Χακαπικ

Του καλοκαιριού... Short Stories

Η φώκια κείτονταν ακίνητη πάνω στην άμμο. Πλήθος άνθρωποι στέκονταν γύρω της χωρίς να μιλούν. Από μακριά τού φάνηκε ξερή και άκαμπτη. Συμπέρανε πως την είχε ξεβράσει το κύμα πριν από αρκετή ώρα. Θεώρησε τη σιωπή που την κύκλωνε ένδειξη επιθανάτιου σεβασμού.

Την πρώτη φορά που είχε δει φώκια βρισκόταν σε εκδρομική βάρκα. Στύλωνε το βλέμμα του στην επιφάνεια της θάλασσας ελπίζοντας σε κάτι αναπάντεχο, όταν ξεχώρισε τη ράχη της να βγαίνει από το νερό. Ρώτησε συνωμοτικά τον βαρκάρη τι ήταν αυτό.

Τη δεύτερη έκανε ψαροντούφεκο. Κολυμπούσε με τα χτυπημένα ψάρια περασμένα στη ζώνη του, όταν διέκρινε έναν μαύρο όγκο να πλησιάζει από τα ανοιχτά. Ενστικτωδώς πήγε να λύσει τη ζώνη. Ο όγκος μεγάλωσε και χωρίστηκε στα τρία: μια φώκια με τα δύο της μικρά.

Ψαρεύοντας είχε συναντήσει σκυλόψαρο, είχε χαϊδέψει σμέρνες, είχε ταΐσει χελώνες. Είχε δει ως και σαλάχι στη γέννα του –αν και εκ των υστέρων αυτό: το ξεχώρισε μισοθαμμένο στην άμμο, βούτηξε ήρεμα και του έριξε. Τα μικρά του γλίστρησαν ένα ένα από μέσα του και σκορπίστηκαν, καθώς εκείνο σπάραζε καρφωμένο στη βέργα. Τον γοήτευε η κίβδηλη ησυχία του βυθού.

Κολυμπώντας είχε κινδυνεύσει. Είχε πέσει μόνος του σε μια απόμερη ακτή, όταν τον πήρε το ρεύμα και δεν μπορούσε να βγει. Διαπιστώνοντας ότι δεν επρόκειτο να τα καταφέρει, αφέθηκε στη ροή του νερού. Ξανοίχτηκε αρκετά, κολύμπησε έπειτα ημικυκλικά μια πολύ μεγάλη απόσταση και βγήκε. Επιστρέφοντας γυμνός στο σημείο από όπου είχε βουτήξει, πατώντας αγκάθια και πέτρες, σκαρφαλώνοντας βράχια και τσαλαβουτώντας, σκεφτόταν ότι οι πιθανότητες να του ξανασυμβεί κάτι τέτοιο ήταν μηδαμινές.

Λίγο προτού η βουβαμάρα του πλήθους τον τραβήξει στη φώκια, παρατηρούσε από μια προβλήτα ένα ψαροπούλι να κυνηγάει. Κολυμπούσε προσηλωμένο, βουτούσε απότομα στο νερό, πεταγόταν μπροστά σαν σαΐτα. Μάζευε τα ψαράκια. Τα τρόμαζε, τα οδηγούσε στη μέσα πλευρά της προβλήτας όλα μαζί και ορμούσε μετά με δύναμη πάνω στο στριμωγμένο κοπάδι. Καθιστός σ’ ένα πεζούλι λίγο πιο πίσω, ένας γέρος ψευτόπαιζε βιολί. Ήταν, του είπε, ενενήντα έξι ετών. Είχε παίξει σε όλα τα πανηγύρια του τόπου του. Έψαξε στην τσέπη του, βρήκε ένα κέρμα και του το έβαλε στην απλωμένη παλάμη.

Σ’ ένα βίντεο είχε δει φώκιες να σφαγιάζονται στον αρκτικό κύκλο. Οι κυνηγοί πυροβολούσαν πρώτα από μακριά. Σταγόνες αίμα πετάγονταν από όποια πετύχαιναν και πιτσιλούσαν τους πάγους. Η χτυπημένη φώκια σωριαζόταν και σπαρταρούσε. Πλησίαζε τότε ένας κυνηγός κραδαίνοντας το χάκαπικ, το ειδικό ρόπαλο με την αιχμηρή μεταλλική άκρη, και την κοπανούσε κατευθείαν στο κεφάλι. Καθώς την έσερνε καρφωμένη με έναν γάντζο στο πλοίο του, μια παχιά κόκκινη γραμμή μάκραινε πίσω τους μέσα στο κατάλευκο σκηνικό.

Δημιουργώντας μια πρόσκαιρη θολούρα γύρω απ’ τα τρυπημένα σώματα, το αίμα από τις πληγές των ψαριών που χτυπούσε δεν αργούσε καθόλου να διαλυθεί μέσα στο νερό. Συνήθως βιαζόταν να τα τελειώσει. Τα έφερνε στην άκρη της βέργας, τα πίεζε με το ένα χέρι του κόντρα στο ανοιγμένο φτερό της, τους έμπηγε το μαχαίρι με το άλλο. Μετά από αλλεπάλληλες δοκιμές είχε βρει το σημείο ακριβώς: βύθιζε την πριονωτή λάμα πλάγια και κάθετα λίγο πίσω απ’ το μάτι και προς τα πάνω. Το ψάρι κύρτωνε απότομα μια στιγμή και σταματούσε αμέσως να σπαρταράει.

Άλλοτε όμως τα περνούσε στη ζώνη του ζωντανά. Το σπαρτάρισμά τους γύρω απ’ τη μέση του τότε –περιστασιακό και άρρυθμο πάντως– προσέδιδε, ανάλογα με την αντοχή του κάθε ψαριού, πινελιές επιπλέον έντασης στις υποβρύχιες δραστηριότητές του.

Σκεφτόταν καμιά φορά κατεβαίνοντας να τύχαινε, λέει, να βρεθεί αντιμέτωπος με μια σμέρνα πολύ μεγαλύτερη από εκείνον. Να ήταν τεράστια. Το σώμα της, χοντρό και πιτσιλωτό, να χανόταν στο σκοτεινό βάθος. Και να ήταν κρίμα, να μην έπρεπε. Να ήταν λάθος. Να το ένιωθε ως μέσα βαθιά στο στομάχι του, να το μετάνιωνε, να ευχόταν να μην το είχε κάνει, να ευχόταν να μπορούσε να το αντιστρέψει αλλά χωρίς να μπορεί: από τη στιγμή που θα είχε κρατήσει την ανάσα του και θα είχε κατέβει, να ήταν πολύ αργά πια γι’ αυτόν. Η σμέρνα να τον κοιτούσε ακίνητη με τα γουρλωτά μάτια της, έτοιμη. Η σμέρνα να ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε: η σμέρνα θα ορμούσε με τα κοφτερά δόντια της καταπάνω του και θα τον άρπαζε με μανία απ’ τον λαιμό. Και παραδομένος εκείνος μπροστά της μέχρι να ορμήξει, να θρηνούσε για τη ζωή του που θα τέλειωνε εκεί χωρίς να μπορεί ούτε μια τελευταία ανάσα να πάρει, χωρίς να μπορεί καν να σπάσει με τους στεναγμούς και τους θρήνους του την ασφυκτική σιωπή του νερού.

Οι φωνές τον έκαναν να ξανακοιτάξει. Ανάμεσα απ’ το ζωντανεμένο πλήθος, ξεχώρισε τη φώκια να κουνιέται. Οι άνθρωποι χαίρονταν πολύ. Πλησίασε. Η φώκια γύρισε πρώτα ανάσκελα, ύστερα ξαναγύρισε μπρούμυτα, ύστερα ανάσκελα πάλι. Σε οποιαδήποτε κατηφορική αμμουδιά, από μικρός συνήθιζε να ξαπλώνει, να σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και να αφήνεται ύστερα να κατρακυλάει προς το κύμα. Η παρέα του, αν είχε, πάντα τον επευφημούσε: οι μεγάλοι όσο ήταν παιδί, οι συνομήλικοί του αργότερα, οι μικρότεροι τώρα.

Η φώκια είχε μόλις ξυπνήσει. Συχνά έβγαινε, του είπαν, για ύπνο εκεί. Κανείς ποτέ δεν την ενοχλούσε: όσο κοιμόταν, όλοι τηρούσαν ευλαβική ησυχία. Ανάσκελη όπως είχε προτιμήσει να μείνει, την είδε να κουνάει τα μπροστινά της πτερύγια. Την είδε να γέρνει το κεφάλι της στο πλάι, να χαριεντίζεται με το πλήθος, να ανοίγει μια στρογγυλή τρύπα στο κάτω μέρος της κοιλιάς της. Κολυμπώντας κάποτε με μάσκα και πέδιλα, είχε πιάσει με τα χέρια του έναν μεγάλο σαργό. Είχε προσέξει το ψάρι κουρνιασμένο σε μια χαραμάδα και το πλησίασε. Εκείνο άργησε να απομακρυνθεί. Το ακολούθησε. Το πλησίασε ξανά και σχεδόν το ακούμπησε. Δεν ήταν φυσιολογικό. Όταν το ψάρι ανέβηκε και στάθηκε ακίνητο στα μεσόνερα, πήγε ακριβώς από πάνω του, βούτηξε, άνοιξε τις παλάμες του σαν δαγκάνες και το έκλεισε μέσα.

Η φώκια κατούρησε. Από τη διεσταλμένη της τρύπα αμόλησε έναν παχουλό μικρό πίδακα προς τα πάνω. Έβλεπε το κιτρινωπό υγρό να υψώνεται λιγάκι κι ύστερα κυλώντας απ’ την κοιλιά της να χάνεται μέσα στην άμμο. Το πλήθος έπιασε να γελάει. Κάποιοι χτύπησαν παλαμάκια. Άλλοι σφύριξαν κι άλλοι φώναξαν. Μέσα στην οχλοβοή και στη θυμηδία, σαν ν’ άκουσε το βιολί του γέρου. Ασυναίσθητα ψαχούλεψε την τσέπη του. Τη ζώνη του τότε, όπου σπαρταρούσαν ακόμα ψάρια, δεν την είχε λύσει. Η μάνα με τα δύο της μικρά είχαν περάσει γρήγορα από μπροστά του και είχαν χαθεί προς τη βραχώδη ακτή. Η μάνα είχε επιστρέψει. Προβάλλοντας πάλι και πάλι το κεφάλι της πίσω από βράχια, με τα μάτια της ορθάνοιχτα και τα μουστάκια της τεντωμένα μες στο νερό, έμοιαζε να παίζει μαζί του.

Η φώκια τελείωσε το κατούρημα και ξαναγύρισε μπρούμυτα. Σύρθηκε νωχελικά στη θάλασσα, στάθηκε λίγο. Οι άνθρωποι αραίωναν. Την ώρα που ξανοιγόταν, παιδάκια έπεσαν πίσω της στο νερό. Τη φαντάστηκε να κάνει βουτιές στα πολύ βαθιά. Τη φαντάστηκε να κουρνιάζει. Τη φαντάστηκε να κυνηγάει, να πεινάει, να λιάζεται σε κανέναν επίπεδο βράχο. Τη φαντάστηκε να γεννάει τα μικρά της κρυμμένη από ανθρώπους και ζώα και μόνο που δεν τον έπιασαν τα κλάματα γοερά.

*Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967. Είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και υποψήφιος διδάκτορας Δημιουργικής Γραφής στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων Τζάμπα η παράταση (Πατάκης, Αθήνα 2020). Προηγούμενα βιβλία του έχουν συμπεριληφθεί στις βραχείες λίστες των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας (2012 και 2018) και των Λογοτεχνικών Βραβείων των περιοδικών Αναγνώστης (2015 και 2018) και Διαβάζω (2012). Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Αλβανικά και τα Γαλλικά. Επίσης, είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.