Ελευθερια της συναθροισης και οικονομικη πραγματικοτητα

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

Με την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη επιδιώκεται η θέσπιση σύγχρονου νομικού πλαισίου για την άσκηση της ελευθερία συναθροίσεως ή δικαιώματος του συνέρχεσθαι όπως αυτή παραδοσιακώς ορίζεται.

 

Η διαχρονική σημασία της ελευθερίας συνάθροισης καθίσταται πλήρως αντιληπτή, αν αναλογιστούμε ότι η αρχαία άμεση δημοκρατία βασίστηκε στην συνάθροιση των μελών του δήμου. Ακολούθως, η σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, έστω φαντασιακά προϋπέθεσε την συνάθροιση των συμβαλλομένων. Στην συνταγματική εξέλιξη των πολιτειών από τον 18ο αιώνα ως σήμερα η ελευθερία της συνάθροισης διαμορφώθηκε ως παρεπόμενο της ελευθερίας διαμόρφωσης και έκφρασης λόγου και γνώμης.

 

Στο ισχύον Σύνταγμα η ελευθερία της συνάθροισης κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 ανεπιφυλάκτως. Αντιθέτως, υπό την επιφύλαξη του νόμου, όπως ρητά αναφέρεται στην διάταξη του 11 παρ. 2, τελεί η ειδικότερη ρύθμιση των συνταγματικά προβλεπόμενων περιορισμών της ελευθερίας συνάθροισης. Πρόκειται αρχικά για την παρουσία της αστυνομίας μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Περαιτέρω το άρθρο 11 παρ. 2 Συντ. προβλέπει την – για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία – δυνατότητα απαγόρευσης δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων με απόφαση της αστυνομικής αρχής.

 

Για την πληρέστερη – συνοπτική οπωσδήποτε – παρουσίαση του θέματος είναι χρήσιμη η υπενθύμιση των εννοιολογικών στοιχείων της ελευθερίας της συνάθροισης. Συνάθροιση, κατά τον επικρατέστερο ορισμό, είναι η συγκέντρωση πολιτών (αλλά και των αλλοδαπών), οι οποίοι εκφράζουν γνώμη, εκδηλώνουν φρονήματα ή/και προβάλλουν αιτήματα. Το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνάθροισης είναι η κοινή επιδίωξη των συναθροιζομένων.

 

Οι συναθροίσεις διεξάγονται δημοσίως είτε σε υπαίθριο είτε σε κλειστό χώρο. Ο χώρος προϋποθέτει ελεγχόμενα από τους διοργανωτές σημεία εισόδου και εξόδου. Οι δημόσιες συναθροίσεις διεξάγονται “ήσυχα” και “άοπλα” χωρίς βιαιοπραγίες, προϋπόθεση η οποία περιλαμβάνει και την απουσία συμβόλων που διεγείρουν βία. Στην ειρηνική δημόσια υπαίθρια συνάθροιση δεν περιλαμβάνεται αυτή που παρακωλύει τη λειτουργία κοινωφελών εγκαταστάσεων ή των μέσων συγκοινωνίας ή παρεμποδίζει τη λειτουργία δημόσιων οργάνων, πολιτικού κόμματος, σωματείου ή άλλης συνάθροισης.

 

Η ελευθερία της συνάθροισης συμπεριλαμβάνει τις ελευθερίες οργάνωσης, διεξαγωγής, διεύθυνσης και συμμετοχής σε συνάθροιση καθώς επίσης και τις αντίστοιχες ελευθερίες με αρνητικό περιεχόμενο.

 

Η κατοχύρωση της ελευθερίας συνάθροισης στο άρθρο 11 παρ. 1 Συντ ως ανεπιφύλακτης συνεπάγεται ότι η εξάρτηση της άσκησής της από προηγούμενη άδεια της αρχής είναι νομικώς αδιανόητη. Εάν ίσχυε το αντίθετο θα έθετε εκτός συνταγματικής προστασίας τις αυθόρμητες συναθροίσεις. Ωστόσο το άρθρο 19 του Βελγικού Συντάγματος και το άρθρο 21 του Ισπανικού Συντάγματος κατοχυρώνουν την ελευθερία της συνάθροισης εξαρτώντας την άσκηση της σε τόπους δημόσιας κυκλοφορίας από προηγούμενη αναγγελία. Ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ έχει κριθεί ότι η λήψη προηγούμενης άδειας ή η υποχρέωση αναγγελίας δεν θίγουν τον πυρήνα της ελευθερίας συνάθροισης. Η παρουσία της αστυνομίας στη συνάθροιση, καταρχάς, διασφαλίζει την κανονική εξέλιξη της συνάθροισης καθώς και την διατήρηση του ειρηνικού χαρακτήρα της.

 

Η ελευθερία συνάθροισης είναι ατομικό δικαίωμα συλλογικής δράσης το οποίο έχει σκοπό να εξασφαλίζει στους φορείς του να επιλέξουν τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και το περιεχόμενο της δημόσιας συνάθροισης απαγορεύοντας την ανάμειξη της κρατικής εξουσίας. Ο τρόπος και η ποιότητα της ελευθερίας συνάθροισης αποτελούν ένδειξη ελευθερίας και ωριμότητας των πολιτών καθώς και στοιχείο γνήσιας και μη χειραγωγούμενης δημοκρατίας.

 

Με τον όρο δημόσια ασφάλεια δεν εννοείται μόνο η προστασία της ασφάλειας των φυσικών προσώπων δηλαδή η προστασία από κινδύνους που απειλούν τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του ανθρώπου αλλά και η προστασία των κοινωνικών αγαθών, καθώς και η προστασία του ελεύθερου δημοκρατικού κράτους.

 

Με τον όρο διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής εννοείται η αξιόποινη συμπεριφορά στην οποία δυνατό να επιδίδονται οι συναθροιζόμενοι. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η αστυνομία μπορεί να παρέμβει, υπό την προϋπόθεση ότι οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα αξιόποινες συμπεριφορές έχουν ήδη λάβει χώρα ή βρίσκονται σε στάδιο που αξιολογείται τουλάχιστον ως αξιόποινη απόπειρα.

 

Σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση δεν αποτελεί λύση, πριν η αστυνομική αρχή σταθμίσει την κατάσταση και εκτιμήσει ότι οι κίνδυνοι μπορούν να αποτραπούν με ηπιότερα μέσα, στα οποία περιλαμβάνεται η μετάθεση του χρόνου ή του τόπου διενέργειας της συνάθροισης.

 

Η αιτιολογία η οποία συνοδεύει την απαγόρευση της διενέργειας δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης πρέπει να συμπεριλαμβάνει το λόγο απαγόρευσης και τη σοβαρότητά του. Η αιτιολογία πρέπει επίσης να σημειώνει τους λόγους για τους οποίους η αστυνομία αδυνατεί να αποτρέψει τον κίνδυνο με μέτρα ηπιότερης απαγόρευσης.

 

Η διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης προϋποθέτει είτε την μη τήρηση του όρου μετάθεσης χρόνου ή τόπου, είτε την μετατροπή της συνάθροισης σε βίαιη. Η διάλυση αυθόρμητης (δημόσιας υπαίθριας) συνάθροισης λόγω της μη αναγγελίας της διενέργειας στις αρχές, συνιστά δυσανάλογο μέτρο, ιδίως όταν οι συναθροιζόμενοι διαφυλάττουν τον ειρηνικό χαρακτήρα της.

 

Εν όψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η ελευθερία συνάθροισης δεν τελεί, υπό την ισχύ του άρθρου 11 Συντ, σε καθεστώς αδειοδότησης. Μάλιστα η νομολογιακή προσέγγιση της σχετικής διάταξης δε θεωρεί συμβατή ούτε την προηγούμενη αναγγελία.

 

Εξαιρετικά αν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής η αστυνομική αρχή απαγορεύει. Στην πρώτη περίπτωση, η δημόσια υπαίθρια συνάθροιση απαγορεύεται αν πιθανολογείται σφόδρα ότι είτε πρόκειται να τροφοδοτήσει ήδη υπάρχουσα βία είτε υπάρχουν στοιχεία ότι πρόκειται να είναι βίαιη. Σε κάθε περίπτωση η ένοπλη συνάθροιση είναι ο ορισμός της απαγορευτέας.

 

Η σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σημαίνει ότι δεν αρκεί απλώς η μετρήσιμη χρονικά ενόχληση αλλά ότι για ικανό χρονικό διάστημα σημαντική μερίδα ή και το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων μιας περιοχής πλήττονται από τη συνάθροιση.

 

Πρόκειται για το κρίσιμο σημείο όπου η άσκηση του ατομικού δικαιώματος συλλογικής δράσης της συνάθροισης συναντάται, ενίοτε σε συγκρουσιακή κατάσταση, με δέσμη δικαιωμάτων που συναποτελούν την οικονομική ελευθερία.

 

Έτσι οιασδήποτε μορφής ελευθερία κίνησης των πολιτών, η επαγγελματική ελευθερία των καταστηματαρχών και των πάσης φύσεως εργαζομένων τίθενται υπό προσωρινή (έστω) αναστολή, ενώ μερικές φορές σημειώνονται ζημιές σε οχήματα και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία.

 

Το ουσιαστικό ζήτημα στην ανωτέρω περίπτωση είναι η πρακτική εναρμόνιση μεταξύ δύο ελευθεριών, η ταυτόχρονη άσκηση των οποίων δημιουργεί τριβές. Προκειμένου να συμβεί αυτό απαιτείται στάθμιση μεταξύ των εννόμων αγαθών, τα οποία διακινδυνεύονται. Το ευκταίο είναι η ταυτόχρονη άσκηση της ελευθερίας συνάθροισης και της οικονομικής ελευθερίας, διαδικασία η οποία συχνά δεν είναι κατορθωτή. Η στάθμιση μεταξύ των ελευθεριών πρέπει να γίνεται in concreto και δεν συνεπάγεται ότι η μια ελευθερία ιεραρχείται ως ανώτερη της άλλης.

 

Μολονότι δεν μπορεί ο θεσμικός ρόλος του διοργανωτή να προσομοιάζει στον αστικώς υπεύθυνο νομικού προσώπου, η σκέψη για την ύπαρξη θεσμοθετημένου ρόλου του διοργανωτή της συνάθροισης ως του μόνου συνομιλητή της αστυνομικής αρχής είναι πολλαπλώς χρήσιμη και ωφέλιμη.

 

*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

 

ΠΗΓΗ: http://leucippus-conlaw.blogspot.com/

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.