Καρπουζι με φετα

Του καλοκαιριού... Short Stories

Για χρόνια πολλά, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, το καλοκαίρι είχε τη γεύση από καρπούζι με φέτα, και βυσσινάδα της μαμάς, αυτήν που πίνεις τον χυμό κι έπειτα με κουτάλι τρως τα βύσσινα στον πάτο –στην αδερφή μου άρεσε πιο πολύ το υποβρύχιο μαστίχα Χίου. Ιδρώτα μύριζε το καλοκαίρι, στα λερωμένα ρούχα απ’ την μπάλα –μπακότερμα συνήθως παίζαμε στη γειτονιά, δεν έβγαιναν οι παίχτες– στο πεζοδρόμιο δίπλα τα κορίτσια πηδούσαν λάστιχο ή ρίχναν κοκκαλάκια. Το καλοκαίρι είχε τον ήχο απ’ τις φωνές της τσακαλοπαρέας, Νίκος, Κώστας, Μάκης, Μαριάννα, οι δύο  Νεκταρίες, στα παγκάκια της Ρέμβης –μαλώναμε κάθε φορά ποιος θα πρωτοκαθίσει δίπλα σε ποιον και ποιος θα μείνει όρθιος. Παιχνίδι μέχρι λιποθυμίας απ’ τη δίψα στα χορταράκια –έτσι ονομάζαμε μια πράσινη μακρόστενη νησίδα ανάμεσα στους δρόμους που έβγαζαν κι έμπαζαν στην πόλη, πάνω ακριβώς από τον μπαζωμένο ποταμό της. Το καλοκαίρι ήταν φτιαγμένο με παγωτά απ’ το περίπτερο της Μεταξίας –μίνι γρανίτα πορτοκάλι «Αγνό», σπάνια σάντουιτς ή Μάγκνουμ πύραυλο, γκαζόζα απ’ του κυρ-Νίκου το μπακάλικο, κάρτες υπερατού, Duran Duran και Simple Minds στη διαπασών στο κασετόφωνο του Γιάννη –φίλου ακριβού απ’ την Αθήνα που ’μενε τον Ιούλιο με τη γιαγιά του στην Κομοτηνή, χορευτικές φιγούρες με την Ειρήνη, τη μικρή του αδερφή, και τ’ άλλα κορίτσια, τραγούδια που συνόδευε ο Θάνος στην κιθάρα, μια λέξη, ένα τυχαίο άγγιγμα που σε κρατούσαν ξάγρυπνο, φτηνό άρωμα χύμα, αναμιγμένο με το γιασεμί που άνθιζε μες στην αυλή της θείας Φιλίτσας– κι όλη τη νύχτα θα μοσχοβολούσε το δωμάτιο άρωμα κοριτσίστικο και γιασεμί, με μια κασέτα συντροφιά στο Walkman, mixtape ξένα-ελληνικά. Τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές και τον χειμώνα, κλεισμένοι στην κουζίνα του σπιτιού, μας γλυκοζέσταινε, κι από τη σόμπα πιο πολύ, η θύμηση από το καλοκαίρι που ’χε περάσει κι η αδημονία αυτού που ερχόταν. Μας κρυφοέτρεφε η παράδοξη ελπίδα όλα ν’ αλλάξουν σύντομα κι όλα, με κάποιον τρόπο, ίδια να παραμείνουν.

Γυρνούσα χτες από το πατρικό μου –μένει η αδερφή μου τώρα εκεί. Σουρούπωνε. Οι δρόμοι άδειοι από παιδιά. Τα χορταράκια ερημονήσι σε θάλασσα από αυτοκίνητα. Σπασμένα ξύλα στα παγκάκια. Όλα αναλλοίωτα, μα τόσο αλλιώς, που ξένα μοιάζαν. Για μια στιγμή, έξω απ’ το ρημαγμένο σπίτι της θείας Φιλίτσας, η μυρωδιά του γιασεμιού, που ’ξερα εδώ και χρόνια ξεραμένο, μου ’σπασε τα ρουθούνια. Κοκκίνισε το στόμα μου από βύσσινα. Τα μάτια μου βαρύνανε απ’ το ξενύχτι. Κι έπειτα σα ν’ ακούστηκε η αρχή από το «Don’t you forget about me» κι ένιωσα μες στο χέρι μου το χέρι της Ειρήνης –πρόπερσι τα Χριστούγεννα μάθαμε πως σκοτώθηκε στο εξωτερικό. Στα μάτια με κοιτούσε γελαστή όπως πάντα. Ήθελε να χορέψουμε ξανά έναν χορό. Τον τελευταίο. Που τότε πώς να ξέραμε πως τελευταίος θα ’ταν;

*Ο Σπύρος Κιοσσές κατάγεται από την Κομοτηνή. Διδάσκει, ως Ε.ΔΙ.Π., Νεοελληνική Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.  Είναι συγγραφέας του βιβλίου Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου: Η συμβολή της αφηγηματολογίας (Κριτική, Αθήνα 2018) και της ποιητικής συλλογής Το κάτω κάτω της γραφής (Μελάνι, Αθήνα 2018). Επιστημονικά, κριτικά και λογοτεχνικά δημοσιεύματά του έχουν φιλοξενηθεί στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.