Παιδικες αναμνησεις απο την Ξυλαγανη

Του Τάσου Γιοβανούδη

Ξεφυλλίζοντας ένα οικογενειακό κιτρινισμένο άλμπουμ φωτογραφιών, ανακάλυψα την παραπάνω φωτογραφία. Είναι ο αδελφός της μάνας μου, ο θείος Τάσος (Τάσης) Κατραντζής, φορώντας καλοκαιρινό πουτούρι, άσπρο πουκάμισο, κασκέτο στο κεφάλι και δίπλα του η θεία Μαρία.

Αρχές δεκαετίας του πενήντα, στο αλώνι, κοντά στο σπίτι τους, με το ξύλινο φτυάρι στο χέρι, μάλλον λιχνίζουν τη σίκαλη, όπως μαρτυρούν, η κουμούλα (σορός) με τους σπόρους μπροστά και τα όρθια δεμάτια δεξιά τους.

Αναμνήσεις παιδικές ξύπνησαν, πολλές, αξέχαστες, μοναδικές. Όμορφες στιγμές που έζησα κάποια καλοκαίρια στα μικρά μου χρόνια και αργότερα στο εφηβικά και νεανικά, στην όμορφη και νοσταλγική Ξυλαγανή, στο χωριό της μάνας μου, εκεί πάνω στο μπαΐρι, κοντά στα αλώνια, στο σπίτι του μπάτη της (μεγάλου αδελφού), του Τάση.

Λίγο παρακάτω, στη γωνία,  το Δαδακιδέικο. Το σπίτι της χαράς, με τους απίθανους και  μελιστάλακτους, θείο Θοδωρή και θεία Ζήνα. Εκεί ήταν το στέκι μου όλη την ημέρα, είχε παιδιά, τις ξαδέλφες μου. Από το πρωί μέχρι το βράδυ παιχνίδι στις σκιές του κήπου με τις αμυγδαλιές, πίσω από τον αχυρώνα,  παρέα με τη συνομήλικη ξαδέλφη μου τη Χριστίνα και τα παιδιά της γειτονιάς.

Δύο καλοκαίρια, με το Δαδακιδέικο κάρο, σκεπασμένο με όμορφα στρωσίδια, φθάσαμε στη θάλασσα του Ιμαρέτ΄, όπου, για ένα ολόκληρο δεκαήμερο, στήσαμε «τσαντίρι». Τσαλαβουτούσαμε μέχρι αργά το βράδυ στα καταγάλανα νερά, μαζεύοντας όμορφα καφετί κοχυλάκια, που περασμένα στην κλωστή, έκαναν θαυμάσια κολιέ για τις μανάδες μας, περιμένοντας τον παγωτατζή με το ποδήλατο. Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αμμουδιά, κάτω από τον έναστρο Αυγουστιάτικο ουρανό.

Κάτω από την κεντρική πλατεία, κοντά στις αποθήκες του συνεταιρισμού, ήταν το παλιό σπίτι του παππού Χρήστου Κατραντζή, όπου νεόκτιστο μετέπειτα φιλοξενούσε το νέο ζευγάρι, το Χρήστο και τη Νούλα.
Ο παππούς ο Χρήστος, όταν η μάνα μου ήλθε επίσκεψη στο Κιλκίς όπου εγκαταστάθηκε, μου είπε ότι μαζί με άλλους Ανατολικορουμελιώτες πατριώτες του, κατατάχθηκαν στον Ελληνικό στρατό και πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους, απ΄ όπου θυμόταν με δέος την τριήμερη τιτανομαχία Κιλκίς-Λαχανά, 19, 20, 21 Ιουνίου 1913, εναντίον των Βουλγάρων, που η νικηφόρα έκβασή της όρισε τα νέα σύνορα της Πατρίδας μας.

Στην κοντινή αλάνα, μπροστά στις αποθήκες του συνεταιρισμού, που αργότερα εγκαταστάθηκε το γυμνάσιο, ατέλειωτες ώρες κλωτσούσαμε τη μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Τα γκολ πολλά, η διαφορά μικρή, το παιχνίδι σχεδόν ποτέ δεν τελείωνε, επειδή για διαφόρους λόγους, υπήρχε αμφισβήτηση φάσεων και γκολ. Δεν υπήρχε νικητής, δινόταν νέο ραντεβού την επόμενη, όπου ήταν σχεδόν σίγουρο ότι και πάλι δεν θα υπήρχε νικητής.

Όταν σταματούσε το ποδόσφαιρο παίρναμε το βαθύ δρόμο, δίπλα και μέσα στην χαράδρα, περνούσαμε μπροστά από το σπιτάκι με τον ταύρο, ρίχνοντας λοξές ματιές, χαμογελώντας πονηρά, όπου περίμενε συνήθως κάποιος κρατώντας με την τριχιά μια αγελάδα και προχωρούσαμε προς τα καραγάτσια και τον σχολικό αμυγδαλεώνα, για τη συνέχεια των παιχνιδιών, τρώγοντας πικραμύγδαλα και σημαδεύοντας με τις σφενδόνες τα χιλιάδες σπουργίτια στα καραγάτσια.

Σκόρδα παντού Οι αρμαθιές κρεμασμένες στις αστρέχες και στις αποθήκες, δεν μου έκαναν όμως ιδιαίτερη εντύπωση, ήμουν συνηθισμένος από το παρόμοιο θέαμα της Μεσσούνης.

Άλλοτε πάλι, μέχρι τον Ασάρ Τεπέ φθάναμε, με το κάρο του θείου, απ΄ όπου μαζεύαμε με πολύ προσοχή, κουρεύοντας και όχι ξηλώνοντας, το ώριμο, μοναδικό, μυρωδάτο βουνίσιο τσάι, που μόνο εκεί φύτρωνε.
Το πράσινο λεωφορείο αγκομαχούσε στην ανηφόρα του ηρώου προς την Ξυλαγανή, όπου η μάνα μου έκανε το σταυρό της,  όταν περνούσαμε και δόξαζε το Θεό, που ο αδελφός της ο Μιχάλης έμεινε στη Μεσσούνη, κατά την επιστροφή τους από αποστολή με το αντάρτικο σώμα των Ξυλαγανιωτών ηρώων και γλύτωσε από το εγκληματικό φονικό των Βουλγάρων, το 1944.

Την ίδια ανηφόρα, ο αγαπημένος μου ξάδελφος Αριστείδης Κατραντζής, με εμένα στη σκάρα, όταν με μετέφερε με το ποδήλατο,  από τη Μεσσούνη στην Ξυλαγανή και ήταν αδύνατο  να την ανεβεί, έστω και ορθοπεταλιά, σταματούσε και συνέχιζε με τα πόδια, αλλά εγώ πάντα στη σκάρα του ποδηλάτου, να μην κουραστεί ο αγαπημένος του Τασούλης. 

Φύλακας άγγελος και χρηματοδότης μου  ο Αριστείδης, δεν ήθελε τίποτε να μου λείψει. Είχε το ξυλουργείο του, απέναντι από τον μύλο, το σημερινό λαογραφικό μουσείο, όπου πάντα η περιοχή ήταν γεμάτη με βοϊδόκαρα, που περίμεναν  να αλέσουν το σιτάρι τους.

Τί να πρωτοθυμηθώ, το βροντερό γέλιο της απίθανης Δάφνης και τον Κωνσταντίνο Δαδακίδη, με το κουρείο μέσα στο καφενείο στον κεντρικό δρόμο, το ζαχαροπλαστείο απέναντι, τον κινητό και αργότερα σταθερό κινηματογράφο, λίγο παραπέρα, δίπλα στο ρεματάκι;

Δυο τρία χρόνια αργότερα, καταφθάναμε πριν ανατείλει ο ήλιος, με τον αδελφό μου και την πλατφόρμα γεμάτη καρπούζια. Σταματούσαμε για λίγο στα άλλα φιλόξενα ξαδέλφια μας, τα Δουδουλακάκια, είχαν και ένα μικρό καφενείο, στην είσοδο του χωριού, δεξιά.

Καρπούζιαααα, φώναζα όσο δυνατά μπορούσα, ήλθαν της Ντόλης τα παιδιά, έλεγαν οι γυναίκες, φιλενάδες της μάνας μας και η πλατφόρμα άδειαζε, πριν φθάσουμε στα καραγάτσια.
Πολλές οι φιλίες και  αργότερα, στα εφηβικά και νεανικά μας σκιρτήματα, κυρίως συμμαθητές, συμμαθήτριες, στα αλησμόνητα γυμνασιακά μας χρόνια.

Τα χρόνια πέρασαν, γέρνει η ζωή σιγά σιγά, θόλωσαν αλλά δεν ξεχάστηκαν οι φυσιογνωμίες των παιδικών  φίλων, παραμένει σταθερή η επικοινωνία με τους συγγενείς. Αγνώριστα τα παιδικά μας στέκια, χάθηκαν οι αλάνες, τα αλώνια, οι χαράδρες έγιναν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, ξεράθηκαν τα καραγάτσια, έσβησε ο σχολικός αμυγδαλεώνας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.