Της Αγιας Παρασκευης

Short Stories

«Ξημερώματα της Αγίας Παρασκευής ανοίγουν τα ουράνια. Όπως στα Φώτα. Για μια στιγμή μόνο. Κι ό,τι ζητήσεις, θα γίνει. Αρκεί να το ευχηθείς μ’ όλη σου την ψυχή και να προλάβεις, πριν ξανακλείσουν». Η γιαγιά έπινε τον καφέ της με μια γειτόνισσα και τα λέγανε, όπως κάθε μέρα. Μονολογούσαν, δηλαδή, νέα δεν είχαν και πολλά να πουν, άσε που ήξερε τα πάντα η μία για την άλλη. Μα πιο πολύ έμοιαζε με μονόλογο η συζήτησή τους γιατί στα πάντα συμφωνούσαν. Απαράλλαχτες οι απόψεις, οι βεβαιότητες, οι φόβοι τους, ίδιος ο τρόπος που αντιδρούσαν σ’ ό,τι ζούσαν ή άκουγαν, ακόμη κι οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν ή οι ιστορίες που αφηγούνταν σε κάθε περίσταση. Ένιωθες ότι κατοικούσαν σε έναν πανομοιότυπο μικρόκοσμο, τον ίδιο ίσως, που ήταν παράλληλος με το σύμπαν των άλλων. Η γιαγιά ρουφούσε δυνατά τον καφέ και ταυτόχρονα μαντάριζε κάλτσες με το ξύλινο αβγό της. Καμιά φορά τής το κρύβαμε με την αδερφή μου και παραμονεύαμε τις αντιδράσεις της, που ξέραμε από πριν ποιες θα ήταν. Έκανε άνω κάτω το δωμάτιό της, το μακρόστενο κουζινάκι στο προσφυγικό σπίτι που ζούσαμε, δικό της χώρο δεν είχε, κοιμόταν σ’ ένα μπαουλοντίβανο ανάμεσα στον νεροχύτη και στη μασίνα. Μετά άναβε την καντίλα, έκανε τάμα στον Άγιο Φανούριο κι έπαιρνε ένα αληθινό αβγό για να τελειώσει τη δουλειά της. Ό,τι είχε να κάνει το’ κανε, παραδινόταν ήσυχη σ’ ανώτερές της δυνάμεις.

«Κι ό,τι ζητήσεις τότε, θα γίνει», στριφογύριζαν τα λόγια τής γιαγιάς, δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ, ήταν κι η ζέστη, χαράματα προς είκοσι έξι Ιούλη, Τετάρτη ή Πέμπτη δημοτικού πήγαινα, θα ζητούσα να χαθεί το ποδήλατο του Άκη, πόσο το είχαμε ζηλέψει όλα τα παιδιά στη γειτονιά εκείνο το ποδήλατο, κι αυτός περνούσε επιδεικτικά μπροστά μας, τόσο εκνευριστικός ο Άκης, να χαθεί, λοιπόν, αυτό θα ζητούσα. Δεν θυμάμαι αν ξενύχτησα για να κάνω την ευχή μου ή αν με πήρε τελικά ο ύπνος, πάντως την άλλη μέρα ξεκίνησαν οι μανάδες μας να πάνε στην εκκλησία, εμείς παίζαμε έξω, όταν ξαφνικά συννέφιασε, σκοτείνιασε ο τόπος λες κι ήταν μεσάνυχτα, κι άρχισε να αστράφτει και να φυσάει, και μετά βροχή με το καντάρι, ποτάμια οι δρόμοι, εμείς απ’ την τρομάρα μας ούτε την μπάλα προλάβαμε να μαζέψουμε, τρέξαμε στο σπίτι του Νίκου και καθίσαμε ζαρωμένοι απ’ τις δυνατές βροντές, τον αέρα και το νερό, που ’χε βρει δρόμο να τρυπώσει ανάμεσα απ’ τα κεραμίδια και να μουσκέψει τον μουσαμά στο πάτωμα.

Εκείνο το βράδυ ανέβασα πυρετό. Είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο, είπε η μαμά, λογικό ήταν, ο μπαμπάς έψαχνε ασπιρίνες, η γιαγιά άρχισε τις εντριβές, ένιωθα να ανάβει το σώμα μου, καιγόμουν ολόκληρος, καιγόμουν απ’ τη στιγμή που άκουσα τη μαμά του Νίκου, είχαν γυρίσει απ’ την εκκλησία κι ήρθαν να μας μαζέψουν στα σπίτια μας, με κάτι σπασμένες ομπρέλες κι αδιάβροχα, ό,τι βρήκε η καθεμιά, και λίγο πριν φύγουμε, άκουσα τη μαμά του Νίκου να λέει στη δικιά μου ότι ο Άκης κι ο μπαμπάς του είχαν πάει για ψάρεμα και τους έπιασε το μπουρίνι μέσα στη θάλασσα και δεν είχαν δώσει σημεία ζωής κι η μάνα του, που ήταν ξαδέρφη της μαμάς του Νίκου, έκλαιγε με τις φωνές, «πάει, χάθηκε το παιδί μου», από την ώρα εκείνη ένιωσα να ανάβει μέσα μου μια φλόγα, όπως στο σπίρτο που κρατούσε τώρα η γιαγιά για να ανάψει το οινόπνευμα στα ποτηράκια που είχαμε για τις βεντούζες. «Τι μπουρίνι κι αυτό, χρόνια είχαμε να το ζήσουμε, άνοιξαν οι ουρανοί», άκουσα τη γιαγιά να μουρμουρίζει, κι ήμουν σίγουρος ότι εμένα κοιτούσε, κάτι ήξερε, πάντα η γιαγιά κάτι ήξερε, εγώ μόνο δεν ήξερα αν είχα προλάβει να προσθέσω «το ποδήλατο» στο «να χαθεί» του Άκη.

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ και συγγραφέας. Πρόσφατα βιβλία του, η μελέτη «Μετα-γράφοντας την Τέχνη – Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως τόποι δημιουργικής γραφής», με συν-συγγραφέα τη μουσειολόγο-παιδαγωγό Νάγια Δαλακούρα (εκδ. Κλειδάριθμος, υπό έκδοση), η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική, 2018), η ποιητική συλλογή «Το κάτω κάτω της γραφής», (εκδ. Μελάνι, 2018).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.