Της Αγιας Ειρηνης Χρυσοβαλαντου

Του καλοκαιριού... Short Stories

Φέτος το καλοκαίρι θα έκλεινε τα έξι η Ειρήνη. Γιορτή και γενέθλια μαζί, τον ίδιο μήνα, μάλιστα μέσα στην ίδια εβδομάδα. Εξ ου και το παρατσούκλι που της κόλλησε ο μπαμπάς λόγω ζωδίου. Από την ημέρα που γεννήθηκε ήταν το λιονταράκι του. Την υπεραγαπούσαν καθώς ήταν μοναχοπαίδι και της έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια, φτάνει να ήταν μέσα στις οικονομικές τους δυνατότητες.

Eίχε την ατυχία να γεννηθεί στα χρόνια της κρίσης. Όπως της εξηγούσαν συχνά πυκνά, η μαμά έμεινε άνεργη κι ο μπαμπάς, που ήταν οικοδόμος, με μεγάλη δυσκολία έβρισκε μεροκάματο. Ο κλάδος της οικοδομής δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Όλες αυτές τις λέξεις η Ρηνούλα δεν τις καταλάβαινε, κρίση, ανεργία, περικοπές, πλήγμα, μνημόνια, δανειστές. Οι δύο μόνες λέξεις, που απελπισμένα, τα δύο τελευταία χρόνια που άρχισε να αποκτά συνείδηση, ήθελε να μάθει, να γνωρίσει και να ζήσει, ήταν ΔΙΑΚΟΠΕΣ και ΘΑΛΑΣΣΑ.

Θα πήγαινε τώρα πια στην πρώτη τάξη του μεγάλου σχολείου και όλοι οι συμμαθητές της θα είχαν κάνει μπάνιο στη θάλασσα, εκτός από αυτήν. Τι θα απαντούσε στην καινούρια δασκάλα αν τους ρώταγε πώς πέρασαν το καλοκαίρι; Έτσι, εδώ και μέρες είχε υπαινιχθεί με τον τρόπο της ποιο ήταν το δώρο που ήθελε. Δανείστηκε τα μπρατσάκια από μια φίλη κι όλη τη μέρα έκανε πως κολυμπά μέσα στο σπίτι. Άλλωστε θα γιόρταζε όπως πάντα ονομαστική εορτή και γενέθλια μαζί, για να μην τους βάλει σε περιττά έξοδα. Πάντα έπαιρνε ένα δώρο, ας είχε τουλάχιστον το δικαίωμα να επιλέξει. Ο πατέρας, που το είχε καταλάβει, της υποσχέθηκε μία μεγάλη έκπληξη.

Έφτασε η πολυπόθητη μέρα. Ξύπνησε νωρίς μαζί με τη μαμά –ο μπαμπάς ήταν ήδη στη δουλειά. Πήραν πρωινό και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες. Τους περίμεναν πολλές δουλειές, να συμμαζέψουν το σπίτι, να καθαρίσουν, να μαγειρέψουν το αγαπημένο της φαγητό –παστίτσιο με μπόλικη χειροποίητη μπεσαμέλ‒, να φτιάξουν την τούρτα, να φουσκώσουν τα μπαλόνια. Ουφφφ… μόνο που τα σκέφτηκε κουράστηκε. Είχε μια υπερένταση από την ανυπομονησία και όλα τής έπεφταν κάτω, έκανε συνέχεια ζημιές.

Η μητέρα ανέλαβε να τ’ αποσώσει όλα μόνη και την έβαλε στον καναπέ να δει παιδικά μέχρι να ηρεμήσει, ώστε να μπορέσουν τουλάχιστον να φτιάξουν την τούρτα μαζί.

Το μεσημέρι ήταν τα πάντα έτοιμα και περίμεναν τον πατέρα να γυρίσει για να αρχίσει το πάρτι. Ήταν πάρτι για τρεις, λόγω των οικονομικών τους δεν είχαν τη δυνατότητα για περισσότερους καλεσμένους. Η αλήθεια είναι πως ήταν ευτυχισμένη, δεν τους άλλαζε με κανέναν και με τίποτε. Ας την κορόιδευε εκείνη η ψηλομύτα συμμαθήτρια, η Μαρίνα, που γιόρταζε λίγες ημέρες πριν από αυτήν. Πάντα έκανε τα πάρτι της σε παιδότοπο καλώντας όλο τον παιδικό σταθμό, γονείς και δασκάλες, και μετά περηφανευόταν για τα δώρα που συγκέντρωσε. Όπως έλεγε κι ο μπαμπάς, αυτή είναι κόρη πολιτικού –άλλη πάστα ανθρώπων. «Αυτοί θα επιβιώσουν κι από πυρηνικό όλεθρο, αυτοί και οι κατσαρίδες. Εσύ είσαι το λιονταράκι μας, η πριγκίπισσά μας,  γι’ αυτό έχεις και τρία ονόματα Ειρήνη-Χρυσοβαλάντω Διαμαντοπούλου. Αν μπορεί, ας σε ξεπεράσει σ’ αυτό η Μαρίνα Μπάμπουρα». Άραγε οι μπάμπουρες είναι τόσο ανθεκτικοί όσο οι κατσαρίδες; Τέλος πάντων, δεν ήταν του παρόντος, θα τα μάθαινε αυτά στο μεγάλο σχολείο.

Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα και μπήκε ο μπαμπάς. Είχε καθυστερήσει τουλάχιστον μία ώρα. Όρμησε στην αγκαλιά του κι ας ήταν τα ρούχα του μέσα στο χώμα. Πήρε τα φιλιά, τα χάδια και τα «χρόνια πολλά», χόρτασε και τον άφησε να πάει να αλλάξει, να πλυθεί.

Έστρωσαν το τραπέζι με τη μαμά και τον περίμεναν. Μόλις κάθισαν άρχισε να τρώει σβέλτα, ενώ σε άλλες συνθήκες θα έκανε μια ώρα να τελειώσει με τους γονείς να την παρακαλάνε. Πριν καλά καλά ολοκληρώσει ο μπαμπάς το φαγητό του, πήγε κι έφερε την τούρτα από το ψυγείο. Βλέπετε μόλις έσβηνε το κεράκι θα έπαιρνε και το δώρο. Άναψαν το νούμερο 6 που στεκόταν στο κέντρο της τούρτας και πάνω στο: «να ζήσεις Ειρήνη…» έκανε φουυυ… τόσο δυνατά που το έξι κόντεψε  να απογειωθεί. Οι γονείς συνέχισαν το τραγούδι και μάλιστα το είπαν δύο φορές για να επιτείνουν την αγωνία της, να της κάνουν καζούρα.

Ο πατέρας κατόπιν σηκώθηκε, την πήρε αγκαλιά και με ύφος σοβαρό της είπε: «Πάμε τώρα στο μπαλκόνι να δεις το δώρο σου, να δεις γιατί άργησα σήμερα». Βγήκαν έξω, κοίταξε αριστερά στον δρόμο, κοίταξε δεξιά, δεν έβλεπε τίποτε τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί ή με φιόγκο. Γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

Εκείνος με τη μητέρα έβαλαν τα γέλια: «Αυτό είναι», της είπαν με μια φωνή, «αυτό το λευκό τροχόσπιτο το νοικιάσαμε για τρεις μέρες να πάμε διακοπές στη θάλασσα». Τι είναι το τροχόσπιτο; Από όσο ήξερε, οι φίλοι της πήγαιναν σε ένα κτήριο που το έλεγαν ξενοδοχείο και ήταν σαν το δεύτερο σπίτι τους για λίγες ημέρες.

Το τροχόσπιτο, της εξήγησαν, είναι κάτι παρόμοιο, ένα κινητό ξενοδοχείο, ένα σπίτι πάνω σε ρόδες. Είναι εξοπλισμένο με ό,τι χρειάζονται για να ζήσουν εκεί τις επόμενες ημέρες. Θα το ζέψουν στο σαραβαλάκι τους και θα το σύρουν σε κάποια παραλία στη Χαλκιδική, θα πηδά από την πόρτα στην αμμουδιά. «Για να καταλάβεις καλύτερα», είπε ο μπαμπάς, «είναι όπως τα σαλιγκάρια ή οι χελώνες που κουβαλούν στην πλάτη το σπίτι τους». Από τη χαρά της τα υπόλοιπα δεν τα άκουσε, συγκράτησε μόνο αυτό με τα σαλιγκάρια και τις χελώνες.

Έτρεξε στο συρτάρι της κουζίνας, έβγαλε έναν οδικό χάρτη που είχε καταχωνιασμένο ο πατέρας και άρχισε να ψάχνει τη Χαλκιδική. Ήταν τόσες οι πόλεις και τα χωριά εκεί πάνω, «δεν ρωτάω καλύτερα», σκέφτηκε. «Μπαμπάκα!», έκανε ναζιάρικα, «πού είναι η Χαλκιδική, πόσο μακριά;». «Θυμάσαι που πηγαίνουμε στη θεία σου, στην Αλεξανδρούπολη», αποκρίθηκε εκείνος, «ε, λοιπόν, δέκα φορές πιο μακριά».

Έτρεξε στο δωμάτιό της κι έκλεισε την πόρτα. Άνοιξε τη βαλίτσα που εδώ και μέρες είχε ετοιμάσει, από τότε που δανείστηκε τα μπρατσάκια –το ήξερε η πονηρή πως ο μπαμπάς δεν θα της χαλούσε και φέτος το χατίρι– κι άρχισε να την αδειάζει. Πέταξε στο πάτωμα τα μπρατσάκια, το κουβαδάκι με το φτυάρι, το μαγιό και όλα τα καλοκαιρινά ρούχα. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και, πατώντας στις μύτες των ποδιών, έφτασε στο πάνω ράφι της ντουλάπας. Κατέβασε δύο πουλόβερ, δύο παντελόνια κοτλέ, τα δύο χοντρά μπουφάν και το μεταλλικό τρίγωνο. Φόρεσε ένα από το καθένα και το δεύτερο το έβαλε στη βαλίτσα. Πήρε το τρίγωνο στο ένα χέρι, τη βαλίτσα στο άλλο και βγήκε στο σαλόνι.

Οι γονείς σάστισαν! «Τι είναι αυτά τώρα, Ειρήνη;», έκανε θυμωμένος ο πατέρας. «Εμείς σου κάνουμε όλα τα χατίρια κι εσύ κάνεις ζαβολιές;», συμπλήρωσε η μαμά. «Ζαβολιές κάνετε εσείς!», ανταπάντησε νευριασμένη κι άρχισε να χτυπά κάτω τα πόδια και το τρίγωνο στον ίδιο ρυθμό, λέγοντας τραγουδιστά: «Μέχρι να φτάσουμε τόσο μακριά, με το σαλιγκάρι ή τη χελώνα που πήγατε και νοικιάσατε, θα είναι Χριστούγεννα. Δεν θα κάνω μπάνιο, τουλάχιστον να πω τα κάλαντα». Από τότε αυτήν την ιστορία λένε οι γονείς στις 28 Ιουλίου και ξεκαρδίζονται όλοι στα πάρτι της.

*Ο Πασχάλης Κατσίκας γεννήθηκε το 1971 στη Γερμανία. Από το 1977 ζει στην Κομοτηνή. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά: «Ποιείν», «Poeticanet», «Εξιτήριον», «Φρέαρ», «Θράκα», «Νότες Λογοτεχνίας», «Λόγω Γραφής», «Φτερά Χήνας», «Fractal», «Χάρτης», «Ιστορίες Μπονζάι (Πλανόδιον)», «Ατέχνως». Στα λογοτεχνικά περιοδικά: Μανδραγόρας (τ.χ. 58/2018 & 60/2019), Οροπέδιο (τ.χ. 22/2019), Λογοτεχνικό Δελτίο (Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης, τ.χ. 3/2019 & 8-9/2020) και στην εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τεταρτημόρια κυκλοφόρησε το 2019 (Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή).
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.