Η πολιτικη πολωση

Και η, κατά το σύνταγμα, πολιτική συναίνεση (Α΄ μέρος)

Πόλωση, συναινέσεις, νέα μεταπολίτευση, φράσεις που με την έλευση της κρίσης στη χώρα μας χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα προκειμένου να περιγράψουν το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Το πώς φτάσαμε όμως αυτές οι φράσεις να αποτελούν μέρος του επίκαιρου πολιτικού μας λεξιλογίου, υπό ποιες συνθήκες και με ποιες διεργασίες είναι ένα αντικείμενο προς έρευνα όχι απλά πρόσφορο αλλά και αναγκαίο προκειμένου να κατανοήσουμε ενδελεχέστερα την παρούσα πολιτική συγκυρία.

Διαρκώς παρόντας με την εμβρίθεια του γνωστικού αντικειμένου που υπηρέτησε επί δεκαετίες στο Τμήμα Νομικής του ΔΠΘ, ο κ. Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής πλέον εξετάζει από τη νομική σκοπιά, και ειδικότερα από αυτή του Συνταγματικού Δικαίου, τον διαμορφωθέντα πολιτικό λόγο και τις πολιτικές πρακτικές παρέχοντας με την διεισδυτική ματιά του μια ανάλυση των διαμειβομένων μακριά από τα εύκολα συμπεράσματα των social media και των τηλεοπτικών παραθύρων. Το κείμενο θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη με το πρώτο να δημοσιεύεται σήμερα Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020 και το δεύτερο μια εβδομάδα μετά την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου.

Σίμος Μηναΐδης όμως…

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία της διάχυτης επισφάλειας των δομών του κράτους και της κοινωνίας, και εν όψει της προσφυγής στη διαδικασία της εκλογικής ετυμηγορίας, η κλιμάκωση της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης έχει φτάσει στο απόγειό της. Μέσω της πολιτικής πόλωσης —η οποία ανήκει στα μοντέλα των σκηνοθετημένων παλαιοκομματικών τακτικισμών— επιδιώκεται, συνήθως, η κάλυψη δομικών αμφισβητήσεων σε κυβερνητικές επιλογές ή διάχυτες ευθύνες των εμπνευστών και εφαρμοστών τους. Συνεπώς, η προσφυγή των κομμάτων στην πολωτική όξυνση —ως τακτική αντιπερισπασμού ή κατίσχυσης των αντιπάλων τους— καταδεικνύει πόσο τυποποιημένη παραμένει η μεθοδολογία τους  στη διάσταση της έμφοβης και ανιστόρητης εχθροπάθειας και της διχαστικής νοοτροπίας.

2. ΄Εναυσμα του παρόντος δημοσιεύματος συνιστά η διάχυτη δυσθυμία και ο δημόσιος καταγγελτικός λόγος του εκλογικού σώματος, λόγω της κλιμάκωσης ακραίων πρακτικών, ιδίως από τους εκφραστές  του εναλλασσόμενου κομματικού διπολισμού, οι οποίες είναι ασύμβατες:
α) στους κανόνες του υγιούς κομματικού ανταγωνισμού [π.χ. η υποκατάσταση του τεκμηριωμένου από τον ανερμάτιστο και οξυμένο λόγο, η έντεχνη παρουσίαση της ζοφερής πραγματικότητας σε (εικονική) επιτυχία, η μετουσίωση της λαϊκής δυσαρέσκειας σε δήθεν «αντικυβερνητικό πόλο», εν τέλει η παντελής έλλειψη αυτοκριτικής ή λογοδοσίας των πολιτικών σχετικά με τις
συνεπαγωγές της πόλωσης στην αποδόμηση της κοινωνικής συνοχής],
β) στο πλαίσιο της περιοδικώς ανανεούμενης πολιτικής εντολής, την οποία καλείται ο βουλευτής να υλοποιήσει κατά συνείδηση (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.), υπακούοντας στη λογική της λαϊκής ετυμηγορίας, και 
γ) στην ακολουθία μιας πολιτικής απότοκης των κοινωνικών αναγκών και της δημοκρατικής διαφάνειας, ικανής να συμβάλει στη ανάκτηση, σταθεροποίηση και ανανέωση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Ο κυνισμός των εκφραστών αυτού του συγκρουσιακού μοντέλου καθίσταται, βιωματικά, πρόδηλος στους πολίτες που πασχίζουν, απεγνωσμένα, να υπερβούν αλώβητοι τα κοινωνικοοικονομικά τους αδιέξοδα∙ ιδιαίτερα, όταν αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω πρακτικές —που εδράζονται στη διαρκή εξάρτηση του πολιτικού συστήματος από το αδιαφανές οικονομικοπολιτικό και επικοινωνιακό παρασκήνιο της συναλλασσόμενης διαπλοκής-διαφθοράς— αποβλέπουν σε κομματικές ιδιωφέλειες, προεχόντως, στη μονοπώληση της νομής της εξουσίας.
 
3. Η μέθοδος των αναλύσεων, που επιχειρούνται περαιτέρω, επικεντρώνεται στην αναζήτηση του νοήματος της πολύμορφης και πολυεπίπεδης πολιτικής πόλωσης σε συσχετισμό με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της, που καθιστά σφόδρα πιθανή την παρέκκλιση από τη δημοκρατική και δικαιοκρατική μορφή του πολιτεύματος. Η ίδια μέθοδος ακολουθείται και κατά την ανάλυση της συνταγματικά ρυθμιζόμενης πολιτικής συναίνεσης, που προβλέπεται, ιδίως, στις διαδικασίες σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας (άρθρ. 37 Συντ.), εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ. 32 Συντ.) και αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρ. 110 Συντ.). Η σημασία της εν λόγω πολιτικής τακτικής καθίσταται προφανής, δεδομένου ότι μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας πολιτικής συνεργασίας. 

Κεφάλαιο πρώτο
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ

Σ' ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα, η χρήση των όρων πολιτικός/ή στις θεωρητικές, ερμηνευτικές και πρακτικές παραμέτρους του νομικού λόγου περιέχει τα στοιχεία της διεκδίκησης, αμφισβήτησης και αντιπαράθεσης των κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Τούτο καθίσταται πρόδηλο, ιδίως  στα πλαίσια του
πολιτικού αγώνα που διεξάγεται για την κατάληψη, τον έλεγχο και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, η επίκλησή τους με σκοπό την υπόθαλψη συγκρούσεων και κοινωνικών διχασμών μεταξύ «πολιτικά φίλων» και «πολέμιων» δεν αναδεικνύει και δεν αξιοποιεί τη δημιουργική πρωταρχικότητά τους στα πλαίσια των πολιτειακών διαδικασιών, πράξεων και αποφάσεων. Διότι, η σύγκρουση και ο διχασμός —που αποτελούν την αποκορύφωση της αντίθεσης— οριοθετούν την κανονιστική εμβέλεια του νομικού λόγου και τη δημιουργική επίδρασή του στο κοινωνικό και πολιτειακό
γίγνεσθαι.
Αντίθετα, η επίκλησή τους στη δικαιική ρύθμιση —που αναδεικνύεται ως αποκύημα της διαλεκτικής σύνθεσης του εκάστοτε κοινωνικά επίμαχου— εκτοπίζει, συνήθως, την προοπτική της σύγκρουσης και λειτουργεί ως δεσμευτική απόφαση της πολιτείας που εκφράζει τον εκάστοτε συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

1. Η εννοιολογική της απόδοση

1. Η πόλωση, που αποδίδεται και ως οριακή αντιπαλότητα στον πολιτικό στίβο —ασύμβατη προς την  έννοια του πολιτικού πολιτισμού—, και συνιστά σύνηθες φαινόμενο του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι, συναντάται, κυρίως, σε κοινωνίες με:
α) ελλείπουσα ή ανεπαρκή πολιτική παιδεία, αν και η αναγκαιότητα των πολιτικών πρότυπων αποτελεί προϋπόθεση για την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση της κρατικής βούλησης,
β) κομματική αντίληψη που αδυνατεί να συμβάλει στην εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας υπό καθεστώς ελεύθερου και ίσου ανταγωνισμού, παρότι
συνιστούν θεμελιώδεις παραμέτρους της συνταγματικής αρχής του πολυκομματισμού (άρθρ. 29 παρ. 1 Συντ.), ή
γ) κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που εκφράζει οξύτατους και αναπόδραστους κοινωνικούς διχασμούς.

2. Στη διάρκεια της ισχύος της, η «κομματική ταυτότητα» καθίσταται τόσο ακραία και ανελαστική, ώστε οι εκφραστές της —απόμακροι, συνήθως, από την ουσία, τα πραγματικά δεδομένα και τα αμείλικτα διλήμματα των εκλογικών και κοινοβουλευτικών αναμετρήσεων— απορρίπτουν, άκριτα και δομικά, τα επιχειρήματα των αντιπάλων τους, επιδιώκοντας να ανακόψουν την πολιτική τους δυναμική. Συνέπεια των ανωτέρω διχαστικών και εν πολλοίς αιφνιδιαστικών πρακτικών είναι η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού και αντιπροσωπευτικού συστήματος, η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και η ατροφία της κριτικής σκέψης των πολιτών.


2. Τα πολιτικά υποκείμενα που τη διαμορφώνουν

Α. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπό την ισχύ του Συντάγματος 1975

1. Στο Σύνταγμα του 1975, η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν κυρίαρχη και εν πολλοίς καταλυτική. Έτσι, ώστε να δομείται μια, σαφώς, προεδροκεντρική διάσταση της πολιτικής, η οποία του παρείχε τη δυνατότητα διεμβολισμού του και στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης∙ με συνέπεια, η ενδεχόμενη ασυμβατότητα των επιλογών του προς τις αντίστοιχες της Κυβέρνησης και της Βουλής να μετουσιώνει την ένταση μεταξύ των φορέων της πολιτικής εξουσίας ακόμη και σε συνταγματική κρίση. Τούτο ίσχυε παρά τον, ρητώς, προσδιοριζόμενο ως «προεδρευόμενο» χαρακτήρα του πολιτεύματος (άρθρ. 1 παρ. 1 Συντ.) και τη μη υπαγωγή του Προέδρου της Δημοκρατίας στον πολιτικό έλεγχο του αντιπροσωπευτικού σώματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρυθμιστικός του ρόλος κινδύνευε να μετατραπεί σε οξύ πολιτικό δίλημμα και να αλλοτριωθεί στη δίνη του κομματικού ανταγωνισμού. Επίσης, να καταστήσει συμμέτοχα και συνυπεύθυνα των διαχειριστικών και εξουσιαστικών του αποφάσεων τα κόμματα, ανακόπτοντας σημαντικό μέρος της εκλογικής τους δυναμικής, να αλλοτριώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα (άρθρ. 1 παρ. 1 Συντ.), εν τέλει να υπονομεύσει τη δημοκρατική αρχή.

2. Το επιχείρημα, ότι οι πολιτικά κρίσιμες παρεμβατικές-«ρυθμιστικές» (υπερ)εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας —ιδίως, οι συναινετικού χαρακτήρα— απέβλεπαν και στην έμμεση διασφάλιση των δικαιωμάτων της
ενδοκοινοβουλευτικής μειοψηφίας, δεν εναρμονιζόταν με το γενικότερο πνεύμα και τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Συγκεκριμένα, η κατ' ουσίαν «πρωθυπουργοκεντρική» διάσταση του πολιτεύματος, την περίοδο 1975-1986, θεμελίωνε, εντονότερα, την ανάγκη άμεσης θεσμικής ενίσχυσης της αντιπολίτευσης με εγγυήσεις που να επιτρέπουν την ενεργότερη συμβολή της στην παραγωγή κοινοβουλευτικού έργου, αποκλειστικά, στα πλαίσια της ιδιαίτερης και υπερέχουσας θέσης του Κοινοβουλίου στο σύνολο των κρατικών οργάνων. Προς επίρρωση αυτού συνέτρεχαν η ύπαρξη αυτοδύναμων και συμπαγών
μονοκομματικών Κυβερνήσεων, η ισχύς εκλογικών συστημάτων κατ' οικονομία συμβατών με το Σύνταγμα, καθώς και η προσωποπαγής (= αρχηγική) δόμηση των κομμάτων. Και τούτο, θα μπορούσε να πραγματωθεί, ευθέως, με την αναβάθμιση της συνταγματικής θέσης της αντιπολίτευσης και όχι έμμεσα με τη διατήρηση ή διεύρυνση των «εξισορροπητικού» χαρακτήρα προεδρικών αρμοδιοτήτων.

Β.  Τα πολιτικά κόμματα

1. Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ποικίλοι λόγοι (ιδίως, ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα) αποθάρρυναν την εδραίωση συναντιλήψεων μεταξύ των πολιτικών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση κομματικών συνεργασιών, θεμελιωμένων σε ιδεολογικές  ή προγραμματικές συγκλίσεις. ΄Αλλωστε, εκφάνσεις του κομματικού φαινομένου —ιδίως, την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας, αλλά και μετέπειτα (μέχρι την μεταπολίτευση του Ιουλίου 1974)— θεωρήθηκαν εν πολλοίς επικίνδυνες για την ενότητα του κράτους και της κοινωνίας, ακόμη και στη διάσταση της εκδήλωσης των πολιτικών φρονημάτων και της ενεργούς κομματικής δράσης.
Με την πλήρη αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος —που επήλθε στη ΣΤ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1986)— και τη συγκέντρωση της κύριας ευθύνης για τη λειτουργία του στη Βουλή και την Κυβέρνηση αναδείχθηκε και ο
συνταγματικός ρόλος των κομμάτων (άρθρ. 29 παρ. 1 Συντ.) στην ευρυθμία και την
αποτελεσματικότητά του, καθώς και στην εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης των κοινωνικών δυνάμεων και των αντίστοιχων ιδεολογικών και πολιτικών τους τάσεων. Παράλληλα, εναρμονίστηκαν, αυθεντικότερα,  προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας συνταγματικές διαδικασίες μείζονος πολιτικής σημασίας (λ.χ. των διερευνητικών εντολών, των δημοψηφισμάτων κ.ά.)∙ ενώ, διευρύνθηκε η δυνατότητα κομματικού ελέγχου της συμπεριφοράς και στάσης των βουλευτών στο ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, χωρίς προεδρικές παρεμβάσεις που να παραμερίζουν ή να ανατρέπουν τον διαμορφωμένο στις εκλογικές αναμετρήσεις συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Όμως, το κομματικό σύστημα δεν απέφυγε τη συχνή προσφυγή στην αντιθεσμική πρακτική της πόλωσης —εκδηλούμενη, συνήθως, ως παραμορφωτική πραγματικότητα της κοινωνικοπολιτικής ζωής— που συνέτεινε στην όξυνση των πολιτικών παθών και στην επιβολή διχαστικών διλημμάτων στο εκλογικό σώμα. Και τούτο:
α) παρά τις ευοίωνες προοπτικές στην εξέλιξη των σχέσεων κράτους και κοινωνίας και την ενίσχυση των δομών ενεργητικής συμμετοχής του πολίτη στις διαδικασίες διαμόρφωσης και παραγωγής της πολιτειακής βούλησης [σύνθετη και
πολυδιάστατη λειτουργία δικαιωμάτων του status negativus (της ιδιωτικής υπόστασης του φορέα τους) και ως δικαιώματα συμμετοχής στις κρατικές και
κοινωνικές διαδικασίες (status activus)], και

β) παρά τις σημαντικές επιπτώσεις στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, που επήλθαν από τη μετακίνηση του κέντρου βάρους της προστατευτικής τους λειτουργίας.

2. Η εποχή της «νέας μεταπολίτευσης» συμπίπτει με την εμφάνιση του «νέου δικομματισμού»  και την εφαρμογή της πολιτικής πόλωσης με κριτήριο τον εκ του  αποτελέσματος αποδειχθέντα επίπλαστο διαχωρισμό των κομμάτων σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Την εν λόγω περίοδο, το φαινόμενο της πολιτικής πόλωσης εδραιώνεται ως στρατηγική επικάλυψης αλλεπάλληλων αναδιπλώσεων στην πολιτική των κομμάτων έναντι των δανειστών, που συνετέλεσαν καθοριστικά:
α) στη μετουσίωση της θεμελιώδους αρχής του πολυκομματισμού (άρθρ. 29 παρ. 1 Συντ.) σε αυστηρά δομημένο «νέο δικομματισμό»,
β) στην υποβάθμιση των μικρών κομμάτων —ιδίως του κεντρώου πολιτικού χώρου— σε ανίσχυρα υποσύνολα, ελεγχόμενα, ευχερώς, από τα κόμματα εξουσίας,
γ) στην ποσοτική διεύρυνση της «διαμαρτυρόμενης» και «αναποφάσιστης» ψήφου, και
δ) στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, προκειμένου να προσφέρει «πολιτικό άλλοθι» σ' αυτούς που τη μετήλθαν ως κόμματα εξουσίας.
Τα εν λόγω στοιχεία  συνέτειναν στην εμφάνιση στον πολιτικό βίο στοιχείων παρακμιακού, υπονομευτικού και αποσταθεροποιητικού για το μέλλον της χώρας χαρακτήρα.

3. Οι διακρίσεις της

Α. Η ιδεολογική

1. Η ιδεολογική πόλωση συνιστούσε μέχρι πρόσφατα, ένα δραστικό μέσον
προώθησης, διαφύλαξης και επιβολής κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων, αρχών και αξιών δεκτικών μετουσίωσής τους σε πρότυπα κοινωνικοπολιτικών και δικαιικών ρυθμίσεων. ΄Ομως, η σύγχρονη πολιτική παγκοσμιοποίηση —που υπήρξε προϊόν της αντίστοιχης οικονομικής— συνέβαλε, καθοριστικά, ως μορφή ακαταγώνιστης επιβολής, στην αποϊδεολογικοποίηση των κομμάτων, και στον περιορισμό της αυτοδύναμης εξουσίας τους. Ειδικότερα, οι συγκλονιστικές ανατροπές που επήλθαν την τελευταία δεκαετία στο κράτος και την οικονομία, οι οποίες αποκαθήλωσαν τις «εικόνες-πρότυπα» αντίπαλων κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και υπήγαγαν τις
μεταλλαγές τους στον πλήρη έλεγχο των επιταγών που εκπορεύονται από ευρωπαϊκά ή υπερατλαντικά κέντρα εξουσίας, σε συσχετισμό με την άσκηση
προσωποκεντρικών πολιτικών από τις κομματικές ηγεσίες (στην επιδίωξη διασφάλισης της ενωτικής τους πορείας), δεν κατέλειπαν πολλά περιθώρια ανάπτυξης μιας ουσιαστικής πολιτικής αντιπαλότητας με ιδεολογικό πρόσημο, ακόμη και μεταξύ των κομμάτων εξουσίας.

2. Η επίκληση της ιδεολογικής πόλωσης δεν θεωρήθηκε ασφαλές μέσον προβολής και επικράτησης κομματικών απόψεων στη λαϊκή συνείδηση, ιδίως σε
μια ιστορική συγκυρία που διακρίνεται για τις πρακτικές επιβολής «δεοντολογιών»,
υπερκείμενων της εθνικής κυριαρχίας και των ορίων της Επικράτειας, καθώς και για την επισφάλεια των διαπραγματευτικών περιθωρίων με τους δανειστές. Το εν λόγω δεσμευτικό πλαίσιο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων συνέτεινε συχνά στην εμφάνιση φαινομένων:
α) διάχυτης αναντιστοιχίας μεταξύ ιδεολογικών θέσεων και πολιτικών προθέσεων και αποφάσεων των κομμάτων, και
β)  άμβλυνσης της ευκρίνειας των ταξικών τους διαφορών.
Συνεπώς, υπήρξε ευρέως αποδεκτή η αντίληψη ότι η αναζήτηση της
ιδεολογικής πόλωσης ως κυρίαρχης πρακτικής στη συγκυρία της διάχυτης οικονομικής κρίσης δεν θα απέφερε σημαντικά κομματικά οφέλη. Αντίθετα, θα υπέσκαπτε τη βιωσιμότητα των θεσμών που σχετίζονται με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και απολαμβάνουν ευρείας δημοκρατικής νομιμοποίησης.
'Ετσι, η επίκλησή της περιορίστηκε, μάλλον, στην έμμεση και συμπληρωματική ενίσχυση-δικαιολόγηση των κυβερνητικών επιλογών, θεμελιωμένων σε επίπεδο αρχών.

Β. Η κομματική

α. Η ενδοκομματική

1. Η εννοιολογική απόδοση του κόμματος ως διαρκούς (ή, πάντως, μακράς διάρκειας) ένωσης πολιτών με σκοπό την απόκτηση της πλειοψηφίας του εκλογικού και αντιπροσωπευτικού σώματος για την αμεσότερη και ενεργότερη συμμετοχή τους στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, κατατάσσει τη βιωσιμότητά του στις προέχουσες μέριμνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ενώ, η λειτουργία του ως θεσμού πολιτειακής οργάνωσης και άρθρωσης της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και μηχανισμού υπέρβασης της διάκρισης κράτους και κοινωνίας, καθιστά αναγκαία τη διαμόρφωση ευκαιριών εσωτερικού διαλόγου ιδίως στα στελέχη που εκφράζουν θέσεις ενδοκομματικής αμφισβήτησης. Και τούτο,
προκειμένου να αναδειχθούν αρραγείς συνθέσεις (προεχόντως, πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου), εδραιωτικές της συνοχής του. Προαπαιτούμενο της εν λόγω επιδίωξης είναι η δημοκρατική του οργάνωση και παρεπόμενό της η, κατά το Σύνταγμα, υποχρέωση των κομμάτων να «εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» (άρθρ. 29 παρ. 1). ΄Οταν, όμως, η τακτική της ενδοκομματικής αντιπαράθεσης ασκείται μέσω της πολωτικής όξυνσης —που υπονομεύει την κομματική συνοχή και συμπόρευση των μελών του—, όταν χρησιμοποιείται προς τούτο ένας λόγος στερεοτυπικός και μονοδιάστατα επικοινωνιακός που δεν ανταποκρίνεται στην κοινωνική προσδοκία και νομιμοποίηση και παράλληλα δημιουργεί έμφοβη εχθροπάθεια σε όσους δεν τον αποδέχονται, όταν διαμορφώνεται ένας ρόλος αυτόκλητα μεσσιανιστικός για να
στεγάσει «ιδιότυπους ενδοκομματικούς παραγοντισμούς» ασύμβατους με την κομματική υπευθυνότητα-αξιοπιστία και τη δημοκρατική διαφάνεια, τότε καταδεικνύεται ότι στο εσωτερικό των κομμάτων διαμορφώνεται μια διχαστική νοοτροπία.

2. Στα πολυσυλλεκτικά κόμματα, η διασφάλιση της συνοχής τους είναι
δυσχερέστερη έναντι των αντίστοιχων ομοιογενών. Διότι, η κοινωνική πόλωση που λειτουργεί ως εν ενεργεία στοιχείο της πολιτικής ζωής και διαθλάται, πολλαπλώς, στο ενδοκομματικό γίγνεσθαι, διαμορφώνει επίπλαστες ισορροπίες υποκείμενες στη δοκιμασία της διαρκούς επιβεβαίωσης και διασφάλισής τους. Στην εν λόγω περίπτωση, η αυταρχική εσωτερική οργάνωση του κόμματος δεν συμβάλλει στη σταθερότητα της αλληλουχίας των κοινωνικών δυνάμεων με την πολιτική εκπροσώπησή τους. Τούτο καθίσταται πρόδηλο, όταν οι αρνητικές συγκυρίες (π.χ. η διαφθορά-διαπλοκή, η διάχυτη οικονομική κρίση κ.ά.) λειτουργούν ως ξεχωριστές δομές υπερεξουσίας, ο δικομματισμός ως πολιτική έκφραση της κοινωνικής πόλωσης και η άμβλυνση της ιδεολογίας ως απίσχναση των αξιακών δομών του, που αποσταθεροποιούν τη συνεκτικότητα των αλληλέγγυων κοινωνικών σχέσεων και συρρικνώνουν τα περιθώρια της κοινωνικής εκλεκτικότητας.
Ως ενδοκομματική πόλωση εμφανίζουν, συχνά, οι θιασώτες του κομματικού καθεστωτισμού με προσωποπαγή δόμηση ακόμη και μια στρατηγική τάσεων ή ομάδων, η οποία παράγει συνέργειες των μελών του κόμματος, ικανές να αναδιαρθρώσουν δεδομένους κομματικούς συσχετισμούς και να συνθέσουν αλλαγές, πρόσφορες:
α) να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις εδραίωσης του διαλεκτικού χαρακτήρα του κόμματος (π.χ. με την εξάλειψη των ακροτήτων του κομματικού
λόγου) και της επιτυχούς διαχείρισης κρίσιμων ζητημάτων της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας,
β) να αναδείξουν, ευκρινέστερα, την κοινωνική και πολιτική του φυσιογνωμία, αποκόπτοντας τους δεσμούς εξάρτησής του από ισχυρά κέντρα εξουσίας, και
γ) να συμβάλουν στην ανάδειξη στρατηγικών για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

3. Στην πρόσφατη πρακτική, η ενδοκομματική πόλωση προσέλαβε τον χαρακτήρα μιας ακραίας επικοινωνιακής τακτικής, εκδηλούμενης μέσω ρητορικών στρατηγικών και διακηρύξεων, που αναδεικνύουν διακαείς μεν αλλά ανεκπλήρωτες κοινωνικές προσδοκίες σε μείζονα πολιτικά διακυβεύματα, με σκοπό την ενίσχυση
μιας ανομιμοποίητης και αμήχανης ηγεσίας.
Την ίδια σκοπιμότητα εξυπηρετεί και η εμμονική προβολή της σταθερότητας των ιδεολογικών προταγμάτων του κόμματος, που μετασκευάζονται σε καθολικές αλήθειες, οι οποίες μπορούν να εξηγήσουν και να ρυθμίσουν τα πάντα. Και τούτο,
παρά την επίμονη προσπάθεια υποβολής και επιβολής αλλότριων ιδεότυπων του διεθνούς περίγυρου, που διακρίνονται για τη σχετικότητα των κοσμοθεωρητικών τους αντιλήψεων. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι αυτή η θέαση της πραγματικότητας και οι αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές της —που αντιστρατεύονται στην ιστορική μεταβλητότητα, (συν)εισφέρουν σε μια ορισμένη προοπτική της εξέλιξης και επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων, παραβλέπουν τις συνεχείς αναζητήσεις του «ορθού» στο δίκαιο και την πολιτική και δεν υποβάλλονται στη διαδικασία της «δοκιμής» και «πλάνης»—, οδηγούν, νομοτελειακά, στην κοινωνικοπολιτική πόλωση και στη δομική ενδοκομματική αμφισβήτηση.

β. Η διακομματική

1. Στη μετωπική αναμέτρηση των κομμάτων σημαίνουσα θέση κατέχει η
πόλωση που αναπτύσσεται μεταξύ τους, η οποία συναντάται, πρωταρχικά, κατά την περίοδο των εκλογικών αναμετρήσεων. Το ζήτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι η αναζήτηση της εκδοχής του μη απευκταίου της πόλωσης. Η τεκμηριωμένη αποδόμηση των προγραμματικών προτάσεων του αντιπάλου και η παράλληλη προβολή των αντίστοιχων θέσεων του αμφισβητία —που μπορεί να ασκηθεί ακόμη και στα πλαίσια δύο απολύτως διακριτών πόλων— συνιστά κατ' ουσίαν συγκρουσιακή πρακτική. Είναι, όμως, μη απευκταία, διότι
αναδεικνύει την πρωταρχική συμβολή των κομμάτων στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης του εκλογικού σώματος, μέσω της πληρέστερης και εναργέστερης προβολής των εκατέρωθεν θέσεων και αντιθέσεων. 
΄Οταν, όμως, οι απόπειρες της ρητορικής ευρηματικότητας των υποψήφιων βουλευτών και της κλιμάκωσης των τόνων της εξαντληθούν και η απειλή της διαμόρφωσης μιας απορριπτικής πλειοψηφίας στο εκλογικό σώμα επιταθεί, τότε κρίνεται απευκταία η στρατηγική της πολιτικής πόλωσης με σκοπό τη βιωσιμότητα ή ανέλιξη του κόμματος στην εξουσία. Διότι, εδράζεται σε παρανοήσεις του εκλογικού σώματος, επίπλαστα διλήμματα και αποστασιοποίηση από κάθε έννοια
πολιτικού πολιτισμού. Παράλληλα, αποπροσανατολίζει τον «πολιτικό εντολέα» του από την ουσία και τα πραγματικά δεδομένα της εκλογικής αναμέτρησης, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομική φύση του δικαιώματος της ψήφου του ως
δημόσιο λειτούργημα.

2. Μη απευκταία εκτιμάται και η ενδοκομματική πόλωση, ως ακραία εκδοχή απέναντι στις ενδελεχείς αμφισβητήσεις, που εδράζονται στον ελεύθερο και κάτω
από ίσες προϋποθέσεις ασκούμενο ανταγωνισμό∙ ιδίως, όταν εντάσσεται στα πλαίσια της δημοκρατικής οργάνωσης του κόμματος, επιτελώντας τη λειτουργία της ενδοκομματικής ανανέωσης νομιμοποιημένης από τους συσχετισμούς των κοινωνικών δυνάμεων.

γ. Η ενδοκοινοβουλευτική

1.Η πολιτική πόλωση, που ανάγεται χρονικά στην περίοδο της «νέας μεταπολίτευσης», ταυτίσθηκε με τον διαχωρισμό  του πολιτικού συστήματος σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Ειδικότερα, η μακροχρόνια κρίση εμπιστοσύνης στους εδραιωτές της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, σε συνδυασμό με την εμφάνιση της κομματικής ρευστότητας, δημιούργησαν ευκαιρίες ενίσχυσης μορφωμάτων ακραίων πολιτικών αντιλήψεων και παράλληλα ανέδειξαν πρακτικές διαμελισμού του κεντρώου πολιτικού χώρου.

2. ΄Ηδη, οι δυνάμεις του πολιτικού Κέντρου κινδυνεύουν να απολέσουν την ικανότητα της ενδοκοινοβουλευτικής επιβίωσης και του επηρεασμού των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων λόγω της αδυναμίας τους να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τις ασύμβατες προς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος
πρακτικές της τρέχουσας συγκυβέρνησης.
Παρότι, ο κύκλος των μνημονίων έκλεισε τυπικά, ωστόσο οι συνεπαγωγές
τους εξακολουθούν να τροφοδοτούν με επιχειρήματα τη λίστα των «πρόθυμων» βουλευτών του κεντρώου πολιτικού χώρου ή να ενισχύουν το δέλεαρ των πολιτικών παροχών, προκειμένου να μεταστεγασθούν  —υπό το κράτος του πολιτικού αδιεξόδου τους— στους σχηματισμούς του νέου δικομματισμού, για να διασωθούν πολιτικά∙ και τούτο, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει το αναγκαίο κοινωνικό αντίκρισμα (= νομιμοποίηση) των επιλογών τους. Οι ανωτέρω εξελίξεις στο χώρο του πολιτικού Κέντρου καθίστανται πρόδηλες, όταν τα δημοσκοπικά ευρήματα καταγράφουν το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας ενός από τα κόμματα εξουσίας. Με συνέπεια, ως καλύτερη προοπτική για την επιβίωση των κομμάτων του εν λόγω πολιτικού χώρου, να διαφαίνεται η λειτουργία τους στη διάσταση της συμπληρωματικής συνιστώσας των πρωταγωνιστών του νέου δικομματισμού, που αποσκοπεί στη διαμόρφωση βιώσιμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
 
3. Η άκρα Δεξιά, εξάλλου, εκμεταλλευόμενη τις υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις και τις εκπροσωπήσεις τους στο ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, αντιτάσσει, κατά κόρον, έναν ανεξέλεγκτο και ανερμάτιστο πολιτικό λόγο που προσιδιάζει στο ύφος και ήθος των κοινωνικοπολιτικών ιδεοληψιών της, χωρίς όμως, να εδράζεται και στο απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο, προκειμένου να χαρακτηρισθεί εκ του ασφαλούς ως πολιτική συμπύκνωσή του. Παράλληλα, επιδεικνύει έναν άκρατο λαϊκισμό —στη διάσταση του salus populi από τον κοινωνικοοικονομικό και διεθνικό όλεθρο— για την επικάλυψη των επίδικων παραμέτρων της πραγματικής ταυτότητάς της.
Συνεπώς, η συνεχής παρουσία της στο αντιπροσωπευτικό σώμα —κατά τη διάρκεια της κρίσης— μόνον ως «αυτοκαταστροφική» εκδοχή της «ψήφου διαμαρτυρίας» μπορεί να ερμηνευτεί. Ενώ, η τυχόν υπόθαλψη ή ο αποπροσανατολισμός από τα προβλήματα που δημιουργεί η βιωσιμότητά της, με σκοπό την ενίσχυση αλλότριων κομματικών συμφερόντων, συντελεί αδιαμφισβήτητα, στην υπονόμευση των δομών του δημοκρατικού πολιτεύματος.

*Ο Σίμος Μηναΐδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Νομικής Δ.Π.Θ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.