Η κριτικη προσληψη των πηγων

Του Μανόλη Γ. Βαρβούνη*

Για τις τοπικές σπουδές, οι πηγές παίζουν σημαντικότατο ρόλο, καθώς αποτελούν, μαζί με τα προϊόντα της επιτόπιας έρευνας και την πρωτογενή βιβλιογραφία, την βασική ύλη κάθε έρευνας. Οι πηγές περιέχουν πληροφορίες που αποτελούν τη βάση της ιστορικής και πολιτισμικής προσέγγισης και μελέτης κάθε τόπου, και για τον λόγο αυτό συνιστούν την απαρχή κάθε μελέτης.
 
Ωστόσο τίθεται από την αρχή ένα βασικό ερώτημα: είναι κάθε αναφορά των πηγών αξιόπιστη; Ασφαλώς και όχι, γι’ αυτό και πριν χρησιμοποιήσουμε υλικό και πληροφορίες από αυτές πρέπει πριν να έχουμε προβεί σε κριτικό έλεγχό τους, ώστε να δοκιμάσουμε και να εξακριβώσουμε την αξιοπιστία τους. Ο κύριος παράγοντας που σχετίζεται με την αξιοπιστία των πηγών, έχει να κάνει με την τάση αυτοδικαίωσης, που συχνά απαντά στους φορείς και τα πρόσωπα που ασχολούνται με τις τοπικές σπουδές αν δεν έχουν άλλον ειδικό επιστημονικό εξοπλισμό πέραν της φιλοπατρίας – και δυστυχώς κάποτε και του τοπικισμού – τους. Η τάση δηλαδή να αναδείξουν τον τόπο καταγωγής τους αλλά και την ομάδα στην οποία κοινωνικά, οικονομικά, πληθυσμιακά ή ιδεολογικά ανήκουν, ως τον πλέον ιστορικό και ηρωϊκό, ή, αν πρόκειται για την «μικρή πατρίδα», ως την κυρίαρχη, την πλέον αντιπροσωπευτική και την πιο ιστορική περιοχή, ο πολιτισμός της οποίας, για να «δικαιώνεται» πρέπει οπωσδήποτε να ανάγεται στην «ένδοξη αρχαιότητα».
 
Αυτού του είδους οι πηγές βρίθουν προσωπικών και υποκειμενικών συμπερασμάτων, ακόμη συχνά και ηθελημένων ανακριβειών και παραποιήσεων γεγονότων και καταστάσεων, προσκειμένου να συντελεστεί και να ολοκληρωθεί η αυτοδικαίωση. Και βέβαια πριν χρησιμοποιηθούν πρέπει αφενός μεν να συγκρίνονται με το διαθέσιμο ανάλογο υλικό, και αφετέρου να τοποθετούνται στα πλαίσια της ευρύτερης ιστορικής συγκυρίας, ώστε να εκτιμώνται σωστά, και να μην οδηγούν τον ειδικό επιστήμονα σε σφάλματα, όπως κατά κανόνα παρασύρουν τους τοπικούς, καλής μεν θελήσεως, αλλά ανεφοδίαστους επιστημονικά και ανενημέρωτους μεθοδολογικά και θεωρητικά λογίους, που ενίοτε μάλιστα διεκδικούν το προνόμιο για τους εαυτούς τους να λειτουργούς ως «κριτές της οικουμένης».
 
Συνεπώς, η βάσανος και ο έλεγχος των πηγών σχετίζονται άμεσα με τις θεωρητικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις της ορθής από επιστημονική άποψη έρευνας, η οποία οδηγεί και σε ανάλογου κύρους αποτελέσματα. Μην γνωρίζοντας την βιβλιογραφία, και αγνοώντας ή παραθεωρώντας, κατά την κάθε είδους ιδεολογία τους, τις πραγματικές διαστάσεις και παραμέτρους πολλοί «τοπικοί λόγιοι» παράγουν, όπως και σε προηγούμενα σημειώματα έχουμε αναφέρει, τοπικής κατανάλωσης και εμβέλειας ψευδοεπιστήμη, επικαλούμενοι για την υπεράσπισή της ποικίλα συναισθηματικά, πατριωτικά, εθνικιστικά και τοπικιστικά ενίοτε, πάντως όμως έωλα επιχειρήματα, φτάνοντας συχνά σε φωνασκίες και λεκτικές επιθέσεις, που κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στον νηφάλιο και με επιχειρήματα διάλογο, τον μόνο που ωφελεί σε παρόμοιες περιπτώσεις.
 
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η λανθασμένη ερμηνεία και η παραποίηση των πηγών ή των αναφερόμενων σε αυτές γεγονότων, συχνά είναι σκόπιμη και ηθελημένη, καθώς συμβαδίζει με την τάση να προβληθούν στο επίπεδο της τοπικής ιστορίας και του τοπικού πολιτισμού προσωπικές ή συντεχνιακές, ιδεολογικές και κατασκευασμένες εμμονές, ανάλογες με αυτό που ο καθένας «κατά το δοκούν» θεωρεί εθνικών ή τοπικώς συμφέρον. Και βέβαια η διαδικασία αυτή πόρρω απέχει από την επιστημονική ανάπτυξη των τοπικών σπουδών, καθώς εντάσσεται στο κλίμα του «εθνοκεντρικού επαρχιωτισμού», για τον οποίο κάναμε λόγο σε προγενέστερο κείμενό μας. Με άλλα λόγια, η αναφορά στα γραφόμενα μιας πηγής, χωρίς τον προγενέστερο κριτικό έλεγχο είναι ατελέσφορη. Γι’ αυτό και όταν διάφοροι τοπικοί σύλλογοι ή λόγιοι με ρωτούν τι να κάνουν για να συμβάλλουν στην μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου τους, συνήθως τους συμβουλεύω να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν υλικό, αλλά να αποφεύγουν να το μελετούν και να βγάζουν σχετικά συμπεράσματα, γιατί το έργο αυτό για να γίνει σωστά προϋποθέτει σπουδές, γνώσεις και εμπειρία εξειδικευμένες, που δεν τις διαθέτει όποιος έχει πτυχίο πανεπιστημιακό και αγάπη για την πατρίδα του και την παράδοσή της.
 
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι συχνές είναι οι αντιδικίες γύρω από τα ζητήματα αυτά, καθώς ποικίλοι τοπικοί λόγιοι θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη γνώση και τη δικαιοδοσία να κρίνουν και να «διορθώνουν» τους άλλους. Η κατοχή οποιουδήποτε είδους αυθεντίας, πνευματικής, κοινωνικής ή οικονομικής, στα πλαίσια των τοπικών κοινωνιών δεν σημαίνει ότι μεταβάλλει αυτομάτως τον φορέα της σε επαρκή και ικανό μελετητή ειδικών θεμάτων που σχετίζονται με την ιστορία και τον πολιτισμό. Αξιοσέβαστες οι αυθεντίες, αλλά η κάθε μια στον τομέα της, καθώς εδώ ολιστικές και γενικευτικές αξιώσεις και βλέψεις δεν δικαιολογούνται και δεν χωρούν.
 
Και είναι εξ αιτίας αυτών των τριβών που συχνότατα συνάδελφοι πανεπιστημιακοί ή ερευνητές συνηθίζουν ζητήματα τοπικών μελετών να τα δημοσιεύουν σε ξένες γλώσσες και σε ειδικά επιστημονικά περιοδικά – των τοπικών επιστημονικών περιοδικών σαφώς εξαιρουμένων – ώστε να διαλέγονται μόνο με τους ειδικούς συναδέλφους τους, και όχι με κάθε τοπικής εμβέλειας και δυνατότητας λόγιο μεν, αλλά όχι ειδικό επιστήμονα. Αυτό με τη σειρά του δίνει συχνά στους μη έχοντες τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την διεθνή βιβλιογραφία, την ψευδή εντύπωση ότι δεν ασχολούνται με τον τόπο απ’ όπου κατάγονται ή στον οποίο διαμένουν και εργάζονται, ενώ κατά κανόνα ισχύει το αντίθετο: ασχολούνται συστηματικά με τους τόπους αυτούς και παράγουν συστηματικό και αναγνωρισμένο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, θέλουν όμως να αποφύγουν τις επιθέσεις από τους ανθρώπους που προαναφέθηκαν, και οι οποίοι έχοντας την αίσθηση ότι προασπίζουν τα «όσια και τα ιερά» συχνά υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, «παίζοντες εν ου παικτοίς», και διατυπώνοντας λόγο ελλιπή, φανατικό, αμέθοδο, αστήρικτο και φυσικά επιστημονικά και ερμηνευτικά αναποτελεσματικό.
 
Όλα αυτά τα διδάσκουμε με παραδείγματα στους φοιτητές μας, όταν αναφερόμαστε στις «τοπικές σπουδές», τόσο σε προπτυχιακό, όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Και το κάνουμε αυτό ελπίζοντας ότι δημιουργούμε νέες γενιές μελετητών της τοπικής ιστορίας και του πολιτισμού, των περιοχών απ’ όπου κατάγονται ή όπου θα εγκατασταθούν, που με το έργο τους θα αλλάξουν κατευθύνσεις και κατεστημένες νοοτροπίες, ώστε να μην προσπαθούμε να προσαρμόζουμε την αλήθεια στις αντιλήψεις, τις ιδεολογίες και τις ιδεοληψίες μας, αλλά να αποσκοπούμε στην μελέτη και ερμηνεία της πραγματικότητας, με όρους και κανόνες θεωρητικούς και μεθοδολογικούς.
 
Μόνο έτσι η αλήθεια για την ιστορία και τον πολιτισμό ενός τόπου, κατά το γραφικό λόγιο, μπορεί να μας «ελευθερώσει». Σε διαφορετική περίπτωση η σχετική προσπάθεια υπό τους όρους που εκθέσαμε παραπάνω συσκοτίζει, αποπροσανατολίζει και, κυρίως, αδυνατίζει και μειώνει, δεν αναδεικνύει και βέβαια δεν καταρτίζει. Απλώς με την βιαιότητα, την απολυτότητα, την επιθετικότητα και την εριστικότητα, που κατά κανόνα συνοδεύει ανάλογες πρακτικές, απωθεί.
 
*Ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας και Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.