Ο Μεσσουνιωτης Μαγγανος και το κουνουπι

Του Τάσου Γιοβανούδη

Αποκριές έχουμε, ας πούμε και ένα πιπεράτο μασάλι , στο Μεσσουνιώτικο-Σιναπλιώτικο γλωσσάρι και με ερμηνεία για τους αμύητους.
 
Νια παρέα νταΐδες φύλαγαν σ΄ιουάδις που έβουσκαν στ΄ αώνια, κάθουνταν καταής στου τσιμέν, κουντά στα υαλάκια και κουνουσμάκευαν. Κουντάτς κάθουμασταν κι ιμείς τα μικρά κι αφουγκράζουμασταν τί ίλιγαν.
 
Η νταής η Ντέλης, γνουστό πειραχτήρ,  είπι ξαναείπι του Μάγγανου να χουρατέψ για του μπουστάν κι του κουνούπ.
 
Τουν αγριουκοίταξι η Μάγγανους, κοίταξι όιρα όιρα, πίστιψι ότι ιμείς, τα πιδούδια, δεν ακούμι κι αρχίνσι:
 
-Πέρς του καουκαίρ, ένα βράδ πήγα να φιλάξου του μπουστάν, στου χουράφ μας σ΄ιουαδαριά, κουντά στα καραγάτσια. Καρπούζ  ιά καρπούζ δεν αφίν οι Καβακλιωτάδις. Χεμ δεν σπέρν, χεμ πρόιμα καρπούζια χαλεύν να τρών΄.
 
Νύχτουσι, ησυχία, τζιάν τζιούν δε ακουίτι, ξαπχώθκα σ΄νκαλύβα να κοιμθού. Ζέστα, πουλύ ζέστα, έβγαουα του πχάμσου κι του πανταλόνι. Έτμους είμαν να μη πάρ΄ η ύπνους, τζιούουουν ένα κουνούπ, τζιούν, τζιούν, τζούουουουουν, κουντά στου φτίμ. Τζιούν, τζιούν, πάλι στου φτίμ, κάμνου μη τ΄νπαταριά να του σκουτώσου, τίπουτα, αυτό τζιούν, τζιούν.
Κάναν κιρό στάματσι του τζιούν τζιούν, ησύχασα κι αποκοιμήθκα.
 
Ντά ξύπνησα ένας πόνους, ένα τσούξιμου στ΄αχαμνά, ούτι να ξαπχώσου, ούτι να σκουθού, αμά ούτι να παρπατίσου μπουρούσα.
 
-Η νταής η Τακούτς, ντεμέκ δεν κατάλαβι τι ίνι τ΄αχαμνά, ρώτσι:
-Ιώργη, τί ίνι τ΄αχαμνά.
 
Τί ίνι ε Τακούδ, κάμς ότι δεν ξέρς. Η παλιάμ κι τα μπουμπόλια μ ίνι, κι συνέχσι τ΄νιστουρία.
-Γαμού του κουνούπτ, πού τ΄βρήκι τ΄ντρύπα στου σόβρακου κι πέρασιν μέσα, πόσο φαρμάκι είχι. Καουά τ΄ άκουα ιγώ, τρανό κουνούπ ήταν, νό ντάβανους τζιουτζιούντζι.
Τώρα είπα, τί κάμς. Μη του ουσούλ, μη του ουσούλ σκόθκα, ούρλιαζα που τουν πόνου, μι ανοιχτά τα πουδαρια, πήρα τ’στράτα ιά του σπίτ. Δυο ώρις έκαμα να φτάσου.
Σαν άνξα τ΄νπόρτα, κι μη είδι η Παγούνου, σκιάθκι πουλύ.
 
Τί έχς ε Ιώργη κι ήρθις νουρίς νουρίς, ιατί έχς ανοιχτά τα πουδάρια κι δεν μπουρείς να κάτς.
-Να τί έχου μαρή, είπα, κι κατιβάζου του πανταλόν΄ μαζί μι του σόβρακου. Του διαβουλμένου του κουνούπ μι τσιούμσι κι κοίταξι πώς πρίσκα.
Ξαπχώθκα στου κριβάτ, η Παγούνου, πήρι ένα βριμένου πισκίρ, δρόϊσι καουά τα πρισμένα μ τ΄αχαμνά κι ξαπχώθκι κουντάμ.
 
Αμά, ακόλσι κουντάμ΄κι αρχίνσι να τρίβιτι. Τ΄νκοιτάζου, τ΄ναγριώνου, πουνού μαρή, πουνού πουλί, δεν καταλαβένς κι σύ άουα πράματα χαλεύς.
 
-Α!!! Ιώργη μ΄, τούτου του πρίξιμου ιά να πιράς΄ η ιαράς πρέπ να του ζυστάνουμι.
Πώς δα του ζυστάνουμι μαρή τρελή, πουνού πουλύ, δεν καταλαβένς..
 
Πουνιρή η λέλιου, είδι πρισμένα τα χαμνά, φούσκουσαν, τράνιψαν, ιάλσαν, τα λιμπίσκι, πρώτ φουρά έγλιπι τόσου χουντρά κι τρανά. Που λίγου που λίγου, ώχ, ώχ  ιγώ που τουν πόνο, αχ, αχ, αχ αυτή που τ΄γλύκα κι τ΄νουστιμιά, έκαμάμι τ΄δλειά.
 
Δεν μπουρού να που, κακό δεν έπαθα, που του φάρμακου σ΄λελιους.  Καουό φάρμακου, η πόνους λιγόστιψι, φχαριστήθκα χέμ, πουκοιμήθκα, κι ξύπνησα σαμπάλια σαμπάλια, άααχά ίσια ξιπρισμένους.
 
Του δειλνό, η Παγούνου, ντέ κι καουά χαλέβ να μη σαλτίς να πάου να φυλάξου του μπουστάν.
 
Ντεμέκ, η πονηρή, λυπήθκι τα καρπούζια που τα κλέφτν οι Καβακλιωτάδις. Αυτή παρακαούσι του Θιό να μη τσιουμπίς πάλι κάνα κουνούπ, για ταύτου μη σάλτζι, να χουντρέναν τα χαμνάμ, ιατί πουλί του φχαριστίθκι.
 
Αμά δεν ξέρ αυτή, τώρα κι που πααίνου στου μπουστάν, όσ(η)  ζέστα κι να κάμν του πανταόν δεν του βγάνου, άς μη τσιουμπίς του κουνούπ στα χέρια, στου λιμό, όπου χαλεύει, να πιεί όσου ιόμα θέλ, αμά τα χαμνάμ τάχου πατικουμένα.
 
Για τους αμύητους στο Σιναπλιώτικο γλωσσάρι.
 
Μια παρέα Μεσσουνιώτες, φύλαγαν τις αγελάδες που έβοσκαν στα αλώνια, καθόντουσαν καταγής, στην πρασινάδα, κοντά στην τοποθεσία «υαλάκια» και συζητούσαν. Κοντά τους καθόμασταν και εμείς οι μικροί και παρακολουθούσαμε τι έλεγαν.
Ο θείος ο Ντέλης (Σιδέρης Μυτιανούδης), γνωστό πειραχτήρι είπε, ξαναείπε στο Μάγγανο (Γεώργιος Χ. Γιοβανούδης), να πει για το μποστάνι και το κουνούπι.
Τον αγριοκοίταξε ο Μάγγανος, κοίταξε γύρω γύρω, πίστεψε ότι εμείς, τα παιδιά, δεν ακούμε και άρχισε.
 
-Πέρυσι το καλοκαίρι, ένα βράδυ πήγα να φυλάξω το μποστάνι, στο χωράφι μας στην αγελαδαριά, κοντά στα καραγάτσια. Καρπούζι για καρπούζι δεν αφήνουν οι Καβακλιώτες. Εμ δεν σπέρνουν, εμ πρώιμα καρπούζια θέλουν να τρώνε.
 
Νύχτωσε, ησυχία, κανένας θόρυβος δεν ακούγετε, ξάπλωσα στην καλύβα να κοιμηθώ. Ζέστα, πολύ ζέστα, έβγαλα το πουκάμισο και το παντελόνι. Ήμουν έτοιμος να με πάρει ο ύπνος, ζουν, ζουν ζούουουν, ζουν ζουν ζούουουν, κοντά στο αυτί μου. Ζουν ζουν πάλι στο αυτί μου, κάνω με το χέρι μου να το σκοτώσω, τίποτε αυτό, ζουν, ζουν.
 
Κάποια στιγμή σταμάτησε το ζουν ζουν , ησύχασα και αποκοιμήθηκα.
 
Όταν ξύπνησα, ένας πόνος, ένα τσούξιμο στα αχαμνά μου, ούτε να ξαπλώσω, ούτε να σηκωθώ, αλλά ούτε να περπατήσω μπορούσα.
 
Ο θείος ο Τακούτς (Στάικος Β. Τατσίδης), δήθεν δεν κατάλαβε τι είναι τα αχαμνά, ρώτησε:
-Γιώργη, τι είναι τα αχαμνά.
 
-Τι είναι ε Τακούδ, κάνεις ότι δεν ξέρεις, η ψ@@@ @@@ είναι και τα α@@@@@@ @@@ και συνέχισε την ιστορία.
 
-Γαμώ και το κουνούπι του, που τη βρήκε την τρύπα στο σώβρακο και πέρασε μέσα, πόσο φαρμάκι είχε. Καλά το άκουσα εγώ, μεγάλο κουνούπι ήταν, σαν ντάβανος ζουζούνιζε. Τώρα είπα, τι κάνεις. Σιγά σιγά και προσεκτικά σηκώθηκα, ούρλιαζα από τον πόνο, με ανοιχτά τα πόδια, πήρα το δρόμο για το σπίτι. Δυο ώρες έκανα να φτάσω.
 
Όταν άνοιξε την πόρτα και με είδε η Παγώνα φοβήθηκε πολύ.
 
-Τι έχεις ε Γιώργη και ήρθες νωρίς νωρίς, γιατί έχεις ανοιχτά τα πόδια σου και δεν μπορείς να καθίσεις.
 
-Να τι έχω μαρή, είπα, και κατεβάζω το παντελόνι μαζί με το σώβρακο. Το διαβολεμένο το κουνούπι με τσίμπησε και κοίτα πώς πρήστηκα.
 
Ξάπλωσα στο κρεβάτι, η Παγώνα πήρε μία βρεγμένη πετσέτα, δρόσισε καλά τα πρησμένα τα αχαμνά μου και ξάπλωσε κοντά μου.
 
Όμως, κόλλησε κοντά μου και άρχισε να χαϊδεύεται. Την κοιτάζω, την αγριεύω, πονώ μαρή τρελή, πονώ πολύ, δεν καταλαβαίνεις κι εσύ άλλα πράγματα γυρεύεις.
 
-Α!!!! Γιώργη μου, αυτό το πρήξιμο για να γιατρευτεί η πληγή του πρέπει να το ζεστάνουμε.
 
-Πώς θα το ζεστάνουμε μαρή τρελή, πονάω πολύ, δεν καταλαβαίνεις.
-Πονηρή η θεία, είδε πρησμένα τα αχαμνά, φουσκωμένα, μεγάλωσαν, γυάλισαν, τα λαχτάρισε, πρώτη φορά έβλεπε τόσο χοντρά και μεγάλα. Σιγά σιγά και προσεκτικά, ώχ,ώχ εγώ από τον πόνο, αχ, αχ, αχ αυτή από τη γλύκα και την νοστιμιά, κάναμε τη δουλειά.
Δεν μπορώ να πω, κακό δεν έπαθα από το φάρμακο της θείας Παγώνας. Καλό φάρμακο, ο πόνος λιγόστεψε, ευχαριστήθηκα κιόλας, αποκοιμήθηκα και ξύπνησα νωρίς το πρωί, σχεδόν ξεπρησμένος.
 
Το απόγευμα η Παγώνα, ντε και καλά θέλει να με στείλει να πάω να φυλάξω το μποστάνι.
Δήθεν, η πονηρή, λυπήθηκε τα καρπούζια που τα κλέβουν οι Καβακλιώτες. Αυτή παρακαλούσε το Θεό να με τσιμπήσει πάλι κανένα κουνούπι, γι΄ αυτό με έστελνε, να χοντραίνουν τα αχαμνά μου, γιατί πολύ το ευχαριστήθηκε.
 
Όμως δεν ξέρει, τώρα και που πηγαίνω στο μποστάνι, όση ζέστη και να κάνει, το παντελόνι δεν το βγάζω, ας με τσιμπήσει το κουνούπι στα χέρια, στο λαιμό, όπου θέλει, να πιεί όσο αίμα θέλει, αμά τα αχαμνά μου εγώ τα έχω αυστηρά φυλαγμένα.
 
Υ.Γ.: Γιοβανούδης Γεώργιος του Χρήστου, πιο γνωστός σα Μάγγανος. Απίθανος Σιναπλιώτης-Μεσσουνιώτης, με τα περίφημα μακάμια του, καλός αφηγητής, εύστοχος, παραστατικός, αθυρόστομος.
 Όλοι έψαχναν την παρέα του.
 
Γεννήθηκε το 1905 στο Σιναπλή Ανατολικής Ρωμυλίας, απ΄ όπου ήλθε στην Μεσσούνη το 1924. Ήταν ήδη παντρεμένος με την Παγώνα (Παγούνου), που γεννήθηκε το 1903. Αναπαύονται στα κοιμητήρια της Μεσσούνης.
 
Στη φωτογραφία ο πρώτος αριστερά, με τα χαρακτηριστικά γυαλιά μυωπίας, κρατώντας το κρασοπότηρο, παρέα με τον συμπέθερό του Δημήτρη Ν. Παρασκευούδη.
 
Δεκέμβριος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.