Ενα χερι

Του καλοκαιριού... Short Stories

Ο πιο καυτός Αύγουστος των τελευταίων ετών, μουρμούριζαν όλοι. Καρφί δεν της καιγόταν. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Χάζευε δυο μύγες που πετάριζαν κάτω από τον ξεχαρβαλωμένο ανεμιστήρα και ζήλεψε στιγμιαία την ενοχλητική ανεμελιά τους. Ύστερα, κούνησε το χέρι να τις απομακρύνει από κοντά της και έμεινε να κοιτά τον σκασμένο σοβά στον τοίχο.

Δεν είχε σημασία που ζούσε στο υγρό τριάρι του πρώτου. Δεν την πείραζε που τα παντζούρια φράκαραν απ’ τη σκουριά. Κανένα πρόβλημα με το ασανσέρ που ήταν μονίμως χαλασμένο και οι ένοικοι γκρίνιαζαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στους κοινόχρηστους. Όλα ήταν καλά, μπορούσε να αντέξει τα ίδια και τα ίδια να συμβαίνουν από το πρωί μέχρι το επόμενο σούρουπο που οι θορυβώδεις μεσήλικες κλειδωνόντουσαν επιτέλους στα σπίτια τους. Μπορούσε να ακούσει τα κλειδιά να γυρνούν και δυο και τρεις φορές απανωτά. Θα ’φταιγε που η εξώπορτα της εισόδου μετρούσε χαλασμένη κάπου τρεις μήνες τώρα.

Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει για τα καλά. Ο διπλανός ένοικος ροχάλιζε. Ροχάλιζε με όλο του το είναι. Θα ήταν ο μεγαλύτερος εραστής του κόσμου, αν έκανε έρωτα με το ίδιο πάθος, σκέφτηκε και χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου. Ακόμη χρησιμοποιούσε ραδιόφωνο και ας προτιμούσαν όλοι οι άλλοι συνομήλικοί της κινητά και υπολογιστές. Μικρό, παλιό, σπασμένη κεραία μα πάντα αποτελεσματικό. Το ροχαλητό έφτανε καθαρότερα τώρα στ’ αυτιά της. Ξάπλωσε στον μικρό καναπέ. Δίπλα στο ντουβάρι. Με λίγη καλή προσπάθεια, εκτός απ’ το ροχαλητό του, μπορούσε να νιώσει και το χέρι του γύρω της. Δεν ήταν καμιά μη μου άπτου. Δεν χαμπάριαζε από ροχαλητά, από τρίχες στην πλάτη, αβούρτσιστα δόντια και λιπαρά μαλλιά.

Δεν την ένοιαζαν τα φράγκα που ’χε ένας τύπος στην τσέπη του, οι αβροί του τρόποι, το αν είχε δουλειά ή την έβγαζε δύσκολα. Ένα χέρι ήθελε που να πάρει. Ένα χέρι να ’ναι βαρύ, προστατευτικό ή μάλλον όχι, ούτε αυτό. Δεν ήθελε προστάτη. Δεν έψαχνε για μπαμπά, δεν αποζητούσε ένα τυχαίο χάδι, ένα φευγάτο πήδημα, ψεύτικες λέξεις βαλμένες στη σειρά.

«Έναν άνθρωπο ρε παιδιά. Έναν άνθρωπο ψάχνω», έλεγε πάντα, με τα ανήσυχα μάτια της να ψάχνουν στο κοπάδι του δρόμου. Έσμιγε με το πλήθος, χωνόταν ανάμεσά τους και άπλωνε τα χέρια της. Έναν άνθρωπο. Από σάρκα κι αίμα και μυαλό. Μυαλό καλό. Πραγματικό. Όχι σαν αυτά τα τάχα και δήθεν, όχι σαν αυτά με τις μάρκες, τις λεζάντες και τα φωτορυθμικά. Έναν άνθρωπο που να την έβγαζε ωραία. Που να χαμογελούσε και να ήξερε. Πως δεν ψάχνει κάτι σπουδαίο. Πως δεν αναλώνεται στα ψέματα, πως δεν την νοιάζει που φυτοζωεί, που έχει τους φίκους  και τα πλαστικά σωσίβια να συνομιλεί.

Έναν άνθρωπο ήθελε που θα περπατούσαν πλάι πλάι μέσα στον κόσμο χωρίς να τους απασχολούν τα καθημερινά. Που όλες οι επίγειες ανάγκες τους θα ήταν έτσι κι αλλιώς τακτοποιημένες. Που θα γέμιζαν τις ώρες τους ήσυχα, γνωρίζοντας από πάντα τα πάντα. Που θα ξάπλωναν στα μωσαϊκά, τα πλακάκια και τα παρκέ, και μόνο θα αγγίζονταν πού και πού. Και που τό ’να τους χέρι θα ’ταν αρκετό και για τα απλά και για τα βαριά και για τα δύσκολα. Που θα αποσιωπούσαν μοναδικά κι οι δυο, πόσο είναι φθαρτοί και πόσο μάταια θα ήταν ακόμη κι αν τους περίσσευαν στιγμές, αν είχαν την πολυτέλεια μέσα στα χρόνια να τα ζήσουν όλα.

Της την έδινε η λήθη που τους περίμενε. Όπως της την έδινε ο δεκαπενταύγουστος. Πώς θα ’ταν άραγε ο μήνας δίχως αυτόν; Χωρίς μια γιορτή που τον διχοτομεί και τον κόβει στη μέση; Χωρίς να χρειάζεται να τρέχει σε εκδρομές ή να μυρίζει την αδιάντροπη μοναξιά της μέσα στην πόλη;

Ο διπλανός στο μεταξύ, σταμάτησε να ροχαλίζει. Τον άκουσε που βγήκε να καπνίσει τσιγάρο στο μπαλκόνι. Γύρισε το κουμπί στο off και πετάχτηκε πάνω.

Δεν βαριέσαι, τόσος καιρός ήταν πολύς. Σύρθηκε κάτω απ’ το χαλασμένο παντζούρι. Έκανε να σκύψει απ’ το διαχωριστικό.

―Φίλε, έχεις ένα τσιγάρο;, ρώτησε πριν τους βρει το χάραμα.

―Ναι, μισό, απάντησε και τον είδε να ψάχνει στην τσέπη του.

Έβγαλε μια κασετίνα και την έσπρωξε στο μέρος της. Την κοίταξε ήρεμα και έπειτα είδε το ένα μανίκι του που κρέμονταν πλάι του κενό.

—Ροχαλίζεις ωραία το βράδυ, του είπε σοβαρά.

Ο τύπος την κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα γέλασε.

―Κερνάω καφέ. Έρχεσαι;, τη ρώτησε.

Σκαρφάλωσε το διαχωριστικό και πήδηξε στο μπαλκόνι του. Με την άκρη του ποδιού της έσυρε κοντά το σωσίβιο με τον ιππόκαμπο. Άμα τους έπιανε η ζέστη, μπορεί να γέμιζαν καμιά λεκάνη, κάνα κουβά στο μπαλκόνι, ποιος ξέρει.

Ήταν ένα ωραίο χάραμα. Τα φουγάρα κάπνιζαν, όσοι εργάζονταν ακόμη έτρεχαν να προλάβουν, τα σκουπιδιάρικα φάνηκαν στους δρόμους. Σε λίγο και οι τελευταίοι θα εγκατέλειπαν για λίγη θάλασσα την πόλη.

Το ασανσέρ ήταν ακόμη χαλασμένο κι αυτή ξάπλωνε πλάι του. Έψαξε με τα δάχτυλά της τα μαλλιά του. Μύρισε τον καπνό στην ανάσα του. Ο ανεμιστήρας σίγουρα θα στριφογύριζε στο ταβάνι της ακόμη. Ο τύπος βόλεψε το χέρι του στη μέση της και σε λίγο άκουσε το γνώριμο ροχαλητό του.

*Η Φωτεινή Ναούμ γεννήθηκε στην Κομοτηνή, όπου ζει και εργάζεται. Έχει εκδώσει έξι βιβλία. Το τελευταίο της, Υγρή Πόλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Κατά καιρούς, αρθρογραφεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία έξι χρόνια συντονίζει ομάδες δημιουργικής γραφής και έχει δική της ραδιοφωνική εκπομπή με θέμα το βιβλίο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.