Η Ελλαδα και οι χρυσες της γεφυρες

Της Μαρίνας Γ. Παυλίδου*

«Φτιάξε μια χρυσή γέφυρα, για να μπορέσει να περάσει ο εχθρός σου, υποχωρώντας…» (Η τέχνη του πολέμου, Σουν Τζου).

Με αυτήν την ορθή λογική κινούμενη, κάνοντας στρατηγικές διπλωματικές κινήσεις, προσεκτικές κι αθόρυβες, η Ελλάδα κατάφερε, χωρίς λεονταρισμούς, αλλά με τακτικισμό να αιφνιδιάσει την Τουρκία και να οδηγήσει τον παραπαίοντα ηγέτη της, σε απονενοημένα διαβήματα, που ο ίδιος νόμιζε ότι απόσωνε και θα κατάφερνε να επιβιώσει στην εκλογική αρένα.

Η διπλωματία χτίζεται πάνω σε σχέσεις εμπιστοσύνης. Κι ένας ηγέτης μιας Χώρας, όπως η Τουρκία, που ξέρουμε ήδη ότι είναι ικανός για όλα, ακόμη και για να χρησιμοποιήσει ένα πραξικόπημα, να δημιουργήσει αποδιοπομπαίους τράγους από το πουθενά, να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα, προσβάλλοντας ολόκληρο το Χριστιανικό Κόσμο και αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά, ότι δεν υπάρχει για τον ίδιο κανένα διεθνές δίκαιο και ότι οι διεθνείς συμφωνίες δεν σημαίνουν τίποτε μέχρι να τις παραβιάσει, δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης. Πώς θα έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσει το παράλογο η Κυβέρνηση;

Όπως ακριβώς έπραξε. Βρίσκοντας συμμάχους και χρησιμοποιώντας ένα πανίσχυρο όπλο που ο αντίπαλος σνόμπαρε, το διεθνές δίκαιο. Κάτω από την ομπρέλα του διεθνούς δικαίου, βρίσκονται τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών που έχουν συνυπογράψει μία διεθνή συμφωνία και αποτελεί το ζύγι, την πυξίδα για την επίλυση όλων των διαφορών.

Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα, υπέγραψε αρχικά τη συμφωνία με την Ιταλία. Και τώρα με την Αίγυπτο. Μα, γιατί όμως, πείραξε την Τουρκία τόσο πολύ η συμφωνία με την Αίγυπτο, που φάνηκε να εκδίδει νέα navtex, εξαιτίας της;

Καταρχάς, η Τουρκία εδώ και πολύ καιρό προσπαθεί να βρει δεκανίκια και συνεχίζει ακάθεκτη παντοιοτρόπως τις προκλήσεις της. Υπέγραψε το ανύπαρκτο και παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, σαν μια παραφωνία στην παγκόσμια κοινότητα, αγνοώντας βασικούς κανόνες διεθνούς δικαίου. Για να γίνει κατανοητό αυτό, πρέπει να τονιστεί το εξής: Οι διεθνείς συνθήκες που περιχαρακώνουν και ορίζουν τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, είναι οι Συνθήκες της Γενεύης (1958) περί Αιγιαλίτιδας Ζώνης και Συνορεύουσας Ζώνης, περί Ανοικτής Θαλάσσης, περί υφαλοκρηπίδας, περί αλιείας και προστασίας των βιολογικών πόρων της Ανοικτής Θάλασσας και φυσικά, η κορωνίδα, η Σύμβαση των ΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας (1982), οι όροι της οποίας επικυρώθηκαν κι υπερτονίστηκαν ουσιαστικά με το τελευταίο ψήφισμα του ΟΗΕ για τους Ωκεανούς και το Δίκαιο της Θάλασσας, το Δεκέμβριο του 2019, δηλαδή ούτε έναν χρόνο πριν. Μάλιστα, το ψήφισμα υπερψηφίστηκε με 135 ψήφους με τη μόνη χώρα να το καταψηφίζει την Τουρκία, επιδεικνύοντας και πάλι μία συμπεριφορά αλαζόνα  και μοναχικού καβαλάρη. Η συμφωνία με τη Λιβύη ήταν μία συμφωνία μεταξύ αποκλειστικά δύο κρατών, που ήρθαν μόνο σε μεταξύ τους συνεννόηση, για να μοιράσουν κάτι που δεν ήταν καν δικό τους και με δικούς τους κανόνες. Δεν θα μπορούσε μία τέτοια συμφωνία να έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια κοινότητα.

Υπογράφοντας η Ελλάδα την ιδιαίτερα σημαντική συμφωνία με την Αίγυπτο κατάφερε τέσσερα συν ένα πολύ ουσιώδη θέματα: Πρώτον, αποτελεί μία συμφωνία πλήρως εναρμονισμένη με το Διεθνές Δίκαιο, που βασίζεται σε όρους αναγνωρισμένους διεθνώς και από την πλειονότητα των κρατών παγκοσμίως, με εξαίρεση μερικές παραφωνίες, όπως η Τουρκία, δεύτερον, επικυρώνει και σε ακόμη μία συμφωνία το ήδη πανθομολούμενο με διεθνείς συνθήκες κι εμπράκτως, δηλ. το δικαίωμα και την επήρεια των ελληνικών νησιών σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και σε υφαλοκρηπίδα, τρίτον, ακυρώνει στην ουσία του το ανύπαρκτο τουρκολιβυκό σύμφωνο, μάλιστα, πριν προλάβει να πρωτοκολληθεί και δημοσιοποιηθεί στον ΟΗΕ ως διεθνής συμφωνία και τέταρτον, και πιο σημαντικό, δημιουργεί μαζί με τη συμφωνηθείσα διμερή συμφωνία με την Ιταλία, ακόμη μία νομικώς αποδεκτή εν τοις πράγμασι αλλά και τύποις κατάσταση ως προς την οριοθέτηση τν θαλασσίων ζωνών μεταξύ, μην το ξεχνάμε κι αυτό, ενός από τα ισχυρότερα μουσουλμανικά κράτη και της Ελλάδας, ενός κράτους- μέλους της Ε.Ε. Ενώ, δηλαδή, ο Ερντογάν με την ασκούμενη ως τώρα πολιτική του και τις επιλογές του, να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί και τη συνεχόμενη αυξημένη προκλητικότητα στα όρια του σκοινιού, απομακρύνει τη χώρα του από τη Δύση, η Ελλάδα με αυτή τη συμφωνία αποδεικνύει ότι ως πέμπτον, ότι η διπλωματία και η συνεννόηση είναι επωφελέστερη από μία πολιτική της λογικής «τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου».

Σίγουρα μία συμφωνία έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Και σίγουρα, στην Ελλάδα δεν λείπουν οι δεύτερες φωνές αντιπολίτευσης που ήρθαν να κρίνουν τη συμφωνία μεταγενεστέρως και να ψάξουν με το κόσκινο, τα σημεία που δεν εξυπηρετούν. Η διαπραγμάτευση είναι μία ζωντανή διαδικασία, σαν ένα παιχνίδι, που το ζητούμενο, κάποιες φορές, αν δεν μπορείς να νικήσεις απόλυτα και κάθετα, σε μια λογική άσπρου – μαύρου, οδηγείσαι στην τακτική της ισορροπίας, και φυσικά, της ισοπαλίας. Είναι αυτό που ονομάζουν win – win situation, και στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει στην ουσία κάτι αρνητικό. Η παράλειψη αναφοράς σε κάτι δεν σημαίνει ότι το παραδίδεις αμαχητί, αλλά ότι όταν θα χρειαστεί να κριθεί και αυτό θα παραπέμψεις στο γενικό κανόνα, που δεν είναι άλλος και πάλι από τις διεθνείς συνθήκες και το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως και σε ένα απλό ιδιωτικό συμφωνητικό. Η παράλειψη αναφοράς εξειδικευμένου όρου παραπέμπει στην εφαρμογή των γενικών κανόνων.

Το σίγουρο είναι ότι η Τουρκία βρέθηκε εγκλωβισμένη και συνεχίζοντας την τακτική της στο Αιγαίο, προσβάλλοντας κυρίως την Ελλάδα και εντεύθεν τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, ήδη υπόκειται τις έμμεσες κυρώσεις, με την τούρκικη λίρα να καταρρέει και την αγοραστική δύναμη των Τούρκων να απομειώνεται δραματικά. Μέσα στην αγωνία του ο Ερντογάν να «προασπίσει» τα υποτιθέμενα δικαιώματα του στο Αιγαίο βάζει εντελώς στην άκρη και δεν ασχολείται καθόλου με την υγειονομική κρίση στη Χώρα του, την εξελισσόμενη πανδημία, αδιαφορώντας πλήρως για την υγεία των πολιτών του, ενώ οι επιστήμονες στην Τουρκία κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Ας μην ξεχνάμε ότι τέλη Σεπτέμβρη, θα συζητηθεί σε ειδική συνεδρία της Συνόδου Κορυφής των ευρωπαίων ηγετών το θέμα των διαρκώς κλιμακούμενων από μεριάς της Τουρκίας ελληνοτουρκικών σχέσεων, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να αναγάγει και να διευρύνει ως θέμα σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, μέσα από διαρκείς επιτυχημένες παρεμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία πρέπει να υποστεί και τις οικονομικές κυρώσεις από μεριάς της Ε.Ε. , ώστε να καταλάβει, αυτό που καταλαβαίνουν και παιδιά, ότι οι πράξεις μας έχουν συνέπειες και το όχι σημαίνει όχι.

Η κυβέρνηση με μια δομημένη στρατηγική φτιάνει χρυσές γέφυρες υποχώρησης της Τουρκίας και υπερνίκησης των συμφερόντων της Ελλάδας, καταφέρνοντας για πρώτη φορά, να έχουμε σχέδιο, να έχουμε εξωτερική πολιτική με δομή και γνώση και το κυριότερο, να ξέρουμε ποιο είναι το διεκδικούμενο και ποιο το αιτούμενο επί των εθνικών μας συμφερόντων. Όλα τα άλλα, κατά τη γράφουσα, είναι φωνές – αντίλαλοι.

*Η Μαρίνα Γ. Παυλίδου είναι Δικηγόρος και πολιτευτής της ΝΔ στην Ξάνθη

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.