμοδιότητα και αποδέχονται το πολιτικό κόστος που τους αναλογεί απέναντι στο εκλογικό σώμα. ΄Ετσι, ο συντακτικός νομοθέτης θεσμοποιεί έλλογες διευθετήσεις σημαντικών ζητημάτων του πολιτειακού και πολιτικού γίγνεσθαι θεμελιωμένες σε μια ευρεία πλειοψηφική συναίνεση των κοινοβουλευτικών ομάδων.

3. Η περιπτωσιολογία τους

Α. Κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ. 32 παρ. 3-4 Συντ.)

1. Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, έμμεσα, από το αντιπροσωπευτικό σώμα αποτελεί ένα μείζον πολιτικό ζήτημα. Υπέρ αυτού συνηγορούν —πέραν του κύρους του προεδρικού αξιώματος— η φανερή ψηφοφορία των βουλευτών και η διαμόρφωση αυξημένων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Συγκεκριμένα από τις προβλεπόμενες πέντε ψηφοφορίες οι τρεις πρώτες προβλέπουν αυξημένες πλειοψηφίες, κυμαινόμενες από 200 – 180 βουλευτές.
Οι εν λόγω πλειοψηφίες καταδεικνύουν την ανάγκη διαμόρφωσης
ενδοκοινοβουλευτικών συγκλίσεων-συναινέσεων, ακόμη και μεταξύ ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων, ενδεικτικών της καταλληλότητας ενός  προσώπου ως αρχηγού του κράτους και παράλληλα «ρυθμιστή του πολιτεύματος» (άρθρ. 30 παρ. 1 Συντ.). Η σημασία της επίτευξης των ανωτέρω πλειοψηφιών προκύπτει και από τον ρόλο του ως «δημοκρατικού συμβολισμού της πολιτείας», καθώς και το σύστημα των αρμοδιοτήτων του που προσιδιάζουν σε κρατικό όργανο με λειτουργικές δυνατότητες «συνεκτικές κράτους και κοινωνίας». Συνεπώς, η διάταξη του άρθρ. 32 παρ. 3 κε. Συντ. είναι δηλωτική της ανάγκης σχηματισμού των μεγαλύτερων ενδοκοινοβουλευτικών συναινέσεων που προβλέπει το Σύνταγμα, για την ανάδειξη ενός φορέα αξιώματος ικανού να διαμορφώσει και να διασφαλίσει με το κύρος της ρυθμιστικής του λειτουργίας την κρατική και κοινωνική συνοχή, με προοπτική πέραν της μιας κυβερνητικής θητείας. ΄Αλλωστε, το γεγονός ότι η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πενταετής (άρθρ. 30 παρ. 1 Συντ.), ενώ η αντίστοιχη της Βουλής τετραετής (άρθρ. 53 παρ. 1 Συντ.), δημιουργεί το ενδεχόμενο συνύπαρξής του με Κυβέρνηση, η οποία αντιτάχθηκε στην εκλογή του.

2. Η (ευρεία) συναίνεση των κοινοβουλευτικών ομάδων —ως στοιχείο αξιοπιστίας των υποψήφιων φορέων του προεδρικού αξιώματος— διαμορφώθηκε κατά την υποψηφιότητα του Χ. Σαρτζετάκη (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Κ.Κ.Ε.) και εδραιώθηκε από την υποψηφιότητα του Κ. Στεφανόπουλου (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ν.Δ., Πολιτική ΄Ανοιξη) και μετέπειτα [Κ. Παπούλια (Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ., ΛΑ.Ο.Σ.) και Π. Παυλόπουλου (ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Ν.Δ., ΑΝ.ΕΛ.)].
Η εν λόγω εξέλιξη —που κατέδειξε το εφικτό της επίτευξης αυξημένων πλειοψηφιών  για την εκλογή αρχηγού του κράτους—, μετέτρεψε κατ' ουσίαν τη σχετική διαδικασία σε απαύγασμα διακομματικής σύγκλισης, μείζονος πολιτικής σημασίας∙ ενώ, ανέδειξε τον συμβολικό και ενοποιητικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ακόμη και κατά τη διαδικασία της εκλογής του. Παράλληλα, ενίσχυσε, ουσιαστικά, την πολιτική νομιμοποίηση του εκλεγέντα ως αρχηγού του κράτους, χωρίς, πάντως, να διευρύνει τις αρμοδιότητες ή το συνταγματικό του status. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην κομματική σύγκλιση συνέβαλε, καθοριστικά, η υπόδειξη από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία προσώπων προερχόμενων από τον πολιτικό χώρο της αντιπολίτευσης.

Β. Στο στάδιο των διερευνητικών εντολών για την ανάδειξη Πρωθυπουργού και τον σχηματισμό Κυβερνήσεων συνεργασίας (άρθρ. 37 παρ. 2 εδ. β΄,  παρ. 3 εδ. α΄, β΄ Συντ.)

1. Οι διαδικασίες ανάδειξης Πρωθυπουργού και σχηματισμού βιώσιμης
κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης υπακούουν —μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985/1986— στην αυστηρή λογική της αρχής της δεδηλωμένης, η οποία, λειτουργώντας ως έκφανση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, υποτάσσει τις
πρωτοβουλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας στη σύμφωνη βούληση της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής. Οι ισχύουσες διατάξεις παύουν, πλέον, να θεωρούν την έλλειψη μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τις συνακόλουθες διεργασίες για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας «παθολογικά» φαινόμενα, ικανά να κινητοποιήσουν οριακές προεδρικές αρμοδιότητες, να αλλοιώσουν τον πολιτικό προσανατολισμό της λαϊκής κυριαρχίας και να διαμορφώσουν μέσω αυτών αυτόνομα κέντρα πολιτικής εξουσίας.

Κίνητρα προσφυγής στις εν λόγω διαδικασίες είναι η ανάγκη ακώλυτης λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος κάτω από οποιεσδήποτε πολιτικές συγκυρίες αναγόμενες, ιδίως, στη μεταβολή του εκλογικού συστήματος —που συνιστά καίριο ζήτημα για την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας— και τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας.

2. ΄Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής περιόδου υπήρξε η πολιτική ρευστότητα, που επιτάθηκε από την ευρείας έκτασης διαχειριστική αφερεγγυότητα των προηγούμενων κυβερνήσεων και εκδηλώθηκε με την
κατάτμηση των κομμάτων, ιδίως, του κεντρώου πολιτικού χώρου. ΄

Ετσι, οι συγκυβερνήσεις που αναδείχθηκαν την εν λόγω περίοδο κλήθηκαν:

α)  να διαχειρισθούν —με συναινετικές διαδικασίες— πρωτόγνωρα και δομικά προβλήματα που διακύβευαν τη βιωσιμότητα του κράτους και τη συνοχή της κοινωνίας, και παράλληλα
β) να θεμελιώσουν μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εκλογικού σώματος
και πολιτικής εξουσίας, που να υπερβαίνει την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής.
Οι ανωτέρω στρατηγικοί στόχοι τέθηκαν από τις ετερόκλητες και εν πολλοίς επισφαλείς συγκυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. (δύο κομμάτων του συστημικού αστικού χώρου και κύριους εκφραστές της επί 35ετία δικομματικής πόλωσης) -ΔΗΜ.ΑΡ. και ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-ΑΝ.ΕΛ. (που εκπροσωπούσαν μια απρόσμενη πολιτική συμμαχία κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς και της εθνικιστικής δεξιάς,θεμελιωμένη στη σύγκλιση και υλοποίηση  των «αντιμνημονιακών» τους προγραμμάτων).

Τα διακριτά στοιχεία της πρώτης διακομματικής συνεργασίας σε κυβερνητικό επίπεδο (με πλήρεις  αρμοδιότητες και χρονικό ορίζοντα μιας πλήρους
κοινοβουλευτικής θητείας) υπήρξαν, σύμφωνα με τη διακήρυξή της, τα εξής:
α) στη διάσταση των στρατηγικών στόχων της: η αντιμετώπιση της κρίσης, η προοπτική της ανάπτυξης, η αναθεώρηση των όρων της Δανειακής Σύμβασης (Μνημονίου) χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ή η παραμονή της στο ευρώ, ο μηδενισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος, ο έλεγχος του χρέους, η εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών της χώρας, με απώτερη στόχευση την οριστική έξοδο από την κρίση και την ανάγκη εξάρτησης από δανειακές συμβάσεις, ενώ

β) στις οργανωτικές της δομές: η αποστασιοποίησή της από «φέουδα» κομματικών επιρροών, η ενιαία λειτουργία της θεμελιωμένη στη διαφάνεια και στις προγραμματικές συμφωνίες των κομμάτων που τη στήριζαν, η στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού με αξιοκρατικά κριτήρια, εν τέλει η «ευελιξία» της, προκειμένου οι επιμέρους διαφωνίες που τυχόν θα αναδεικνύονταν να μην αναστείλουν το έργο της, ούτε τη συναίνεση που ήταν αναγκαία για τη συνέχιση και ολοκλήρωσή του.

Η κριτική που ασκήθηκε στην απόφαση συγκυβέρνησης των κομμάτων του πρώτου μεταπολιτευτικού δίπολου εστιάστηκε, ιδίως, στις παρατιθέμενες επιφυλάξεις:
α) στην πολιτική σύγκλισή τους, παρότι διετέλεσαν, επί μακρόν, εκφραστές
διαμετρικά αντίθετων πολιτικών επιλογών, αλλά και συντελεστές παθογενειών που
αποδόμησαν την κοινωνική συνοχή και οδήγησαν το κράτος στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Τα αντεπιχειρήματα στην ανωτέρω κριτική επικεντρώθηκαν στην πολύπτυχη εμπειρία που απέκτησαν από τη διαχείριση των κοινών, η οποία συνιστούσε πολύτιμο οδηγό για τη συνειδητοποίηση της πολιτικής τους ευθύνης (από την οποία προήλθε και ο αυτοπροσδιορισμός της συγκυβέρνησης ως «Εθνικής Ευθύνης»),
καθώς και την ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση ζητημάτων μείζονος σημασίας, και

β) στην «ιδεολογική προσέγγισή» τους, δεδομένου ότι το ισχυρότερο κόμμα εξέφραζε τις αρχές του φιλελευθερισμού και τα ασθενέστερα της
σοσιαλοδημοκρατίας και της ανανεωτικής αριστεράς. 
Οι εν λόγω ενδοιασμοί επικεντρώνονταν στην ακόλουθη  εκτίμηση της αντιπολίτευσης: «για να ολοκληρωθεί η δημοκρατία και να προσλάβει συγκεκριμένο νόημα η ισότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θα πρέπει να αποπεμφθεί ο (νεο)φιλελευθερισμός στην κατηγορία των ανασχέσεων της προόδου και των παρωχημένων ιδεών».

Αντίθετα, η συνηγορία της συγκυβέρνησης, σχετικά με τη σκοπιμότητα της
συγκρότησής της, επικεντρώθηκε στο παρατιθέμενο επιχείρημα: «σ' ένα κόσμο όπου η μεγιστοποίηση του κέρδους τείνει να καταστεί ανεξέλεγκτη σε κάθε μορφή δραστηριότητας, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται, πολύπτυχα και ακατάπαυστα, πρωτόγνωρες μορφές αλλοτρίωσης, οι προσωπικές ελευθερίες, καθώς και οι συλλογικές μορφές δράσης πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μιας συνεχούς υπεράσπισης. Εν προκειμένω, ο φιλελευθερισμός χωρίς laissez – faire μπορεί να συμβάλλει σ' ένα πρόταγμα χειραφέτησης συνεργαζόμενο με το σοσιαλιστικό πρωτείο της κοινωνίας. Συνεπώς, η ρύθμιση των κανόνων της αγοράς και η απαλλαγή της από τις υπερβολές του εξισωτισμού συνιστούν τα προαπαιτούμενα της εν λόγω πρότασης».

Η εφαρμογή του σκληρού πυρήνα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας συνέτεινε στην αποστασιοποίηση της ΔΗΜ.ΑΡ. από την τρικομματική διακυβέρνηση∙ ενώ, η αδυναμία της να διαχειριστεί, επαρκώς, την κρίση αποδόμησε παγιωμένες κομματικές αντιλήψεις και συμπεριφορές και παράλληλα συσπείρωσε  σε ενιαίο κομματικό σχηματισμό διάσπαρτες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, με προοπτική την κατάληψη της εξουσίας. ΄Οταν αυτό επιτεύχθηκε, ως περαιτέρω στόχευση καθορίστηκε η διατήρηση στην εξουσία και η
ανέλιξή τους σε μία από τις συνιστώσες του «νέου διπολισμού».
Τα συμπεράσματα από τη θητεία της δεύτερης συγκυβέρνησης
παρουσιάζουν μεγαλύτερο νομικοπολιτικό ενδιαφέρον. Διότι, οι κυβερνητικοί εταίροι, που αυτοπροσδιορίστηκαν και ως «αντιμνημονιακές δυνάμεις» και εκπροσωπούσαν οριακά αντιτιθέμενες ιδεολογικές απόψεις και ταξικές θέσεις, υιοθέτησαν πρωτόγνωρες πολιτικές (συν)αντιλήψεις και θεσμικές συμπεριφορές. Οι  σημαντικότερες από αυτές επικεντρώνονταν στις εξής:

α) Θυσιάστηκαν τα ιδεολογικά οράματα, η ταξική συνείδηση, τα ηθικά πλεονεκτήματα και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός στο βωμό της εξουσίας ως αυτοσκοπού. Ειδικά, η ιδεολογία του ισχυρότερου από τους συγκυβερνώντες —αναγόμενη στην κοσμοθεωρία των κοινωνικών τάξεων, της αμφισβήτησης και χειραφέτησης, με ενιαίο, συνεκτικό και σαφές αξιακό πρόταγμα, η οποία θα διέτρεχε τον κοινωνικό σχηματισμό και θα ασκούσε τη δέουσα κριτική στο σύστημα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και παράλληλα θα δημιουργούσε εδραιωτικές της βιωσιμότητάς της συναινέσεις και εναλλακτικές ενοποιήσεις— δεν απέκτησε σημαντική θέση στην κρατική υπερδομή. Αντίθετα, η ηγεσία συγκρούστηκε, εξαρχής, με τους εκφραστές της πυρηνικής ιδεολογικής συνιστώσας τους κόμματος, τους οποίους και διέγραψε.
΄Ετσι, εξουσία και διανόηση αναδείχθηκαν στην πολιτική πρακτική
έννοιες με ασαφή, δυσδιάκριτα και αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά.

β) Επιχειρήθηκε η εξασφάλιση της απόλυτης εμπιστοσύνης των πολιτών
στους κυβερνώντες, που (αυτο)χαρακτηρίστηκαν εκ προοιμίου —σε μια περίοδο παρατεταμένης λιτότητας και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας— ως συνεπείς εκφραστές αντιμνημονιακών λόγων και έργων, με προοπτική μακράς διάρκειας στην εξουσία.

Ειδικότερα, αποδόθηκε στην αποστολή τους εν πολλοίς μεσσιανικός χαρακτήρας, η υλοποίηση της οποίας ανατέθηκε σε πρόσωπα τα οποία απολάμβαναν το ηθικό πλεονέκτημα των «πολιτικά αδιάφθορων».

γ) Η αντίληψη περί πολιτικής ως «υψηλής τέχνης» θεωρήθηκε δυσνόητη από τις πλατιές λαϊκές μάζες, ακόμη και μετά τη βίωση των αρνητικών συνεπαγωγών της. Με συνέπεια, αντί οι σχέσεις μεταξύ πολιτών και πολιτικών να εδραιωθούν στην εκλαΐκευση της πολιτικής —η οποία θα στόχευε στην πληρέστερη και εναργέστερη διαμόρφωση της «πολιτικής εντολής»—, να εφαρμοσθεί μια κατ' επίφαση λαϊκότητα, συνδεδεμένη με «οβιδιακές» μεταστροφές ή μεταλλάξεις της πολιτικής και των πολιτικών, ανεξάρτητες και εν πολλοίς ασύμβατες με τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.

δ) παραβιάστηκε η σχετική αυτονομία του πολιτικού από τη δυναμική της κοινωνικής του βάσης, όπως καταγράφηκε στους συσχετισμούς των εκλογικών
αποτελεσμάτων.

Συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε —και επιτεύχθηκε με σχετική επιτυχία— ο διαμελισμός των κομμάτων του κεντρώου χώρου για την πολιτική τροφοδοσία του ισχυρότερου από τους κυβερνητικούς εταίρους.

ε) Αποδυναμώθηκε ο ρόλος του Κοινοβουλίου και περιορίστηκε —με την
καθοριστική συμβολή της πειθήνιας κυβερνώσας πλειοψηφίας— στην επικύρωση και διεκπεραίωση των πολιτικών (προ)αποφάσεων, που λαμβάνονταν από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας. Η εξουσία διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων μεταστεγάστηκε, κυρίως, στο Υπουργικό Συμβούλιο και μέσω αυτού στην ηγετική ομάδα και στον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος και παράλληλα πρόεδρο της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής ομάδας και Πρωθυπουργό. ΄Ομως, η έξαρση του ρόλου του Πρωθυπουργού στην θεσμική διάρθρωση της Πολιτείας ενδυνάμωσε την εξουσία του ως primus solus διαμορφωτή των πολιτικών εξελίξεων.

΄Ετσι, διαψεύστηκε η εκδοχή ότι, ο ρόλος του Πρωθυπουργού στις κυβερνήσεις συνεργασίας θα ήταν διαφορετικός από τον αντίστοιχο των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

στ) Αναδείχθηκε, πληρέστερα, η σημασία της αρχής της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών (άρθρ. 26 Συντ.) στην παράμετρο της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών από τους φορείς των πολιτικών λειτουργιών (άρθρ. 87 παρ. 1 Συντ.). Εν προκειμένω, τέθηκαν σε δοκιμασία τα όρια της δημοκρατικής αρχής (άρθρ. 1 παρ. 2, 3 Συντ.) (στη διάσταση της αρμοδιότητας του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη) απέναντι στη δικαιοκρατική αρχή (άρθρ. 25 παρ. 1 Συντ.) (που θεμελιώνει, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα του δικαστή να επιλύει διαφορές αναγόμενες στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ιδίως των άρθρ. 4 – 25 Συντ.).

ζ) Αποδείχθηκε επισφαλής η δομή της «εταιρικής σχέσης» των
συγκυβερνώντων κομμάτων. Με συνέπεια, η βιωσιμότητά της να διασφαλίζεται μέσω περιοδικών  «συναινέσεων», που συνέχονταν με την κατανομή πολιτικών αξιωμάτων. Στην εν λόγω εξέλιξη συνέτρεχαν, καθοριστικά, και τα αποτελέσματα των δημοσκοπικών ερευνών που καταδείκνυαν την οριακή επιβίωση του ασθενέστερου εταίρου. ΄Οταν, όμως, το τελευταίο στοιχείο εξέλιπε, διασπάστηκε η ενότητα αλλά διατηρήθηκε η εξουσία του ισχυρότερου μέρους, την οποία διασφάλισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου και υφυπουργοί που προήλθαν από μεταστεγάσεις ανεξάρτητων βουλευτών ή μελών κοινοβουλευτικών ομάδων, οριακά βιώσιμων.

η) Υπουργοί που ανήκαν στην κοινοβουλευτική ομάδα του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου και αποσκιρτήσαντες βουλευτές δήλωσαν, κατηγορηματικά, —εν μέσω της έντονης ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό, λόγω διάλυσης της συγκυβέρνησης— ότι θα ψηφίσουν όλα τα νομοσχέδια που θα καταθέτει η Κυβέρνηση (εφόσον δεν ζητηθεί η διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας), προκειμένου να διασφαλισθεί η «δεδηλωμένη» για την κυβερνητική πλειοψηφία. ΄Ετσι, όμως, παρέβλεπαν ότι το «απεριόριστο δικαίωμα λόγου και ψήφου των βουλευτών κατά συνείδηση» (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.) —που ανάγεται στην αρχή της βουλευτικής ανεξαρτησίας από ετεροκαθορισμούς— θεσπίζεται αποκλειστικά και μόνο σε συνάρτηση με το δημόσιο λειτούργημα το οποίο ασκούν∙ δηλαδή, στην

έννοια του υποκειμένου των εν λόγω δικαιωμάτων ανήκει και η ιδιότητα του φορέα συγκεκριμένου λειτουργήματος.

Τελικός σκοπός της εν λόγω συνταγματικής εγγύησης —που διασφαλίζει τους βουλευτές ως φορείς του σχετικού αξιώματος— δεν είναι η προστασία των
προσώπων τους, αλλά η λειτουργική διασφάλιση του θεσμού. Συνεπώς, τα δικαιώματα λόγου και ψήφου τους δεν συνιστούν γνήσια θεμελιώδη δικαιώματα των βουλευτών, αλλά θεσμικές εγγυήσεις. ΄Ετσι, το προστατευόμενο αγαθό του κανόνα που προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία του προσώπου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, αλλά, ιδίως, η αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος∙ εν προκειμένω, του αντιπροσωπευτικού συστήματος, που θεμελιώνεται στην ελεύθερη εντολή πλαίσιο του εκλογικού σώματος προς τους βουλευτές.

Γ. Στο στάδιο διαβούλευσης του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους αρχηγούς όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων (άρθρ. 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ.)

Με τη λήξη της αυτοδύναμης πολιτικής διαβούλευσης μεταξύ των κομμάτων —που ανάγεται στην ατελέσφορη έκβαση και της τελευταίας διερευνητικής εντολής—, ο
ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας καθίσταται πρωτοβουλιακός και δημιουργικός των εξελίξεων. Συγκεκριμένα, προσφεύγοντας στη διαδικασία της κοινής διαβούλευσης με τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και έχοντας ως αντικείμενο  την άρση του πολιτικού αδιεξόδου, ο φορέας της προεδρικής ιδιότητας μετουσιώνεται σε δέκτη κομματικών προτάσεων και διαμορφωτή αντίστοιχων προσωπικών. Σημειωτέον, ότι η σχετική πρόσκληση απευθύνεται και στους αρχηγούς των κομμάτων που δεν συγκροτούν αυτοδύναμη κοινοβουλευτική ομάδα, κατά τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρ. 15 παρ. 1-3 ΚτΒ). Διότι, ο σχηματισμός βιώσιμης Κυβέρνησης ενδέχεται να εξαρτάται από τη στάση ενός κόμματος με περιορισμένη κοινοβουλευτική δύναμη.  Εν τέλει,  ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αξιολογεί —στα πλαίσια του ρυθμιστικού-συνεκτικού του ρόλου— το αποτέλεσμα των κομματικών διαβουλεύσεων, προκειμένου να αναθέσει τον σχηματισμό Κυβέρνησης συνεργασίας σε πρόσωπο που απολαμβάνει την πλειοψηφία της Βουλής.

Δ. Στο στάδιο σχηματισμού οικουμενικής εκλογικής Κυβέρνησης (άρθρ. 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Συντ.

1. Αν, μετά τη διαβούλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους αρχηγούς όλων των κομμάτων, επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού βιώσιμης Κυβέρνησης, ο ρυθμιστής του πολιτεύματος επιδιώκει τον σχηματισμό Κυβέρνησης με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή (= Οικουμενική Κυβέρνηση), προκειμένου να διαχειρισθεί με την δέουσα αξιοπιστία την εκλογική διαδικασία. Η συναίνεση των κομμάτων, εν προκειμένω, μπορεί να προσλάβει τον χαρακτήρα της συμμετοχής τους στην Κυβέρνηση ή της ρητής
αποδοχής του κυβερνητικού σχήματος.

Εάν και αυτή η διαδικασία δεν ευδοκιμήσει, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας αναθέτει στους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας, Αρείου Πάγου, Ελεγκτικού Συνεδρίου) τον σχηματισμό υπηρεσιακής Κυβέρνησης, με την κατά τον δυνατόν ευρύτερη κοινοβουλευτική συναίνεση, για τη διενέργεια εκλογών και τη διάλυση της Βουλής. Oι φορείς του υπέρτατου δικαστικού αξιώματος τεκμαίρονται ως ex constitutionem και ex officio ευρύτατης αποδοχής. Η επιλογή των Υπουργών της εν λόγω Κυβέρνησης, που πρέπει να απολαμβάνουν, επίσης, την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κομμάτων, ανήκει στην —κατά το άρθρ. 37 παρ. 1 Συντ.— αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού. Δεδομένου, όμως, ότι η εκλογική Κυβέρνηση δεν εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και ουδείς μπορεί να προβλέψει εκ του ασφαλούς τη διάρκεια της θητείας της —ιδίως, σε περίπτωση που μετά τις εκλογές δεν υπάρξει αυτοδυναμία ή κομματική συνεργασία—, οι αρχηγοί των κομμάτων θα πρέπει να εκφράσουν γνώμη για την καταλληλότητα των μελών της υπηρεσιακής Κυβέρνησης. Για τον ίδιο σκοπό —και σε οριακές περιπτώσεις—, δεν αποκλείεται και η διαβούλευση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Πρωθυπουργό.

2. Η ανάθεση καθηκόντων υπηρεσιακού Πρωθυπουργού σε δικαστικό λειτουργό συνιστά επισφαλή ρύθμιση. Τούτο οφείλεται στην ασυμβατότητα των πολιτειακών χαρακτηριστικών του δικαστικού λειτουργήματος σε σχέση με τις δύο πολιτικές λειτουργίες, στην απειρία του υπηρεσιακού Πρωθυπουργού να προΐσταται, κατευθύνει, συντονίζει και ελέγχει το Υπουργικό Συμβούλιο την κρίσιμη (προ)εκλογική περίοδο —ιδίως, όταν η σχετική διαδικασία διεξάγεται σε κλίμα
διάχυτης πολιτικής έντασης, λόγω της αποτυχίας των κομμάτων να συνεργαστούν σε επίπεδο πολιτικής Κυβέρνησης—, καθώς και στον βαθμό της δημοκρατικής
νομιμοποίησης των δικαστικών.

Στην πολιτική πρακτική, την άσκηση καθηκόντων υπηρεσιακού Πρωθυπουργού ανέλαβαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Π. Πικραμμένος (17.5.2012 – 21.6.2012) και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Β. Θάνου (28.8.2015 – 23.9.2015).

Ε. Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρ. 110 παρ. 2-4 Συντ.)

1. Η σημασία της κομματικής σύγκλισης κατά την υποβολή των προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος έως την ψήφιση των σχετικών διατάξεων στην αναθεωρητική Βουλή καθίσταται πρόδηλη, δεδομένου ότι επιτρέπει τη διαμόρφωση και εφαρμογή συναινετικών πολιτικών, προεχόντως, σε ζητήματα που θωρακίζουν τη νομική και πολιτική υπόσταση του κυρίαρχου κρατικού οργάνου και επηρεάζουν τη λειτουργία του πολιτεύματος μακροπρόθεσμα.

Οι αυξημένες πλειοψηφίες των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών —που προβλέπονται στην προτείνουσα και στην αναθεωρητική  Βουλή (άρθρ. 110 παρ. 4 Συντ.)— συνιστούν βασική εγγύηση για την ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου τόσο στα διάφορα στάδια της αναθεωρητικής διαδικασίας (αναγόμενα στη
διαπίστωση της ανάγκης και στην κατεύθυνση της σύμπτωσης), όσο και στην
εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Επίσης, καταδεικνύουν, με την παρεμβολή του εκλογικού σώματος στις δύο καίριες φάσεις της αναθεωρητικής διαδικασίας,
την αυξημένη νομιμοποίησή της.

Οι αυξημένες πλειοψηφίες της ανωτέρω διάταξης διαμορφώνουν μια αίσθηση ασφάλειας για την ισχύουσα συνταγματική τάξη, διότι αποτελούν δομικά
χαρακτηριστικά της αναθεωρητικής διαδικασίας, που παράγουν κομματική
συναίνεση, εναρμονίζονται πλήρως με την κοινοβουλευτική αρχή και συνυφαίνονται με τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος.
2. Η αρχή της συναίνεσης εφαρμόστηκε ως πρωτόγνωρο στοιχείο της αναθεωρητικής διαδικασίας στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή (2001) και επεκτάθηκε σε ευρείας κλίμακας συνταγματικές διατάξεις, αναγόμενες ιδίως  στο πεδίο της συγκρότησης και λειτουργίας των άμεσων κρατικών οργάνων (π.χ. της ενίσχυσης των δυνατοτήτων άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου στο επίπεδο της ολομέλειας, του τμήματος διακοπής των εργασιών της Βουλής και των κοινοβουλευτικών επιτροπών, καθώς και της εκλογίκευσης της νομοθετικής διαδικασίας, με στόχο την
ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της ολομέλειας και του νομοπαρασκευαστικού ρόλου των επιτροπών).  

Επίσης, και παρά τη μετωπική αναμέτρηση των πρωταγωνιστών της νέας δικομματικής πόλωσης (ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Ν.Δ.), οι συζητήσεις αναθεώρησης συνταγματικών διατάξεων στην προτείνουσα Βουλή διαμόρφωσαν κομματικές συναινέσεις —με πλειοψηφία υπέρτερη των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών (14/2/2019, 14/3/2019)—, σε επίμαχα συνταγματικά ζητήματα [αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής (άρθρ. 32 παρ. 4, 5 Συντ.), περιορισμός της βουλευτικής ασυλίας αποκλειστικά στα αδικήματα που σχετίζονται με τη βουλευτική ιδιότητα, εντός και εκτός της Βουλής (άρθρ. 62 Συντ.),

περιορισμός των προνομιακών ρυθμίσεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών, ιδίως, μέσω της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας και της δυνατότητας αναστολής της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας (άρθρ. 86 παρ. 3 Συντ.), περιορισμός των δυνατοτήτων ίδρυσης ανεξάρτητων αρχών, της διευκόλυνσης του τρόπου επιλογής των μελών τους και της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρ. 101Α Συντ.)].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Από τις προηγηθείσες αναπτύξεις καθίσταται προφανές ότι η κομματική πόλωση δεν συνιστά ασφαλές μέσον πολιτικής πειθούς ενός εκλογικού σώματος που
κλυδωνίζεται στην αβεβαιότητα, εν μέσω μιας διάχυτης και παρατεταμένης
οικονομικής κρίσης. Ενώ, μάταια, επιζητεί να επιβάλει ως κριτήρια διαμόρφωσης
των δικαιικών κανόνων τις κοινωνικές ανάγκες και τις αντίστοιχες συνέπειές τους στο πεδίο της αμείλικτης πραγματικότητας∙ ιδίως, όταν συντρέχουν προς επίρρωση των ανωτέρω δυσμενών δεδομένων:

α) η φροντίδα των κομμάτων να κατατάξουν ως μείζονα διακυβεύματα την ανέλιξη και βιωσιμότητά τους στην εξουσία,

β) η εξιδανίκευση των κυβερνητικών επιλογών (μέσω πρακτικών
λαϊκισμού) και η αποστασιοποίησή τους από τα ζωτικά συμφέροντα της κοινωνίας,

γ) η διάχυση της πολιτικής πόλωσης και στην κοινωνία, όπου
ελλοχεύει ο μείζων κίνδυνος της κοινωνικής διχοστασίας, μετά την αποδόμηση της μεσαίας τάξης.

2. Η πολιτική συναίνεση, εξάλλου, —που συνιστά έννοια κομβική στη διαδικασία των πολιτικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών— αποκτά, εν μέσω της ρευστότητας του ελληνικού πολιτικού γίγνεσθαι, μια νεότευκτη δυναμική, διάχυτη από αναδιαρθρώσεις στην οργανωτική, ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική δομή και λειτουργία των κομμάτων. Ενώ, εδραιώνεται ως ασφαλές αντίβαρο της πολιτικής πόλωσης και της κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος μόνον όταν παύει να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των εκάστοτε κυβερνητικών εταίρων και διαμορφώνεται —πέρα από τις τάσεις της συγκυρίας— ως μονιμότερη στρατηγική σύνθεση, ιδίως στα πλαίσια του ενδοκοινοβουλευτικού διαλόγου, με σκοπό την ικανοποίηση του κοινωνικού συμφέροντος∙ όταν, δηλαδή, καθίσταται πολυεπίπεδη και διαρκής, άρα ασφαλέστερη.

Η εν λόγω επιδίωξη προϋποθέτει, επίσης, την ανάπτυξη της
κοινωνικοπολιτικής αυτοσυνειδησίας και υπευθυνότητας του εκλογικού σώματος
ως υπέρτατου κρατικού οργάνου, θεμελιωμένων σε ένα σύστημα συνταγματικών δικαιωμάτων που θα εξασφαλίζουν στα μέλη του συνειδητές και ελεύθερες επιλογές υπό την εγγύηση των λειτουργών της Πολιτείας. (άρθρ. 52 Συντ.). ΄Ετσι, ώστε να καταστεί ικανό:

α) να χαράσσει τα ουσιαστικά πλαίσια της «πολιτικής εντολής», βάσει της οποίας η Βουλή και η Κυβέρνηση θα ασκούν την, προβλεπόμενη στο Σύνταγμα,
κρατική εξουσία, και

β) να νομιμοποιεί τις πολιτικές επιλογές τους.

3. Η κριτική ανάλυση των πολιτειακών προβληματισμών που προηγήθηκαν κατέδειξε ότι, όλες οι νομικοπολιτικές σχέσεις διακρίνονται  από το εν ενεργεία
στοιχείο της ανταγωνιστικότητάς τους∙ ιδίως, όταν ανάγονται σε θεσμικά
δηλούμενες, αλλά πρακτικά αναπόδεικτες, «δυνάμεις εξουσιαστικής δημιουργίας»,
που ελίσσονται, επιτυχώς, μέσω των κατάλληλων προς τούτο μηχανισμών ή αποκρύπτουν, επιμελώς, στη «δημόσια ερμητικότητα» την αλλοτριωτική τους
δύναμη, η οποία συνίσταται στην εκμετάλλευση της ανάγκης και τον έλεγχο της ελπίδας. 

Οι προβληματικές του νέου δικομματισμού, της δικομματικής πόλωσης, της επικάλυψης των ιδεολογικών και πολιτικών ταυτοτήτων, του κατακερματισμού των κομμάτων του κεντρώου πολιτικού χώρου και της ανάδειξης νέων «κομβικού» χαρακτήρα (= των «αναγκαίων διάμεσων» για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας), εν τέλει των πολιτικών διλημμάτων και του εθνικού σχεδιασμού με σκοπό την ουσιαστική έξοδο της χώρας από την κρίση, θέτουν σε νέα βάση εμπειρικού ελέγχου τα ζητήματα της επανακοινωνικοποίησης των κομμάτων και της ιδιωτικής χρηματοδότησής τους.

4. Οι προεκλογικοί αγώνες της μεταμνημονιακής περιόδου —ιδίως, οι αναγόμενοι στους πρωταγωνιστές του νέου διπολισμού— προβλέπονται
μακροχρόνιοι και πολωτικοί.

Στο πλαίσιο των εν λόγω εξελίξεων εκτιμάται:

α) ως απευκταία η μετουσίωση της κομματικής ιδιωφέλειας σε αδήριτη κοινωνικοπολιτική ανάγκη, η επίδειξη πολιτικής αλαζονείας και η άμετρη εκφορά
του πολιτικού λόγου, που μπορούν να εξωθήσουν την κοινωνική ανέχεια σε βίαιη αντίδραση,

β) ως αναγκαία η ανάπτυξη ερμηνευτικών συνειδήσεων των πολιτών, προεχόντως, στα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής βίωσης, που θα καταγράφουν τις σκοπιμότητες και επισφάλειες των «συμφώνων πολιτικής συμβίωσης», οι οποίες υποκρύπτονται πίσω από τα «ύστατα αγαθά» της κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης και συνεργασίας, και

γ) ως επιτακτική η διεύρυνση των τομέων που επιδέχονται «εθνική πολιτική» στα πλαίσια του ενδοκοινοβουλευτικού διαλόγου.

5. Εν τέλει το χειραφετητικό αίτημα υπεράσπισης της δημοκρατίας με τις αξίες που τη συγκροτούν, αλλά και με τους θεσμικούς όρους πραγμάτωσής τους (που προβλέπονται στο  Σύνταγμα), θα πρέπει να συνιστά την πρωτεύουσα διάσταση της σύγχρονης πολιτικής. Προς τούτο, ιδίως, εν όψει των σύγχρονων κοινωνικών απαιτήσεων και εν μέσω διάχυτης και παρατεταμένης κρίσης:

α) ο πολιτικός λόγος οφείλει να διαμορφώνεται στα πλαίσια των κομματικών συγκλίσεων – συναινέσεων σε μονιμότερους στρατηγικούς προσανατολισμούς, και όχι εντός μιας κατέχουσας αρχής,

β) οι πολιτικές συνιστώσες που τον εκφέρουν να μην κινδυνεύουν να απολέσουν την ουσιαστική τους αυτοδυναμία, και

γ) ο βαθμός εγκυρότητας του προτεινόμενου πολιτικού δέοντος να νομιμοποιείται από την πολιτική εξουσιοδότηση του λαού.

*Ο Σίμος Μηναΐδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Νομικής Δ.Π.Θ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.