Η Αξια της Βιβλιογραφιας

Του Μανόλη Γ. Βαρβούνη*

Όπως είναι γνωστό, η βιβλιογραφία αποτελεί πάντα στις επιστήμες την βάση από την οποία εκκινεί κάθε ερευνητική προσπάθεια. Ιδιαίτερα μάλιστα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η αξία της βιβλιογραφίας δεν σχετίζεται με την παλαιότητά της, καθώς είναι σύνηθες το φαινόμενο να υπάρχουν παλαιά βιβλία με σημαντικότατη θέση στη βιβλιογραφία, σε αντίθεση με νεότερα, τα οποία ωστόσο δεν θεωρούνται σημαντικά. Γι’ αυτό και στις ανθρωπιστικές επιστήμες η νεότερη βιβλιογραφία δεν αχρηστεύει πάντα την παλαιότερη, και συνεχίζουμε να προστρέχουμε και να μελετούμε σε βιβλιοθήκες, καθώς δεν υπάρχουν όσα χρειαζόμαστε ψηφιοποιημένα και προσβάσιμα από το διαδίκτυο.
 
Ιδιαίτερα στις τοπικές σπουδές, το ζήτημα της βιβλιογραφίας είναι μείζον. Και τούτο επειδή συχνό είναι το φαινόμενο να έχουμε πολλά τοπικά έντυπα, βιβλία και περιοδικά, που και ακαταλογογράφητα συχνά είναι, και στις μεγάλες και κεντρικές βιβλιοθήκες δεν είναι εύκολο να βρεθούν. Κι έτσι συχνά αναζητούμε έντυπα, περιοδικά ή εφημερίδες, ή «ανακαλύπτουμε» εκδόσεις που δεν γνωρίζαμε, έχοντας πάντοτε ένα στοιχείο έκπληξης και προσδοκίας σε όσα σχεδιάζουμε και εκτελούμε.
 
Το ζήτημα ωστόσο που αναφύεται είναι: όλα αυτά τα έντυπα, η τοπική δηλαδή βιβλιογραφία, έχουν την ίδια αξία; Απερίφραστα όχι. Σε αντίθεση με αυτό που κοινώς πιστεύεται, δεν αρκεί να είναι ένα κείμενο τυπωμένο για να είναι έγκυρο. Η διαπίστωση «το έγραφε το βιβλίο» ή «το είπε η τηλεόραση» δεν προσδίδει, παρά τα κοινώς πιστευόμενα, κανένα κύρος στα γραφόμενα. Το κύρος το αντλούν από την προσωπικότητα και την κατάρτιση του συγγραφέα και από τον τρόπο που αυτός έχει εργαστεί.
 
Και τούτο επειδή στις τοπικές σπουδές συχνότατη είναι η εκδήλωση τάσεων αυτοδικαίωσης, σύμφωνα με τις οποίες η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου συγγραφέα είναι η ωραιότερη, η ιστορία της η αρχαιότερη, ο πολιτισμός της μοναδικός, ο ηρωισμός των κατοίκων της απαράμιλλος κ.λπ. Τέτοιες διατυπώσεις συναντούμε συχνά στην τοπική βιβλιογραφία, μαζί με εκτιμήσεις και συμπεράσματα που είναι εντελώς έξω από μια ψύχραιμη, νηφάλια και επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων. Δεν αρκεί ένας, δύο ή περισσότεροι τοπικής εμβέλειας συγγραφείς, αναμφίβολα καλών προθέσεων, αλλά συχνότατα μέσα στο πνεύμα του τοπικισμού και του εθνικιστικού εθνοκεντρισμού, να διαπιστώνουν ή να γράφουν κάτι. Γιατί αυτοί μεν είναι ελεύθεροι να αποτυπώνουν στα κείμενά τους τα εκάστοτε νομιζόμενα, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως αποβαίνουν αυτά θέσφατα, αποκτούν κύρος και αποτελούν και βάσιμα επιστημονικά συμπεράσματα.
 
Για τον λόγο αυτό και οι τοπικές σπουδές δεν μπορούν να στηρίζονται σε τυχαίες δειγματοληψίες όσων αναφορών έχει κανείς υπόψη του, με ανεπίγνωστη ή ακόμη και σκόπιμη παράλειψη των αναφορών που μπορεί να μην ταιριάζουν με τις όποιες προκατασκευασμένες συχνά ιδέες του σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό ενός τόπου. Χρειάζεται γνώση και αποδελτίωση όλου του σχετικού υλικού, αλλά και συγκριτική αντιμετώπισή του και βεβαίως κριτική πρόσληψή του, ώστε τα συμπεράσματα που θα βγάλουμε να έχουν κύρος και να ευσταθούν. Και βέβαια χρειάζεται εκείνος που θα επιχειρήσει αυτό το έργο να έχει και τον κατάλληλο θεωρητικό και μεθοδολογικό οπλισμό, τις σπουδές και την ειδίκευση που θα του επιτρέψει να κρίνει, να συγκρίνει και να οδηγηθεί σε στέρεα αποτελέσματα. Και βέβαια πρέπει να έχει το «γνώθι σαυτόν», ώστε να μπορεί να καταλάβει πού μπορεί και πού δεν μπορεί να εκφέρει άποψη και να διεκδικεί για τον εαυτό του τον ρόλο του ειδήμονα.
 
Σε όλη αυτή τη διαδικασία η φιλοπατρία, αναμφίβολα μια σπουδαία και καθοριστική για το μέλλον της κοινωνίας μας αρετή, δεν μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο. Αν κινούμαστε από την τάση ανάδειξης όσων εμείς πιστεύουμε και θέλουμε να επιβάλλουμε στη σχετική συζήτηση για κάθε θέμα τοπικής ιστορίας και πολιτισμού την προσωπική μας άποψη, από όσο αγνά ελατήρια κι αν κινούμαστε, όχι μόνο είμαστε σε λάθος δρόμο, αλλά σε τελική ανάλυση επιφέρουμε και ζημιά, προπάντων σε αυτό που φαίνεται ο τελικός μας στόχος. Καλό είναι λοιπόν ο καθένας να περιορίζεται σε ζητήματα της ειδικότητάς του ή των επιστημονικών και ερευνητικών του ειδικεύσεων, και να αφήνει τα ειδικά έργα σε ειδικούς ανθρώπους. Αυτά άλλωστε μαθαίνουν στο μεθοδολογικό επίπεδο από την πρώτη στιγμή οι φοιτητές στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, που είναι αφιερωμένο στις «Σπουδές στην τοπική ιστορία», με τον απολύτως διευκρινιστικό υπότιτλο «Διεπιστημονικές προσεγγίσεις».
 
Τουναντίον, σε όλο το εύρος των τοπικών σπουδών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, συναντούμε την συμπαθή φιγούρα του «τοπικού λογίου», σημαντική ενίοτε για το υλικό που διασώζει και καταγράφει, διαδικασία για την οποία αξίζει τον έπαινο και την ευγνωμοσύνη μας, αλλά ατελέσφορη παντελώς στην προσπάθεια ερμηνείας, σύγκρισης, θεώρησης των ιστορικών γεγονότων στις μακρές διάρκειες και στις ιστορικές συγκυρίες και συνάφειες. Μια φιγούρα που όταν περιορίζεται στα όρια των δυνατοτήτων της προσφέρει έργο ευεργετικό και σημαντικό, όταν όμως προτάσσει την ισχυρογνωμοσύνη και την πεποίθηση ότι μπορεί να εκφέρει γνώμη περί όλων των σχετικών θεμάτων αποβαίνει εμπόδιο για την ανάπτυξη των τοπικών σπουδών και τροχοπέδη για την αναγκαία εγγραφή τους στα όρια της επιστημονικής έρευνας.
 
Και βέβαια, όλα αυτά υπό την αίρεση ότι δεν έχουμε στόχο να παράξουμε μια επιστήμη εσωτερικής κατανάλωσης και τοπικής κοπής, αλλά ότι ενδιαφερόμαστε να φτάσουμε σε συμπεράσματα που θα μπορούν να σταθούν σε κριτικό έλεγχο άλλων επιστημόνων, ώστε να γίνουν αποδεκτά και να αναγνωριστούν ως κομμάτια της διαδικασίας του επιστημονικού διαλόγου. Και για να γίνει αυτό χρειάζονται θεωρητικά, μεθοδολογικά και εν γένει επιστημονικά εφόδια, που δεν τα εξασφαλίζουν ούτε η φιλοπατρία, ούτε η καλή διάθεση, ούτε οι τοπικιστικές εμμονές, αλλά αποκτώνται μόνο μετά από ειδικές σπουδές και βεβαίως μετά από κοπιώδη ερευνητική προσπάθεια και μελέτη, η οποία όμως πρέπει απαραίτητα να ακολουθεί τα καθορισμένα μεθοδολογικά βήματα για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω.
 
Χρειάζεται λοιπόν κριτική θεώρηση και εξέταση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας στο πλαίσιο των τοπικών σπουδών, για να μπορέσουν οι πληροφορίες που παρέχει να αξιοποιηθούν και να συμβάλλουν στην δόμηση μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης αφήγησης. Σε διαφορετική περίπτωση, τα αντίστοιχα δημοσιεύματα, ενδιαφέροντα οπωσδήποτε για την χαρτογράφηση της κίνησης των ιδεών και της ώσμωσης των ιδεολογικών ρευμάτων και συνισταμένων σε κάθε τόπο, από την άποψη της επιστημονικής αποτελεσματικότητας και αποδεικτικότητάς τους συχνά δεν αξίζουν ούτε όσο το χαρτί και το μελάνι που χρειάστηκαν για να τυπωθούν.
 
*Ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας και Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.