«Ο Ταχυδρομος»: Ποσο «σκοταδι» αραγε μπορει να κρυβει η ζωη ενος απλου ταχυδρομου στο ορεινο Ρεθυμνο της δεκαετιας του’ 50;

Γιώργος Παπαδάκης, «Ο Ταχυδρόμος», Εστία, Αθήνα 2018

Είναι δύσκολο να παρουσιάσει κανείς το βραβευμένο ετούτο μυθιστόρημα του Γιώργου Παπαδάκη (Βραβείο Μυθιστορήματος 2019) χωρίς να αποκαλύψει πολλά για τη δραματική του κορύφωση στο τέλος ‒κάτι τέτοιο εξάλλου θα κατέστρεφε τη μαγεία της ανάγνωσης. Εντούτοις, αξίζει η προσπάθεια διότι πράγματι πρόκειται για ένα ξεχωριστό πόνημα που καθηλώνει απόλυτα τον αναγνώστη τόσο από άποψη πλοκής όσο και γλώσσας και επιπλέον καταφέρνει να τον συγκινήσει τα μέγιστα ‒ενδέχεται ακόμη και να δακρύσει καθώς θα φτάνει στο αναπάντεχο τέλος.

Ορεινό Ρέθυμνο λοιπόν, δεκαετία του ’50. Μνήμες πολέμου, μνήμες εμφυλίου και μια συντηρητική κοινωνία στην οποία πνέει πού και πού δειλά δειλά άνεμος αλλαγής. Η πυρηνική οικογένεια στο απόγειο της δόξας της εξακολουθεί να είναι πάνω απ’ όλους και όλα. Ένας ταχυδρόμος, ο Αλέξιος Δαφέρμος, άνθρωπος καλλιεργημένος, ήσυχος και χαμηλών τόνων, αποφασίζει να εκπληρώσει την επιθυμία των γονιών του και να παντρευτεί από συνοικέσιο, κάτι που τότε δεν ήταν ασυνήθιστο, αφού ελάχιστοι νέοι εναντιώνονταν στα κελεύσματα των γονιών τους. Ο γάμος αυτός, το συνοικέσιο που οδήγησε σε αυτόν, η ίδια η τελετή καθεαυτή, αλλά και η εξέλιξή του, αποτελούν τον κεντρικό άξονα του βιβλίου, γύρω από τον οποίον περιστρέφονται οι πιο προσωπικές σκέψεις που κάνει ο ταχυδρόμος, για όλα αυτά τα οποία τα μοιράζεται με τον αναγνώστη. Διότι ουσιαστικά το βιβλίο αυτό, γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αποτελεί τη ματιά του ίδιου του πρωταγωνιστή-ταχυδρόμου σε όσα συμβαίνουν ‒εκουσίως ή ακουσίως‒ στη ζωή του. Ο Αλέξιος μοιράζεται τα πάντα μαζί μας επιδεικνύοντας μία καλυμμένη δυσφορία για όσα τον δυσαρεστούν, διστάζει όμως να έρθει σε σύγκρουση με το κοινωνικό κατεστημένο. Κατά κάποιον τρόπο αποδέχεται σιωπηλά τις επιλογές που οι άλλοι κάνουν γι’ αυτόν. Το μόνο που θέλει είναι μία ήσυχη οικογενειακή ζωή και δείχνει διατεθειμένος να το αποκτήσει πάση θυσία, ακόμη κι όταν ανακαλύπτει ότι γύρω από το συνοικέσιό του έχει υφανθεί μία έξυπνη πλεκτάνη, και ότι η γυναίκα του κρύβει ένα φοβερό μυστικό το οποίο θα σφραγίσει οριστικά και αμετάκλητα το δικό του πεπρωμένο.
Τι θα μεσολαβήσει προκειμένου ο άβουλος και  αναποφάσιστος μέχρι τότε ταχυδρόμος να πάρει τη μοίρα του εξ ολοκλήρου στα χέρια του, αδιαφορώντας για το τρομερό τίμημα που θα εξαναγκαστεί να πληρώσει;

Κι όμως, το βαθύτερο κίνητρο είναι η ίδια η αγάπη, αγάπη βαθιά, ανιδιοτελής και απόλυτη, αν και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό από τη συντηρητική κοινωνία της εποχής.

Δεν θα γράψω περισσότερα γιατί ο αναγνώστης είναι καλύτερο να μην γνωρίζει, ούτε να υποψιάζεται τίποτε απολύτως από τη δραματική κορύφωση που επιφυλάσσει ο συγγραφέας για το τέλος. Είναι προτιμότερο να βιώσει όλα τα συναισθήματα τα οποία ένιωσα κι εγώ κατά την ανάγνωση: αρχικά περιέργεια και απορία για τον πρωταγωνιστή που αφήνεται στη μοίρα του, ενίοτε και ένας λανθάνων θυμός εκ μέρους του αναγνώστη που βγαίνει στην επιφάνεια γι’ αυτήν την τόσο παθητική και δεκτική του στάση.

Στη συνέχεια, συμπόνια για τις επιλογές τις οποίες ωθείται να κάνει λόγω του ασφυκτικού κοινωνικού περιβάλλοντος και του άγραφου κώδικα τιμής που υπάρχει στην τοπική κοινωνία και για όσα αναγκάζεται να αφήσει πίσω του, είτε από ατυχία είτε για να μην δυσαρεστήσει την οικογένειά του. Κατόπιν, οργή για την πλεκτάνη που υφαίνεται σε βάρος του και για τις συμπεριφορές που θα υποστεί από άλλους οι οποίες δεν του αξίζουν. Λίγο πριν το τέλος, κατανόηση και θαυμασμό για τον καλό οικογενειάρχη και επαγγελματία στον οποίο εξελίσσεται ο ταχυδρόμος μας.

Και στο τέλος, πόνος. Ο πόνος που νιώθουμε  μαζί μ’ εκείνον, ο οίκτος για το δράμα του, το δέος για την αποφασιστικότητα που επιδεικνύει, καταδικάζοντας ως αναγνώστες από τη μία την πράξη του, αλλά και κατανοώντας από την άλλη απόλυτα τα κίνητρά της. Και κλείνουμε το βιβλίο συγκινημένοι και συγκλονισμένοι βαθύτατα. Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα βιβλίο που θα το θυμόμαστε για πάντα. Η γλώσσα, η γραφή, η απλότητα και η καθαρότητά του, εντέχνως καλυμμένα, συναισθηματικού, πολλές φορές, λόγου είναι όλα τόσο δουλεμένα που δεν μας αφήνουν να το διαγράψουμε εύκολα από τη μνήμη μας. Το ίδιο και το αναπάντεχο, λυτρωτικό και δραματικό συνάμα τέλος του που οδηγεί τον ήρωα στην κάθαρση.

Ο συγγραφέας Γιώργος Ν. Παπαδάκης

Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ' όπου απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα Φιλοσοφίας. Έχει ειδικευθεί στη μεσαιωνική τέχνη και στην τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης.

Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και σήμερα είναι Διευθυντής Σχολείου στην Αθήνα. Έργα του: «Ιστορία μιας ανοχύρωτης νιότης», μυθιστόρημα, Εστία 1994, «Ο Ιούλιος δεν έχει τύψεις», ποιητική συλλογή, Δωδώνη 1999, «Μικρή ιστορία του φωτός στη θρησκευτική τέχνη του Βυζαντίου και της Δύσης – το φως και το σώμα», μονογραφία, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2014, «Η πρώιμη Αναγέννηση στην Ιταλική ζωγραφική», μελέτη, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 2015.

*Η Λεύκη Σαραντινού είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.