H φανουροπιτα της γιαγιας

Short story

Τη φανουρόπιτα της γιαγιάς την περιμέναμε όλο τον χρόνο. Πρώτον, επειδή μας άφηνε να συμμετέχουμε στη διαδικασία παρασκευής της: να συγκεντρώνουμε τα υλικά από τα ράφια της κουζίνας, από τα σπίτια των γειτόνων ή, ως έσχατη λύση, απ’ το μπακάλικο, ζάχαρη, σπορέλαιο, πορτοκάλι και τα λοιπά, να τα μετράμε ξανά και ξανά, εφτά έπρεπε να είναι, ούτε ένα λιγότερο ή περισσότερο, να τα προσθέτουμε στη σειρά που όριζε η γιαγιά και να τα ανακατεύουμε με τον σωστό ρυθμό, να προσέχουμε το ψήσιμό της στο αλουμινένιο ηλεκτρικό φουρνάκι από το στρογγυλό γυάλινο μέρος που είχε στο καπάκι γι’ αυτόν τον σκοπό. Κι έπειτα, να τη βοηθήσουμε να κουβαλήσει το ταψί στην εκκλησία, να το διαβάσει ο παπάς, κι αφού γυρίσουμε στο σπίτι, να μοιράσουμε κομμάτια στη γειτονιά και να δοκιμάσουμε επιτέλους το δικό μας. Και φυσικά η αναμονή της νύχτας, όταν με το κομματάκι της φανουρόπιτας προσεκτικά τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο κάτω από το μαξιλάρι, ο Άγιος θα μας έδειχνε στον ύπνο μας ό,τι ζητούσαμε.

Ο δεύτερος λόγος της εναγώνιας αναμονής μας ήταν ότι η γιαγιά αρνούνταν με πείσμα παιδιού να φτιάξει φανουρόπιτα σε άλλη μέρα του χρόνου, πέρα απ’ την παραμονή της γιορτής, τέλος Αυγούστου. «Έτσι το βρήκαμε, έτσι το κάνουμε». Στην αρχή τουλάχιστον αυτό. Γιατί όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και πιο συχνά ενέδιδε σε δοσοληψίες με τον Άγιο, μια την καλή της τη μαντίλα να της βρει, αυτήν που της την είχε στείλει ο γιος απ’ τα καράβια, την άλλη μια φωτογραφία ασπρόμαυρη, άνω κάτω είχε κάνει το σπίτι, άφαντη η φωτογραφία, εκείνη που ήταν στη μέση η ίδια, δεξιά κι αριστερά οι κόρες της, χρόνια πεθαμένες, στο πλάι ο ξενιτεμένος θείος κι η μάνα μου μωρό στην αγκαλιά της. Κι όσο συχνότερα ξεχνούσε, τόσο πιο πολλές φανουρόπιτες έκανε, μέχρι που άρχισε να ξεχνάει τα υλικά, άνοιγε το μπλε τετράδιο με τις συνταγές απ’ την πατρίδα και ξεκινούσε να υπαγορεύει συλλαβιστά στον εαυτό της την εκτέλεση. Μέχρι που το ’χασε κι αυτό. Στο τέλος, ξεχνούσε πια και τι είχε ζητήσει απ’ τον Άγιο να της φανερώσει. «Φανέρωσέ με ό,τι θες», την άκουσα να λέει μια φορά. «Ό,τι και να με δείξεις, κέρδος είναι».

*O Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος,  μέλος ΕΔΙΠ στο ΤΕΦ/ΔΠΘ και συγγραφέας. Πρόσφατα βιβλία του, η μελέτη «Μετα-γράφοντας την Τέχνη – Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως τόποι δημιουργικής γραφής», με συν-συγγραφέα τη μουσειολόγο-παιδαγωγό Νάγια Δαλακούρα (εκδ. Κλειδάριθμος, υπό έκδοση), η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική, 2018), η ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», (εκδ. Μελάνι, 2018). Το κείμενο αναρτήθηκε στον λογαριασμό του στο fb.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.