Η κριση χρεους του ελληνικου κρατους και οι συνεπαγωγες της στη διακυβευση της «εθνικης ασφαλειας» λογω εξωτερικων κινδυνων

Α. Οι δομικές αποκλίσεις της εθνικής οικονομίας από τη νομικοπολιτική και κοινωνική κανονικότητα
 
1. Η εθνική οικονομία των κρατών, που συνιστά μια διαλεκτική σύνθεση παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων οι οποίες συνάπτονται μεταξύ κρατικών οντοτήτων και ιδιωτών και διαχέονται σε ένα δίκτυο πολλαπλών κέντρων εξουσίασης, λειτουργεί ως υποδομή επί της οποίας ανυψώνεται το αντίστοιχο νομικοπολιτικό εποικοδόμημα.
Ιδίως, σ' ένα καπιταλιστικό σύστημα διαδραματίζει προέχοντα ρόλο. Διότι, λειτουργεί ως μέτρο αποτίμησης της αποτελεσματικότητας των («ορθολογικά» δομημένων και τυποποιημένων) κανόνων δικαίου, αλλά και της ασφαλούς πρόγνωσης των δυνατοτήτων και συνεπειών κάθε οικονομικής πρωτοβουλίας. Ενώ, ο λόγος των ισχυρών οικονομικών παραγόντων (= κατόχων των μέσων παραγωγής και συντρεχόντων, καθοριστικά, στη διαμόρφωση του «κοινωνικού πλούτου»), που ενσωματώνεται στη φράση  «η  α γ ο ρ ά»,  α π ο κ τ ά  ο υ σ ι α σ τ ι κ ή β α ρ ύ τ η τ α  τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν  ι σ ο δ ύ ν α μ η  τ η ς  π ο λ ι τ ι κ ή ς  ε ξ ο υ σ ί α ς.
Προς τούτο, τα αστικά καθεστώτα προσδίδουν, διαχρονικά, ιδιαίτερη σημασία στη συνταγματική κατοχύρωση θεμελιωδών παραμέτρων της οικονομίας (όπως, η ελευθερία της εργασίας, η ατομική ιδιοκτησία, η επιχειρησιακή πρωτοβουλία, η δικαιοπρακτική αυτονομία, υπό καθεστώς ασφάλειας των συναλλαγών).
Η αναγωγή της οικονομίας στο σύστημα των δικαιικών κανόνων περιλαμβάνει, επίσης, ένα ευρύτατο πλαίσιο ρύθμισης συναφών ζητημάτων στα οποία συγκεραίνονται  ο υγιής ανταγωνισμός (κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη βούληση των αντισυμβαλλόμενων, οι οποίοι επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ευημερίας τους), η φορολογία των πολιτών χωρίς διακρίσεις  (με κριτήριο τη φοροδοτική ικανότητά τους) και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (με ρυθμιστικούς γνώμονες την πραγμάτωση της «αναδιανεμητικής δικαιοσύνης» και την εδραίωση του «κοινωνικού κράτους» ή «κράτους πρόνοιας»). Προς επίρρωση αυτών, το κράτος δικαιούται να αξιώνει  από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της «κοινωνικής αλληλεγγύης».
Το εύρος των οικονομικών ζητημάτων και η επήρειά τους στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι καταδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι εκτείνεται ακόμη και σε μη αγοραστικές συμπεριφορές —φαινομενικά ουδέτερες απέναντι στην οικονομία— που διαχέονται στους διάφορους δικαιικούς κλάδους (όπως, ο γάμος, το διαζύγιο, τα κίνητρα των εγκλημάτων κ.ά.).
 
Συνεπώς, πρόδηλο καθίσταται ότι το δικαιικό σύστημα συντίθεται στη συντριπτική του πλειοψηφία από κανόνες που εκφράζουν και ρυθμίζουν οικονομικές σχέσεις. Η εν λόγω εκτίμηση συνέχεται, περαιτέρω, με τους εξής συσχετισμούς: όσο πιο αποδοτικά αποδειχθούν τα τρέχοντα οικονομικά μεγέθη
(= επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος με το μικρότερο δυνατό κόστος), και
επιτυχείς οι αντίστοιχες προβλέψεις για το μέλλον, τόσο πιο ασφαλείς αποδεικνύονται οι δομές  του κράτους και η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας
και αρραγείς οι συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας.
 
2. Μια υγιής οικονομία, που διασφαλίζει βιώσιμη και κοινωνικά σταθερή ανάπτυξη, εδραιώνεται, συνήθως, σ' ένα κράτος δικαίου με ώριμο θεσμικό πλαίσιο, ικανό να προσφέρει άμεσες λύσεις (ακόμη και σε ενδεχόμενες αποτυχίες των αγορών), να διαμορφώσει κίνητρα για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και να κατανείμει ασφαλώς και ισομερώς τον παραγόμενο πλούτο στην κοινωνία. Αντίθετα, η ατροφία και ανεπάρκεια βασικών θεσμών του δικαίου, η κακονομία, η ανομία, η πολυνομία, καθώς και η μη εφαρμογή, ή η ανεπιτυχής εφαρμογή  των νόμων οδηγούν σε πολυδιάσπαση της εξουσίας και στη δημιουργία εστιών οικονομικής ανισότητας. Εξίσου ατυχής χαρακτηρίζεται και η κλειστή οικονομία, που —θεμελιωμένη σ' ένα πελατειακό-γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο τελεί κατά κόρον υπό την κρατική προστασία—, λειτουργεί τελικά σε βάρος των εργαζόμενων, του ιδιωτικού τομέα και των καταναλωτών, ενώ, αποθαρρύνοντας τις συναλλαγές ή ενισχύοντας το κόστος αυτών, αποτρέπει τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών πόρων.
Απότοκοι των ανωτέρω λόγων είναι, επίσης, η έλλειψη των προϋποθέσεων εδραίωσης της civil society [= «κοινωνίας πολιτών» = συνύπαρξης με υψηλό δείκτη κοινωνικού κεφαλαίου σε ζητήματα ενισχυτικά της κοινωνικής συνοχής (λ.χ. ανάπτυξη κλίματος συνεργασίας, εμπιστοσύνης, εθελοντισμού)].
 
3. Η αδυναμία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας να επιβιώσει σ' ένα ολιγαρχικό σύστημα παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός κράτους, που, παρά την αποκατάσταση και εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όχι μόνο δεν μερίμνησε για την εξάλειψη, αντίθετα επέτεινε τις παθογένειες του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.
Ενδεικτικά, οι ιδιοτελείς διανεμητικές συσπειρώσεις (λ.χ. τα ισχυρά καρτέλ, τα ολιγοπώλια, ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, οι περιορισμοί στην άσκηση των
επαγγελματικών δραστηριοτήτων κ.ά.) που ωφελούνταν από τη βιωσιμότητα των
κλειστών θεσμών, δεν επέτρεψαν την καθιέρωση μεταρρυθμίσεων (λ.χ. την είσοδο νέων επιχειρήσεων, τη δημιουργία κινήτρων για την ανάπτυξη της καινοτομίας και του υγιούς ανταγωνισμού). ΄Ομως, ακόμη και οι θεσπισθείσες προς την κατεύθυνση της ισότητας των ευκαιριών με σκοπό την εδραίωση υγιών οικονομικών σχέσεων και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους δικαίου απέτυχαν, γιατί δεν συνοδεύτηκαν από παιδαγωγικού-ιδεολογικού χαρακτήρα παρεμβάσεις του κράτους, συνιστάμενες στην παροχή κινήτρων για τη βίωση από τους πολίτες πρότυπων κοινωνικής συμπεριφοράς (= διαμόρφωση εδραίας πεποίθησης ότι τα εν λόγω υποδείγματα ήταν αναγκαία για την κοινωνική συμβίωση και τη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας και συνοχής). Τούτο επέτειναν η λειτουργία του κράτους ως αναξιόπιστου αντισυμβαλλόμενου στις εσωτερικές και διεθνείς συναλλαγές, η διαπλοκή της οικονομικής με την πολιτική εξουσία, η αναιτιολόγητη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού και ο ανορθολογικός τρόπος οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, η απαξίωση και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Ενώ, καταλυτική υπήρξε και  η άρνηση των πολιτών να αναγνωρίσουν την προφανή συμβολή και ευθύνη τους στη δόμηση μιας μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας, όπου κυριαρχούσαν ο άφρων δανεισμός και η απατηλή ευημερία —
στοιχεία αναντίστοιχα προς τους τομείς της υλικής παραγωγής—, η οποία μετεξελίχθηκε σε κοινωνία διάχυτης οικονομικής κρίσης και ανασφάλειας.
 
4. Στο πλαίσιο των εν λόγω ελλειμματικών δεδομένων, που κατέτειναν στην κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των φορέων της κρατικής εξουσίας, ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη η κατάρρευση της εθνικής οικονομίας και ευχερής η εξάρτηση του ελληνικού κράτους, του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας από τους δανειστές, μέσω της επιβολής αδιέξοδων και ανεπιτυχών πολιτικών λιτότητας.
Ενώ, η τυποποίηση, περιαφή, καθώς και επιβολή της εξάρτησης με τον μανδύα  της «αλληλέγγυας εταιρικής σχέσης» μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης επεδίωξε μάλλον να συγκαλύψει τις  καταναγκαστικές συνιστώσες της με επίπλαστες διαδικαστικές εγγυήσεις, έτσι ώστε να επιβάλλονται ως αυτονόητες και αναπόφευκτες.
Ενδεικτικά, η συνεχής προσφυγή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ τυπικά ισότιμων μερών (Ελλάδα, Τρόικα-Θεσμοί), λειτούργησε κατ' ουσίαν ως διαδικασία πειθαναγκασμού (= πειθούς για τη σκοπιμότητα λήψης των σχετικών μέτρων και μέσον πίεσης για την άμεση και ασφαλέστερη εφαρμογή τους), με σκοπό την αναγνώριση της «κατ' επιταγήν» δεσμευτικότητάς τους ως «δέουσας» και αναπόδραστης στις περιστάσεις.
 
Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων ήταν εν πολλοίς αναμενόμενα, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι των «θεσμών», γνωρίζοντας τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας απέναντι στην ισχυρή διαπραγματευτική τους θέση, κατ' ουσίαν υπαγόρευσαν τους όρους «ανάταξής» της, χειραγωγώντας, έμμεσα, και
άλλους τομείς της κρατικής πολιτικής εξίσου σημαντικούς προς αυτήν, παρότι δεν υπήρξαν αντικείμενα διαπραγματεύσεων.
΄Ομως, οι αναπτυχθείσες σχέσεις οικονομικής κυριαρχίας και υποταγής, που αντιστοιχούν εν πολλοίς σε μια κατάσταση  ο ι ο ν ε ί  π ρ ο σ τ α σ ί α ς,  κατέδειξαν ότι:
α) εξασφαλίζουν, σε δυσχερώς ανατάξιμες εθνικές οικονομίες —όπως η
ελληνική— μια πρόσκαιρη και επισφαλή ισορροπία, που τίθεται κάτω από τον αποτελεσματικό και συνεχώς ανανεούμενο έλεγχο των κυρίαρχων-εξωγενών πολιτικών δυνάμεων που τη διαμορφώνουν, και
β) κατατάσσουν ως προέχουσα στην κλίματα των κρατικών υποχρεώσεων την ικανοποίηση των οικονομικών (και των παράπλευρων) απαιτήσεων των δανειστών.
 
5. Η διάχυτη κοινωνική ανασφάλεια στην Ελλάδα, σε συσχετισμό με τη θέση της σ' ένα γεωστρατηγικό περιβάλλον κομβικής σημασίας, όπου συγκρούονται «ζωτικά» συμφέροντα των πρωταγωνιστών και ρυθμιστών της νέας (παγκοσμιοποιημένης) τάξης πραγμάτων, καθιστούν την ανάταξη της οικονομίας της ζήτημα εθνικής επιβίωσης.
Ενώ, οι μακράς  διάρκειας συνεπαγωγές των «Μνημονίων», που επιβλήθηκαν ως ένα ετεροπροσδιοριζόμενο δίκαιο για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, δεν προβλέπουν, ασφαλώς, τον χρόνο περάτωσης της κρίσης και επανόδου της δημοκρατίας στην κανονικότητα.
Με τις παρεμβατικές-εξουσιαστικές δυνατότητες των εκφραστών του «Μνημονιακού Δικαίου» στη διαμόρφωση του «δέοντος» των οικονομικών μεγεθών της χώρας και την υποχρέωση συμμόρφωσης στις συμβατικές της υποχρεώσεις —που αποδείχθηκαν, στο πρόσφατο παρελθόν, τουλάχιστον ατυχείς για τα ελληνικά κοινωνικοπολιτικά δεδομένα—, η δημοκρατική νομιμότητα τίθεται σε νέες δοκιμασίες με απροσδιόριστα και αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά.
Στην τρέχουσα περίοδο της παρατεινόμενης και διάχυτης ανασφάλειας οι νόμιμοι φορείς της κρατικής εξουσίας δεν υποχρεούνται, απλώς, να τηρούν τη δημοκρατική νομιμότητα, αλλά και να επιδιώκουν την αβίαστη συναίνεση του δοκιμαζόμενου λαού (ως νομιμοποιητικό τους θεμέλιο) σχετικά με το περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής. Και τούτο, παρά τον περιορισμό της αξιοπιστίας τους
που επιφέρει η φθορά της εξουσίας εν μέσω διάχυτης αβεβαιότητας σχετικά με την
αποτελεσματικότητα της ασκούμενης πολιτικής και την ιστορική εξέλιξη της συγκεκριμένης πολιτείας. 
 
Β. Η δοκιμασία της εθνικής οικονομίας στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης  οικονομίας της αγοράς και του φαινομένου της διεθνούς ύφεσης
 
1.  Σε περιόδους ομαλής πορείας του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, ο γνωστικός κλάδος της πολιτικής οικονομίας πορεύτηκε προς την κατεύθυνση της παραγωγής διανοητικών επιτευγμάτων παγκόσμιας αναγνώρισης, σχετικών με την οργάνωση του κράτους και της κοινωνίας. Από τη στιγμή, όμως, που η κοινωνική ισορροπία κατέστη επισφαλής, ο προσανατολισμός της μη προβλέψιμος και τα διανοητικά κατασκευάσματα της κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης αμφισβητήθηκαν δομικά και ορισμένα κατέρρευσαν (πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν), τότε και τα αποκυήματα του κοινωνικού προβληματισμού και των κοινωνικών αγώνων προσφέρθηκαν βορά σε καθεστώτα αλαζονείας, που επιζητούν, αενάως, την  ι δ ι ο π ο ί η σ η  τ η ς «Α π ό λ υ τ η ς  Ι σ χ ύ ο ς».
Ιδίως, σε περιόδους διάχυτης και βαθιάς κρίσης, όπως αυτή της μετανεωτερικότητας που διερχόμαστε, ελλοχεύει, πάντοτε, ο κίνδυνος να εξελιχθεί η ιστορία ερήμην των ανθρώπων, που συνιστούν τους αυθεντικούς δημιουργούς της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τίθενται υπό αμφισβήτηση τα κεκτημένα της κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης και του πλουραλισμού. Ενώ, η δημοκρατία οπισθοδρομεί στις καταβολές της ως «σύστημα απλής (ή ατελούς) πολιτικής διαχείρισης» και η οικονομία επαφίεται στις ιδιαιτερότητες και τους ανεξέλεγκτους κανόνες της αγοράς.
 
2. Το φαινόμενο της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, που συνιστά μια μορφή πλανητικής διακυβέρνησης του καπιταλισμού, ευνοεί —με δέλεαρ, την απελευθέρωση των αγορών από τα κράτη και τη δίκαιη κατανομή του παγκόσμιου
πλούτου στους λαούς, τη διασφάλιση της ευημερίας τους, της ειρήνης μεταξύ των εμπόλεμων κρατών  και της διεθνούς τάξης— την κατάργηση των εθνικών συνόρων, την εξασθένιση των εθνικών κρατών και την κατίσχυση της ιδιωτικότητας έναντι της κοινωνικότητας των ατόμων, την προσέγγιση και αλληλεπίδραση του εθνικού με το υπερεθνικό στοιχείο, εν τέλει τον πλήρη έλεγχο και την υποταγή του πρώτου στο δεύτερο. Ειδικότερα  σηματοδοτεί την αποδόμηση των σταθερών της δημοκρατίας και την ομηρεία της (ιδίως, του κράτους πρόνοιας) στο διεθνές κεφάλαιο, μέσω της τακτικής των ιδιωτικοποιήσεων, της εξαγοράς και συγχώνευσης των δημόσιων επιχειρήσεων, της κατάργησης των ελεγκτικών μηχανισμών του Δημοσίου στον ιδιωτικό  τομέα και της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Στο πλαίσιο  των εν λόγω εξελίξεων το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, επιδιώκει δυναμικά, την κατάκτηση ενός ολοένα διευρυνόμενου πεδίου δράσης,
προκειμένου να κυριαρχήσει, πλήρως, ο  «ν ό μ ο ς  τ η ς  α γ ο ρ ά ς»  έναντι άλλων ανταγωνιστικών δυνάμεων. Και η εν λόγω στόχευση καθίσταται ευχερέστερη ιδίως μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού και την απίσχνανση των εθνικών κρατών.
Τα εν λόγω στοιχεία, απολυταρχικού εν πολλοίς χαρακτήρα, έχουν διαμορφωθεί σε μια μόνιμη δομή που λειτουργεί στον ίδιο κοινωνικό χώρο
παράλληλα με το δημοκρατικό κράτος, υπονομεύοντας ωστόσο τις παραμέτρους
της νομισματικής και δημοσιονομικής κυριαρχίας του∙ με συνέπεια, τη συρρίκνωση των νομιμοποιητικών λειτουργιών του προς όφελος των αντίστοιχων κατασταλτικών και τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού έθους και ήθους που προκρίνει την
π ρ ο σ φ υ γ ή  σ τ η  μ ε γ ι σ τ ο π ο ί η σ η  τ η ς  ι δ ι ω φ έ λ ε ι α ς  α ν τ ί  τ η ς
κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς  α λ λ η λ ε γ γ ύ η ς.
3. Στο σύγχρονο καθεστώς της εργασιακής επισφάλειας, το κράτος περιορίζει τον αριθμό των μεσολαβητικών του πρωτοβουλιών μεταξύ εργατών και εργοδοσίας με σκοπό την εφαρμογή συμβιβαστικών διαπραγματεύσεων∙ ενώ η δραστικότητα των ενεργειών του στην εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών εκτιμάται εν πολλοίς ως ανεπαρκής, επίπλαστη ή αφερέγγυα. Τούτο καθίσταται πρόδηλο, ιδίως όταν απειλείται μαζική αποχώρηση του κεφαλαίου, οπότε οι φορείς της κρατικής εξουσίας ενεργοποιούνται, άμεσα, προκειμένου να επιτύχουν την αποτροπή της, υποβιβαζόμενοι κατ' ουσίαν σε  ο ι ο ν ε ί  ε μ π ο ρ ι κ ο ύ ς
α ν τ ι π ρ ο σ ώ π ο υ ς  τ ο υ.
Παράλληλα, οι κανόνες δικαίου αποβάλλουν την κοινωνική τους δυναμική και υποχωρούν, ασύντακτα, στις εντολές και αχαλίνωτες πρακτικές του κεφαλαίου. ΄Ετσι, οι εργαζόμενοι —εξωθούμενοι σε απομάκρυνση από τις μορφές του κοινωνικού διαλόγου, των «κοινωνικών συμβολαίων» και των «κοινωνικών κεκτημένων», που θα τους επιτρέψουν να χειραφετηθούν ως πολίτες και ενεργά υποκείμενα των εργασιακών δικαιωμάτων  συνταγματικής περιωπής— αναγκάζονται να ταυτίσουν τις τύχες τους, πλήρως, με την προοπτική της περαιτέρω ενίσχυσης των εργοδοτών (κατ' ουσίαν, να συμμορφωθούν στις απαιτήσεις μιας μονόπλευρης προσαρμογής). 

Η τάση αυτή είναι προδιαγεγραμμένη να επιταθεί από τη φύση της
σύγχρονης επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης, ιδίως στις αποδοτικότερες μορφές παραγωγής, όπου ο ανταγωνισμός είναι οξύτερος. Ενώ, κορυφώνεται με την επιδίωξη του απόλυτου ελέγχου των παγκόσμιων διαύλων χρηματοκοινωνικής ροής και των μέσων πληροφόρησης και επικοινωνίας, καθώς και τη μονοπώληση της τεχνολογικής ανάπτυξης, της διαχείρισης των φυσικών
πόρων και της παραγωγής όπλων μαζικής καταστροφής.
Συνέπεια των ανωτέρω είναι να καθίσταται ευάλωτη η δημοκρατία από τους  νόμους της αγοράς, να δημιουργούνται περιοδικά παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις και να εμφανίζονται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο εθνικισμός ως «μεσσιανιστικές ανασχέσεις» στην επιδίωξη κατίσχυσης της αγοράς ως κεντρικού
σχεδιαστή του παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού γίγνεσθαι.
Η διάχυση των αρνητικών συνεπαγωγών της χρηματοοικονομικής
παγκοσμιοποίησης και η μη διαφαινόμενη αναστροφή τους —που εξωθεί στο περιθώριο τις πιο ευάλωτες χώρες αλλά και τις πιο αδύναμες κοινωνικές τάξεις— σηματοδοτεί μια φάση νέων οργανωτικών προσεγγίσεων, που στοχεύουν
στην υπέρβαση ή την άμβλυνσή τους (λ.χ. προσφυγή στους αλληλέγγυους κοινωνικούς αγώνες εδραιωμένους στην πίστη της εργατικής εξουσίας, στη διαμόρφωση νέων συμμαχιών μεταξύ εργατών, καταναλωτών και φορέων τοπικής εξουσίας και στην κυβερνητική στήριξη των εργατικών δικαιωμάτων  με συνταγματικό έρεισμα).
 
4. Δεδομένου, ότι η πολιτική εξουσία υποθάλπτει, συχνά, τις στρατηγικές κινήσεις των παγκοσμιοποιημένων αγορών και συντρέχει στη διαμόρφωση της «δομικής ισχύος» τους, τούτο παρέπεται ότι και οι αγορές ενισχύουν εν πολλοίς την αλαζονεία των ιμπεριαλιστικών και εθνικιστικών τάσεων των κυρίαρχων κρατών (ιδίως, στη διάσταση της στρατιωτικής και οικονομικής τους κατίσχυσης) έναντι των ασθενέστερων και εξαρτώμενων.
Η εξέλιξη αυτή καθίσταται ευχερέστερη, με την υπόθαλψη παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων και την επιβολή πολιτικών σκληρής λιτότητας και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που συνιστούν τις προϋποθέσεις της δομικής και ασφαλούς εξάρτησης των αδύναμων κρατών. Ενώ, οι τάσεις κατίσχυσης των κυρίαρχων κρατών εκδηλώνονται, συχνά, ακόμη και με την άσκηση βίας ή απειλών χρήσης βίας. Οι εν λόγω πρακτικές καθίστανται συνήθεις στη σύγχρονη εποχή, ιδίως όταν στις επικράτειες των ασθενέστερων κρατικών οντοτήτων (που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κρίση, αποκλειστικά, με εγχώρια μέσα) εστιάζονται πλουτοπαραγωγικές πηγές ζωτικής σημασίας (λ.χ. ενέργειας) για τη βιωσιμότητα της οικονομίας των ισχυρών ή ενσωματώνουν οδικούς και λιμενικούς κόμβους που διευκολύνουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων και τη διασφάλιση της παγκόσμιας κυριαρχία τους.
Για την ασφαλέστερη πραγμάτωση των ανωτέρω επιδιώξεων, οι στόχοι της παγκοσμιοποίησης συγκεραίνονται (και συγκυριακά ταυτίζονται)  με τους αντίστοιχους της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, προκειμένου να διαμορφωθεί μια
«π λ α ν η τ ι κ ή  κ υ β ε ρ ν ώ σ α  θ έ λ η σ η»,  και παράλληλα να εξαλειφθούν ή να
αποδυναμωθούν απειλητικά ανταγωνιστικά μεγέθη.
Ειδικότερα, οι εν λόγω συσχετισμοί λειτουργούν, ασφαλώς, είτε ως παρεμπόδιση υπερεξοπλισμού κρατών ικανών να αμφισβητήσουν τις  κυρίαρχες δυνάμεις στην τεχνογνωσία παραγωγής και στην εμπορευσιμότητα σύγχρονων όπλων μαζικής καταστροφής, είτε ως ενίσχυση εξοπλιστικών προγραμμάτων κρατών διατιθέμενων να συνεργασθούν στρατιωτικώς με αυτές, προβάλλοντας ως πρόσχημα την «πάταξη εξτρεμιστικών καθεστώτων», τον «εκδημοκρατισμό» ιδίως κρατών της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, τη «διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων» και δέλεαρ την παροχή πολιτικών, οικονομικών και γεωστρατηγικών προνομίων.
 
5. Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους αρνητικούς πρωταγωνιστές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δεδομένου ότι, παρά την ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και την Ευρωζώνη (με σκοπό τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων της, αναγόμενων, εν προκειμένω, στη δημοσιονομική και νομισματική της σταθερότητα), οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να προβλέψουν και να αντιμετωπίσουν, δραστικά, τους δομικούς κλυδωνισμούς που επέφεραν οι ριζικές αναπροσαρμογές του παγκόσμιου καπιταλισμού και τα κοινωνικά δεινά που επεσώρευσε η ιμπεριαλιστική του κυριαρχία.
Από το 2010, η ελληνική οικονομία τελεί υπό την  «υ ψ η λ ή  ε π ι σ τ α σ ί α» αλληλοεξαρτώμενων κέντρων διεθνούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, με συνέπεια να αποδυναμώνεται η  άσκηση μιας εθνικής πολιτικής σε ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι της χώρας και των διεθνών της σχέσεων.
Ιδίως, όταν η οικονομική «υπεξουσιότητα» των αδύναμων κρατών -όπως η Ελλάδα- συνεπάγεται και την αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική, τότε περιορίζονται, περαιτέρω, και τα περιθώρια της αυτεξούσιας ιστορικής τους εξέλιξης, δεδομένου ότι καθίστανται οργανικά αλληλένδετα στην ίδια «ενότητα σκοπιμοτήτων» με την «ά ρ χ ο υ σ α»  και  «ε π ι τ ά σ σ ο υ σ α  θ έ λ η σ η»  της υπερδύναμης.
 
6. Στην εποχή της εμπορευματοποίησης της «ειδικής γνώσης», οι φορείς αυτής μετουσιώνονται, ευσχήμως, —ιδίως στον παγκοσμιοποιημένο τομέα της
οικονομίας— σε «πολιτικούς παράγοντες-διαπραγματευτές». Παρότι δεν συντρέχει υπέρ αυτών το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, ο βαθμός εγκυρότητας της γνώσης τους, ως  «ν έ ο υ  π ο λ ι τ ι κ ο ύ  δ έ ο ν τ ο ς»  επιβάλλεται από τις παγκοσμιοποιημένες αγορές —που λειτουργούν, εν προκειμένω, ως «νομιμοποιός δύναμη»— με την αυθεντία της μόνης ορθής στη δημόσια ζωή ακόμη και δημοκρατικών πολιτειών.
Ενδεικτικά, οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λειτούργησαν στις διαπραγματεύσεις με τους αρμόδιους Υπουργούς των Ελληνικών Κυβερνήσεων, κατά τη σύνταξη των Μνημονίων, ως  α π ό  π ε ρ ι ω π ή ς  ε κ φ ρ α σ τ έ ς  τ ο υ  δ ε ο ν τ ο λ ο γ ι κ ά
«ο ρ θ ο ύ» σχετικά με την οικονομική ανάταξη της χώρας, προκειμένου να προσδώσουν στη γνώμη τους το κύρος της αδιαμφισβήτητης γνώσης —κατ' ουσίαν των περιθωρίων επιβολής— που διέθεταν.
Ωστόσο, η «αυθεντία», σχετικά με τη διάγνωση των λόγων της οικονομικής κρίσης και των προταθέντων κοινωνικοπολιτικών μέτρων-απαιτήσεών τους για την εξάλειψή της [που στην πράξη αποδείχθηκαν, κατ' επανάληψη, ατυχείς (λ.χ. η αναγνώριση από το ΔΝΤ της χρήσης λανθασμένων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών)], υπέκρυπτε, εν τέλει, τη δύναμη επιβολής που διαθέτουν οι διεθνείς οργανισμοί, οι οποίοι σχετικοποιούν θεμελιώδεις παραμέτρους της δημοκρατικής αρχής (προεχόντως, την ισηγορία και τη διαλεκτική του πολιτικού διαλόγου). Συνεπώς, την επιβολή των προτάσεών τους που διατύπωναν οι διαπραγματευτές δεν τη νομιμοποιούσε η γνώση αλλά η «π ο λ ι τ ι κ ή
ε ξ ο υ σ ι ο δ ό τ η σ η»  της υπερδύναμης, που τους καθόριζε ως κατάλληλους για την εκπροσώπηση των συμφερόντων της.
7. Την πλήρη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας —ιδαίτερα την περίοδο της κρίσης— από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ενισχύουν και οι οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας [Credit Rating Agency (CRA)]. Διότι, προσφέρουν «ανεξάρτητες» και «έγκυρες» υπηρεσίες, διμερώς: στους δανειστές προκειμένου να αποφύγουν άδηλους πιστωτικούς κινδύνους που παρεισφρέουν στις επενδυτικές ευκαιρίες (λ.χ. αυστηρές παρακολουθήσεις των δανειζόμενων κρατών, σαφής προσδιορισμός και δημοσιοποίηση αξιολογήσεων των χρεών τους, σαφείς ερμηνείες πολύπλοκων πιστώσεων κ.ά.) και στους δανειζόμενους για να προσαρμόσουν τις οικονομικές δραστηριότητές τους σύμφωνα με τα καθοριζόμενα πρότυπα πιστοληπτικής ικανότητας.
 
Οι  CRA έχουν δεχθεί έντονη κριτική, ιδίως από Κυβερνήσεις κρατών των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα αξιολογήθηκε κατ' επανάληψη, αρνητικά.
Συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκαν, συλλήβδην, ως αγορά ολιγοπωλιακών συμφερόντων —που εξέθρεψε η δογματική νεο-φιλελεύθερη φιλοσοφία—, η οποία λειτουργεί χωρίς αυστηρό έλεγχο από άλλους οργανισμούς, με συνέπεια να επηρεάζονται, καθοριστικά, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αξιοπιστία, ιδίως των οικονομικά ευάλωτων κρατών.
Ο έλεγχος της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς από την υπερδύναμη  ασκείται
και μέσω των “Big Three” (“Μοοdy's Investors Service”, “Standard and Poors”, “Fitch Rating”), οι οποίοι αναλαμβάνουν το 95% των αξιολογήσεων και εδρεύουν στις Η.Π.Α.  Προς τούτο, προτάθηκε η δημιουργία ενός «ανεξάρτητου» ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης ή η αυστηρότερη εποπτεία των CRA.
 
8. Με τα Μνημόνια επικυρώθηκαν η απόλυτη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και προσδιορίστηκαν οι όροι ανάπτυξης και κοινωνικής αναπαραγωγής της σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και του ΔΝΤ και της Νομισματικής ΄Ενωσης της Ευρώπης, των οποίων η Ελλάδα αποτελεί ενεργό μέλος.
Παρότι, η παγκοσμιοποίηση συνέτεινε στον επιμερισμό της κρατικής εξουσίας και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της σε περισσότερα κέντρα λήψης αποφάσεων, που τελούν υπό την εποπτεία και τον συντονισμό μιας «Υπέρτατης Αρχής», οι ελληνικές κυβερνήσεις —επικαλούμενες κατά κόρον την ασφυκτική πίεση και τους αλλεπάλληλους εκβιασμούς των αγορών και δανειστών τους για την εκταμίευση της εκάστοτε επόμενης δόσης— δεν υπέβαλαν τις «μνημονιακές δεσμεύσεις» στην εμβριθή αποτίμηση του Αντιπροσωπευτικού Σώματος, ως αυθεντικού εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας. Το εν λόγω κρατικό όργανο —παρά τις λειτουργικές δυνατότητες που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα και ο ΚτΒ— επικύρωσε τις σχετικές πράξεις μέσα από την καταχρηστική εφαρμογή διαδικασιών κατεπείγουσας νομοθέτησης (άρθρ. 76 παρ. 4 Συντ.) και αποφυγής του ενδελεχούς κοινοβουλευτικού διαλόγου (που, ούτως ή άλλως, δυσχέραινε η κατάθεση των Μνημονίων με τη μορφή των πολυνομοσχεδίων και η συμπερίληψη των σχετικών διατάξεων σε ένα μόνο άρθρο). Ενώ, το πολιτικό και κομματικό σύστημα αποδείχθηκαν απροετοίμαστα και αδύναμα να αποτρέψουν την κοινωνική διάχυση των αρρύθμιστων συνεπαγωγών της κρίσης και την επιβολή τετελεσμένων, αναγόμενων στην  κατ' ουσίαν  «ε κ π ο ί η σ η  τ η ς  χ ώ ρ α ς».
 
Χωρίς να παραβλέπεται ότι η άσκηση του απεριόριστου δικαιώματος γνώμης και ψήφου των βουλευτών κατά συνείδηση (άρθρ. 60 παρ. 1 Συντ.), στη
σύγχρονη εποχή της ταχείας προόδου της τεχνικής και των επιστημών, προϋποθέτει
πολύπλευρη μελέτη, ενδελεχή ενημέρωση και αδιάκοπη ενεργητική
παρακολούθηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, με συνέπεια να καθίσταται ολοένα δυσχερέστερη η επιτέλεση του έργου τους, ωστόσο η επιλογή των ανωτέρω διαδικασιών, ιδίως κατά τη ρύθμιση ζητημάτων που ανάγονται στην επιβολή ενός κοινωνικού και εργασιακού καθεστώτος με διάχυτη αβεβαιότητα και εκτεταμένη κοινωνική ανασφάλεια μακράς διάρκειας, παρέπεται την άμβλυνση της πολιτικής συνείδησης και της κυριαρχικής ιδιότητάς τους ως εκπροσώπων του υπέρτατου κρατικού οργάνου.
 
Γ. Το «νομοθετικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης», η ανέλιξή του σε «νέα νομική (Μνημονιακή) κανονικότητα» και η διαφοροποίησή του από το «συνταγματικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης» (άρθρ. 48 Συντ.)
 
1. Στη μεταπολιτευτική περίοδο —έως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα— η ελληνική δημοκρατία άντεξε σε μια σειρά προκλήσεων αναγόμενων στην εθνική της ασφάλεια, αλλά και σε ένα νέο σύστημα μονοπώλησης της διεθνούς ισχύος σε βάρος των εθνικών κρατών, εδραιωμένο στον έλεγχο της παγκοσμιοποιημένης «οικονομίας των αγορών». Κεφαλαιοποιώντας τα επιτεύγματά της, πρωτόγνωρα στα δεδομένα της νεώτερης πολιτικής ιστορίας της (ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, του κοινωνικού κράτους δικαίου και του πολυκομματισμού), κατόρθωνε να διευθετεί, ευχερώς, εσωτερικές συγκρούσεις και κλυδωνισμούς.
Παράλληλα, όμως, το πολιτικό σύστημα ανεχόταν και εν πολλοίς υπέθαλπτε τη διαβρωτική ισχύ φαινομένων κοινωνικοπολιτικής παθογένειας (ασυδοσίας, διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων, ιδιοτέλειας, αναξιοκρατίας), που συνέτειναν στη βαθμιαία απίσχνανση των δομών, καθώς και των αντοχών της δημοκρατίας, ιδίως, στα πλαίσια μιας  οξύτατης οικονομικής κρίσης με ανεξέλεγκτες και χρονικά απροσδιόριστες συνεπαγωγές. Ενώ, οι αναθεωρητικοί νομοθέτες του 1986, 2001 και 2008 δεν συνεκτίμησαν, επαρκώς, κατά την υποβολή των προτάσεών τους, τα διεθνή νομικοπολιτικά δεδομένα που πυροδότησαν ραγδαίες εξελίξεις από το 1980 (ιδίως, μετά το 1989-1990), καθώς και τις απότοκες αυτών οικονομικές πιέσεις και δεν μερίμνησαν —στα πλαίσια σύγκλισης των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων— για τη διαμόρφωση στρατηγικών ανάσχεσης μιας διαφαινόμενης δομικής κρίσης, εδραιωμένης στις ανωτέρω παθογένειες.
2. Σε περιόδους οξύτατης οικονομικής και κατ' επέκταση κοινωνικής κρίσης της χώρας —όπως η τρέχουσα, από το 2010—, που ανέδειξε τις πολύπτυχες αδυναμίες της, τα ερμηνευτικά όρια της απόκλισης από την κανονικότητα δεν συνδέθηκαν με το αυστηρό διαδικαστικό και ουσιαστικό πλαίσιο εφαρμογής του άρθρ. 48 Συντ.∙ διότι, οι συνεπαγωγές του (μερική ή ολική αναστολή διατάξεων αναγόμενων σε θεμελιώδη δικαιώματα, σύσταση εξαιρετικών δικαστηρίων) είναι απολύτως απρόσφορες για την αποτελεσματική ρύθμιση των εν λόγω δεδομένων. Συγκεκριμένα, η συνταγματική εξαίρεση από τη νομικοπολιτική κανονικότητα, που προβλέπεται στο άρθρ. 48 παρ. 1 Συντ. (στις ακραίες συνθήκες του πολέμου, της επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή της άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και της εκδήλωσης ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος):
α) μπορεί να λειτουργήσει διττώς:
α1) ως εγγύηση της συνέχειας και ισχύος του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και
α2) ως εν δυνάμει στοιχείο υπονόμευσης και αποδυνάμωσής της, επίσης
β) δεν συνάδει προς τις «ολιγότερο ακραίες συνθήκες» μιας οικονομικής κρίσης.
Προς τούτο —και προκειμένου να αποφευχθεί η επικείμενη χρεοκοπία της χώρας— επιλέχθηκε εκ μέρους του νομοθέτη και των ερμηνευτών του δικαίου η
δικαιολόγηση και εφαρμογή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως «νέας νομικής κανονικότητας».
 
3. Τα κύρια γνωρίσματα  του εν λόγω καθεστώτος —που θεσπίζεται ή ενεργοποιείται όταν διαταραχθεί ή απειληθεί σοβαρά το κανονικό πλαίσιο δράσης ενός κράτους δικαίου, χωρίς πάντως να επιλεγεί η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας— είναι συνήθως:
α) η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και
β) η περιστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Το δίκαιο της ανάγκης έχει συνταγματικό χαρακτήρα μόνο στις περιοριστικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις ενεργοποίησης  του άρθρ. 48 παρ. 1. Αντίθετα, το σύνολο των τυπικών νόμων και των κανονιστικών πράξεων, που ανάγονται στη διαχείριση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, συνθέτουν το  «ν ο μ ο θ ε τ ι κ ό
δ ί κ α ι ο   τ η ς  α ν ά γ κ η ς».
 
Ενδεικτικά, «δίκαιο έκτακτης ανάγκης» αποτελούσε το πρώτο Μνημόνιο, σύμφωνα με το Υπόμνημα που κατέθεσε το Υπουργείο των Οικονομικών στο ΣτΕ,
ενόψει της συζήτησης των προσφυγών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, της
ΑΔΕΔΥ, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλων φορέων. Ειδικότερα,
προέβλεπε ότι οι ρυθμίσεις των νόμων 3833 και 3845/2010, που ενσωμάτωναν το πρώτο Μνημόνιο:
α) υπάγονταν στην ανωτέρω  κατηγορία δικαιικών κανόνων, γιατί υπαγορεύονταν από λόγους έντονης προστασίας του εθνικού συμφέροντος∙ συγκεκριμένα,  της ελληνικής οικονομίας από την κατάρρευση και τη διασφάλιση της χρηματοδότησης πολιτικών στους τομείς της Εθνικής Ασφάλειας, της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης∙
β) ο προσωρινός περιορισμός δικαιωμάτων περιουσιακού ή ασφαλιστικού χαρακτήρα ήταν αναγκαίος και επιβαλλόμενος από τις συνθήκες και την εν γένει  δημοσιονομική κατάσταση της χώρας προκειμένου να διασφαλισθεί «η διατήρηση των εν λόγω δικαιωμάτων και η σταδιακή βελτίωσή τους μόλις αναταχθεί η
δημοσιονομική κατάστασή της»∙
γ) τα ανωτέρω μέτρα ήταν «συμβατά με τις συνταγματικές επιλογές, αλλά και επιβεβλημένα»∙ ενώ, δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας καθώς υπήρξαν:
γ1) «απολύτως αναγκαία» (= αν δεν είχαν ληφθεί είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε αδυναμία πληρωμής μισθών και συντάξεων), και
γ2) «κατάλληλα» (= διότι, συνέβαλαν άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών).
4. Το «δίκαιο της έκτακτης ανάγκης» που ενσωματώνουν τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι (= το εξαιρετικό δίκαιο διαχείρισης της τρέχουσας οικονομικής κρίσης) διακρίνονταν —στο στάδιο της διαμόρφωσής τους— για τις διαρθρωτικές ιδιαιτερότητες των σχετικών νομοσχεδίων (κατάθεσή τους με τη μορφή των πολυνομοσχεδίων, συμπερίληψη των σχετικών διατάξεων σε ένα μόνο άρθρο) και την καταχρηστική προσφυγή σε συνοπτικές νομοθετικές διαδικασίες (κατεπείγουσα διαδικασία, διαδικασία ενσωμάτωσής τους στο σύστημα των κανόνων δικαίου μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου). Η αποστροφή του κοινοβουλευτικού διαλόγου υπήρξε πρόδηλη, παρότι ο πρωτόγνωρος και δύσληπτος χαρακτήρας των σχετικών ρυθμίσεων και οι μακροχρόνιες συνέπειές τους στο σύνολο της κοινωνίας απαιτούσαν τη λεπτομερή και εμβριθή τους εξέταση.
  
Ως αιτιολογικό έρεισμα των εν λόγω πρακτικών  προβλήθηκε η επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων —όντας υπό καθεστώς «οικονομικής υπεξουσιότητας» και
δομικής αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας ως ενιαίου, αδιάσπαστου και απόλυτου μεγέθους— να διασφαλίσουν το ταχύτερο δυνατόν τη βιωσιμότητα της
χώρας (μέσω της καταβολής της επόμενης δόσης των δανείων), που προϋπέθετε τη νομοθετική αποδοχή των σχετικών μέτρων.
Προς επίρρωση των ανωτέρω πρακτικών, οι κυβερνώντες αποδέχτηκαν ένα ευρύ φάσμα περιορισμών (ενσωματωμένων σε μονομερείς πράξεις ή αποφάσεις
καθώς και διεθνείς συμφωνίες ή συμβάσεις, οι οποίες απηχούσαν τους όρους και τις απαιτήσεις του διεθνούς οικονομικού και ενωσιακού δικαίου), που καθόριζαν οι διεθνείς πιστωτές. Ενώ, ιεραρχώντας τις μορφές του διεθνούς οικονομικού συμφέροντος κατέτασσαν, συγκυριακά (λόγω των έκτακτων αναγκών), τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών στην υπέρτατη βαθμίδα των επίμαχων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων, με συνέπεια την επιβολή περιορισμών ακόμη και στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεσμικές εγγυήσεις σε βαθμό υπερκείμενο αυτών που θεσπίζονται υπό κανονικές συνθήκες. Και τούτο, παρότι οι έκτακτες συνθήκες δικαιολογούν, συνήθως, την επίταση του δημοσιονομικού συμφέροντος σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά μόνο στο πλαίσιο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1), που παραμένει αναλλοίωτη ακόμη και υπό δυσμενείς συνθήκες, όπως οι τρέχουσες∙ δηλαδή, ο επιβαλλόμενος περιορισμός θα πρέπει να συνιστά την ηπιότερη δυνατή στις περιστάσεις επιλογή.
Άλλωστε, όταν η έννοια του δημοσιονομικού συμφέροντος υπερβαίνει τη χωρική εμβέλεια της ελληνικής επικράτειας —και συσχετίζεται με τους ανεξέλεγκτης δυναμικής κανόνες της  παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς και με τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας της ζώνης του ευρώ—, τότε μεγιστοποιούνται οι κίνδυνοι να μετουσιωθεί το εξαιρετικό δίκαιο της ανάγκης σε διαρκές και βαθμιαία να αμφισβητηθεί ακόμη και η υπόστασή του ως «δικαίου».
Οι ανωτέρω πολιτικές επέτειναν την κρίση αξιοπιστίας, αποδόμησαν το κύρος και απονομιμοποίησαν εν πολλοίς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς∙ διότι, οι φορείς τους, που είχαν ήδη υπονομεύσει κατά συρροήν ή ανεχτεί τη διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, συνέβαλαν —μεσούσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης— στην κατάρρευση της επισφαλούς ελληνικής οικονομίας και στην επιβολή πολιτικών σκληρής λιτότητας ως  «ν έ α ς   ν ο μ ι κ ή ς
κ α ν ο ν ι κ ό τ η τ α ς».
 
5. Ωστόσο, στην 668/2012 ΣτΕ (Ολομ.), η δικαστική εξουσία δικαιολόγησε πλήρως τα ληφθέντα μέτρα, ως εξής: «Τα προτεινόμενα επείγοντα μέτρα είναι α ν ά λ ο γ α  τ η ς  ά μ ε σ η ς   κ α ι  ε π ι τ α κ τ ι κ ή ς  α ν ά γ κ η ς  να προστατευτεί το εθνικό συμφέρον και  π ρ ό σ φ ο ρ α  προκειμένου το κράτος να ανταποκριθεί
σ τ η ν  α ν ά γ κ η  μ ε ί ω σ η ς  τ ο υ   υ π ε ρ β ο λ ι κ ο ύ  ε λ λ ε ί μ μ α τ ο ς». 
 
Δ. Η παράταση των συνεπαγωγών του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και η αλλοτρίωση των δομών της εθνικής κυριαρχίας
 
1. Παρότι το «δίκαιο της (έκτακτης)  ανάγκης» είναι από τη φύση του εξαιρετικό και χρονικά περιορισμένο —και ο δικαστής υποχρεούται να ελέγχει ad hoc τον χρόνο εφαρμογής των απότοκων αυτού μέτρων, αλλά και να απαιτεί την πληρέστερη αιτιολογία της επιβολής τους στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας [Στε (Ολ.) 1972/2012], της ισότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας—, εν τούτοις η προβλεπόμενη πολύχρονη βιωσιμότητα των συνεπαγωγών του «μνημονιακού δικαίου έκτακτης ανάγκης», με σκοπό την «αποκατάσταση» και την «προστασία» της εύθραυστης και κινδυνεύουσας δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του ελληνικού κράτους, καθώς και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τους δανειστές, τις καθιστά εν πολλοίς
μ ό ν ι μ ε ς∙ διότι, η ratio της βιωσιμότητάς τους τεκμηριώνεται στον αέναο κίνδυνο
μιας νέας εκτροπής από τη δημοσιονομική κανονικότητα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες η οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξή της. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι,  οι διάχυτες επισφάλειες, που διαμορφώνονται στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και η ανισορροπία στην κατανομή του «παγκόσμιου οικονομικού μερίσματος», μετουσιώνονται, συχνά, σε παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις, που πλήττουν, προεχόντως, τα ευάλωτα κράτη∙ και η  διαδρομή του ελληνικού κράτους είναι διάχυτη από σοβαρές και αλλεπάλληλες δημοσιονομικές κρίσεις. ΄Ετσι, οι εξομαλύνσεις για τη διευθέτηση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα —πέραν της οριστικής απαλλοτρίωσης της νομισματικής μας κυριαρχίας, της οικειοθελούς αποδοχής σοβαρών περιορισμών στην αντίστοιχη δημοσιονομική, (λ.χ. εφαρμογή πολιτικών σκληρής λιτότητας και αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας)— συνδέθηκαν με μια συνεχώς  α ν α ν ε ο ύ μ ε ν η  ε π ι τ ή ρ η σ η –
κ η δ ε μ ό ν ε υ σ η του οικονομικού γίγνεσθαι της χώρας, που μετουσιώνεται, βαθμιαία, σε μια «νέα νομική κανονικότητα» με  π ε ρ ι ο ρ ι σ μ έ ν η
ν ο μ ι μ ο π ο ί η σ η  κ α ι  α π ο δ υ ν α μ ω μ έ ν η  δ υ ν α μ ι κ ή.
 
 
2. Η οικονομία εξυπηρετεί το δίκαιο, συντρέχοντας στη διαμόρφωση των γενικότερων όρων για την ασφαλή εφαρμογή του. Ενώ, το δίκαιο, χωρίς να είναι
απαύγασμα, έκφραση ή αντανάκλαση αποκλειστικά της οικονομικής του υποδομής αντενεργεί και επενεργεί καθοριστικά στη διαμόρφωση των σχέσεων παραγωγής και παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και στην ιστορική τους εξέλιξη.
Το δίκαιο των συνήθων περιστάσεων ή «δίκαιο της κανονικότητας» είναι εν πολλοίς σαφές και προγνώσιμο. Ενώ, το δίκαιο της ανάγκης —που διαμορφώνεται
κάτω από συνθήκες ταχύρρυθμης και απρόβλεπτης εξέλιξης, επισφάλειας ως προς την αποτελεσματικότητα των πρόσφορων στις περιστάσεις μέτρων και διασύνδεσής
του με άρρητους εν πολλοίς κοινωνικοοικονομικούς στόχους—  επιτείνει την
α ν α σ φ ά λ ε ι α  δ ι κ α ί ο υ.

Η «νέα νομική κανονικότητα» που υπήρξε απόρροια των συμβατικών- δανειακών σχέσεων της χώρας με εξωελλαδικούς θεσμούς, επέφερε σημαντικές αλλαγές στο νομικό status της κυριαρχίας της, που διακρίνονται για τη διευρυνόμενη εξάρτηση του εθνικού στοιχείου από το αντίστοιχο υπερεθνικό και παγκοσμιοποιημένο. Ενδεικτικά, το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος —παραιτούμενο από την «ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας» [= αμετάκλητη και άνευ όρων παραίτηση του δανειολήπτη από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει σχετικά με τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία που ανάγονται στις νομικές διαδικασίες, οι οποίες σχετίζονται με τη δανειακή Σύμβαση της 8ης Μαΐου 2010 (άρθρ. 14.5)]—, έχει απωλέσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του ισχύ να διαχειρίζεται αυτοδύναμα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Και τούτο ασχέτως των λόγων που επέβαλαν την παρείσφρηση της εν λόγω ρήτρας στις δανειακές συμβάσεις (= εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, έκφραση των ρεαλιστικών προθέσεων των δανειστών του).
Παράλληλα,  η  λ ή ξ η  τ ω ν  Μ ν η μ ο ν ί ω ν  αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων φενάκη στην εδραίωση ειλικρινών σχέσεων μεταξύ κράτους και πολιτών, διότι  σ υ ν ι σ τ ά  ο λ ο κ λ ή ρ ω σ η  τ η ς  δ ι α δ ι κ α σ ί α ς
δ  ι α μ ό ρ φ ω σ η ς  κ α ι  δ ι α σ φ ά λ ι σ η ς  τ ω ν  ό ρ ω ν  δ έ σ μ ε υ σ η ς  τ ο υ ε λ λ η ν ι κ ο ύ  λ α ο ύ  και όχι αποδέσμευσής του από τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Eνώ, η δηλούμενη ως (επανα)διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τη μερική επαναφορά του status quo ante των «κεκτημένων» εργασιακών δικαιωμάτων και μάλιστα εν μέσω διευρυνόμενων ή μεταλλασσόμενων φοροεισπρακτικών επινοήσεων-επιβαρύνσεων, καταδεικνύει την ιδιοτέλεια των κυβερνητικών επιλογών.
Συνεπώς, οι δυσανεκτικοί όροι των εξωτερικών δημόσιων δανείων (που συνήψε η Ελλάδα στις έκτακτες περιστάσεις της δημοσιονομικής της αδυναμίας),
και διαμορφώθηκαν «κ α θ'  υ π ο β ο λ ή ν»  από τους δανειστές, συνέτειναν στην de facto  αποδυνάμωση της εξωτερικής – οικονομικής της κυριαρχίας.
Ωστόσο, ο σκληρός πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας (λ.χ. ζητήματα αναγόμενα στη δημοκρατική οργάνωση της χώρας, την εσωτερική ασφάλεια, την
εξωτερική και αμυντική πολιτική), παρά τους δομικούς της κλυδωνισμούς, παραμένει θεωρητικά αλώβητος.
 
Ε. Το ενδεχόμενο απειλής της «εθνικής ασφάλειας λόγω εξωτερικών κινδύνων» και  η διεύρυνση του «καθεστώτος προστασίας»
 
1. ΄Ενα κράτος που έχει αλλοτριώσει εν πολλοίς την εθνική κυριαρχία του για
την αντιμετώπιση μιας οξείας οικονομικής κρίσης και την αποκατάσταση της κοινωνικοπολιτικής κανονικότητας, καθίσταται ευάλωτο ακόμη και σε αμφισβητήσεις αναγόμενες στην εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική του ακεραιότητα∙ διότι, αδυνατεί να ανταποκριθεί, επαρκώς, στις αυξημένες και επιβαλλόμενες στις περιστάσεις δαπάνες (=λήψη μέτρων τεκμηριωμένα αναγκαίων) για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων.
Η άμεση απειλή κατά της «εθνικής ασφάλειας» λόγω εξωτερικών κινδύνων —που αποτελεί τον τρίτο, διαζευκτικά προβλεπόμενο, λόγο κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας (άρθρ. 48 παρ. 1 Συντ.)—, θα μπορούσε να εμφανισθεί σε ακραίες περιστάσεις ως σωρευτικό απαύγασμα των αρνητικών συνεπαγωγών ενός κράτους που ταλαιπωρείται από μια βαθειά και πολύχρονη οικονομική κρίση και αδυνατεί να επανέλθει, αυτοδύναμα, σε σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Και αυτή η εξέλιξη καθίσταται πιθανή, δεδομένου ότι η  ά ρ ρ η τ η
π α ρ ά τ α σ η  τ ο υ  «δ ι κ α ί ο υ  τ η ς  α ν ά γ κ η ς»:
α) σ υ ν τ ε ί ν ε ι  σ τ η ν  ε ξ α σ θ έ ν ι σ η  τ ω ν  μ η χ α ν ι σ μ ώ ν
σ υ ν τ ή ρ η σ η ς  κ α ι  α υ τ ο π ρ ο σ τ α σ ί α ς  τ ο υ  κ ρ ά τ ο υ ς – ο φ ε ι λ έ τ η,  που υπάγονται -εξ ορισμού- στα πρωταρχικά και αυτονόητα μέσα επιβίωσης κάθε κρατικής οργάνωσης, ενώ παράλληλα
β) ε π ι τ ε ί ν ο ν τ α ι  ο ι  π ρ ο κ λ ή σ ε ι ς  α μ φ ι σ β ή τ η σ η ς   τ η ς
ε δ α φ ι κ ή ς  α κ ε ρ α ι ό τ η τ α ς  τ η ς  χ ώ ρ α ς  κ α ι  ο ι  σ υ ν α φ ε ί ς  π ρ ο ς
α υ τ ή ν  π ρ ο τ ά σ ε ι ς  «π ρ ο σ τ α σ ί α ς»  τ η ς  (κ α τ'  ο υ σ ί α ν
ε π ι κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς   τ η ς).
 
2. Μέχρι το 2010, η Ελλάδα αποτελούσε μια χώρα εν πολλοίς ασφαλή τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στον ευρύτερο γεωγραφικό περίγυρο της Ανατολικής Μεσογείου, που —χάρη στη σταθερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος, το ικανοποιητικό επίπεδο της οικονομικής της ανάπτυξης και τις προοπτικές της περαιτέρω βελτίωσής της—, αντιμετώπιζε επιτυχώς τους κινδύνους που την περιέβαλαν.
Ομως, οι συνεχείς απειλές, οι προκλήσεις, ο αέναος εξοπλισμός και οι αδιέξοδες διαπραγματεύσεις με την εξ ανατολών γείτονα, η επίταση και η οριακή διαχείριση του προβλήματος των προσφυγικών ροών στη χώρα, οι ατέρμονες πολεμικές συρράξεις στη Μέση Ανατολή, η σύγκρουση συμφερόντων κραταιών
Δυνάμεων σε ζητήματα ελέγχου των κόμβων εφοδιασμού της Ευρώπης —μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατέχει η Ελλάδα— με μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας:
α) ε π έ τ ε ι ν α ν  τ η ν  α ν ά γ κ η  α μ υ ν τ ι κ ή ς  θ ω ρ ά κ ι σ η ς  τ η ς
χ ώ ρ α ς  (που συνέχεται με την επίταση των οικονομικών δοκιμασιών της ), και
β) σ υ ν έ τ ε ι ν α ν  σ τ η  δ ι ε ί σ δ υ σ η  α υ τ ό κ λ η τ ω ν  κ α ι
ε π ε ί σ α κ τ ω ν  μ ο ρ φ ώ ν  «π ρ ο σ τ α σ ί α ς», θεμελιωμένων σε άδηλες και άρρητες συστοιχίες συμφερόντων.
Η διαχείριση των ανωτέρω ζητημάτων υπέρ των εθνικών συμφερόντων καθίσταται δυσχερέστερη ιδίως υπό καθεστώς διάχυτης οικονομικής κρίσης της χώρας, με προοπτική μακράς διάρκειας∙ διότι, πέραν των ανωτέρω λόγων, τα διαπραγματευτικά της περιθώρια είναι εξασθενημένα και εξαιτίας των ανασχέσεων που παρεμβάλλουν εξωγενείς μηχανισμοί ποδηγέτησης. ΄Αλλωστε, η «προστασία» που παρέχουν οι εκάστοτε κυρίαρχες Δυνάμεις, ακόμη και όταν έχει τον χαρακτήρα των διευκολύνσεων σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας:
α) ιεραρχείται  ως  ε ξ ο υ σ ί α  υ π έ ρ τ ε ρ η  τ η ς  ν ό μ ι μ η ς
π ο λ ι τ ε ι α κ ή ς  δ ι α δ ι κ α σ ί α ς  τ ω ν  π ρ ο σ τ α τ ε υ ο μ έ ν ω ν  τ η ς,  με ευρύτατα περιθώρια ελεύθερης εκτίμησης των εκφραστών της, και
β) ταυτίζεται, προεχόντως, με την  «ι δ ι ω φ ε λ ή  κ α ι
ε π ι β α λ λ ό μ ε ν η  ν ο μ ι μ ό τ η τ α»  τ ο υ  π ρ ο σ τ ά τ η, η οποία, στα πλαίσια της οιονεί αποικιοκρατικής νοοτροπίας του ισχυρού, μπορεί να εγείρει «δικαίωμα» επέμβασής του και στις εσωτερικές υποθέσεις των προστατευομένων, αποδυναμώνοντας την προοπτική της ταχείας επανόδου τους σε καθεστώς πλήρους χειραφέτησης.
 
3. Η εξουθένωση της χώρας από τις  αλλεπάλληλες ταπεινωτικές ήττες που έχει υποστεί στα πεδία των αντιπαραθέσεών της με τις «αγορές», οι οποίες
κλιμάκωσαν προκλήσεις συνυφασμένες με πολύπτυχες και πολύχρονες
επισφάλειες, αλλά και η «μαθητεία» των φορέων της κρατικής εξουσίας στις διαπραγματεύσεις τους με τους «θεσμούς» ανέδειξαν τη σημασία των διπλωματικών διαβουλεύσεων στην εξομάλυνση κρίσιμων διακρατικών διαφορών, χωρίς την προσφυγή στην ένοπλη βία.

Σε μια περίοδο αδυναμίας της χώρας να αποδυθεί σε χρονοβόρους και οικονομικά δυσβάστακτους ανταγωνιστικούς εξοπλισμούς, και προκειμένου να
ενισχυθεί η αμυντική θωράκισή της και παράλληλα να αποτραπεί η ενεργοποίηση του άρθρ. 48 παρ. 1 Συντ. για λόγους εθνικής ασφάλειας οφειλόμενους σε εξωτερικούς κινδύνους, η εδραίωση μιας  ι σ χ υ ρ ή ς  και  π ο λ υ μ ε ρ ο ύ ς
δ ι π λ ω μ α τ ί α ς  μ ε  δ ι α κ ο μ μ α τ ι κ ή  σ υ ν α ί ν ε σ η, που να διασφαλίζει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κράτους σε διεθνές επίπεδο με ειρηνικά μέσα, οφείλει να αποτελέσει προέχουσα μέριμνα του πολιτικού συστήματος.
Οι ανωτέρω συγκυρίες καθιστούν επιτακτική τη θεσμική ανασυγκρότηση ζητημάτων στρατηγικού σχεδιασμού και συντονισμού αναγόμενων στην εξωτερική πολιτική, άμυνα και ασφάλεια της χώρας, που να θεμελιώνονται στα επιτεύγματα των σύντονων ενεργειών και των κεφαλαιοποιημένων εμπειριών του πολιτικού και υπηρεσιακού προσωπικού∙ συγκεκριμένα, την ίδρυση ενός αξιόπιστου οργάνου διακομματικής αποδοχής (λ.χ. «Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας»), συγκροτούμενο από Υπουργούς, εκπροσώπους των κομμάτων και υπηρεσιακούς παράγοντες, καθ' υπέρβαση του ΚΥΣΕΑ (που αποτελεί ένα αd hoc κυβερνητικό όργανο, το οποίο επεξεργάζεται πολιτικά γραφειοκρατικές εκτιμήσεις των εμπλεκόμενων υπουργείων).

Η σημασία της εν λόγω πρότασης καθίσταται προφανής, και εκ του γεγονότος ότι η «αλληλέγγυα σχέση» της χώρας μας με τους ευρωπαίους εταίρους —παρά την πολυμορφία των σύγχρονων προκλήσεων που συνέχονται με την πολυδιάστατη έννοια της εθνικής ασφάλειας και το κλίμα της γενικευμένης έντασης και αβεβαιότητας που τις προκαλεί— δεν περιλαμβάνει και ζητήματα άμυνας.
Η προσφυγή στην  ε υ ε λ ι ξ ί α  τ η ς  δ ι π λ ω μ α τ ί α ς, καθώς και στη  δ υ ν α μ ι κή  τ η ς  π ο λ ι  τ ι κ ή ς  σ υ ν α ί ν ε σ η ς,  τ η ς  ε θ ν ι κ ή ς  ο μ ο ψ υ χ ί α ς και
της  α ξ ι ο π ο ί η σ η ς  τ ω ν  σ υ μ μ α χ ι ώ ν αποτελούν  «σ υ ν ε τ έ ς  ε π ε ν δ ύ σε ι ς» για την αντιμετώπιση των ραγδαίων ανακατατάξεων που επέρχονται στους συσχετισμούς δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μας με τους γειτονικούς λαούς.

Η ενεργοποιηθείσα διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης αποτελεί μοναδική ευκαιρία αντικατάστασης του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (άρθρ. 82 παρ. 4 Συντ.) με το θεσμικά σημαντικότερο  Σ υ μ β ο ύ λ ι ο  Ε θ ν ι κ ή ς
Α σ φ ά λ ε ι α ς, ιδίως όταν ο βαθμός εγκυρότητας των προτάσεων που υποβάλλουν οι ειδικοί υπόκειται λόγω της σημασίας τους στη βιωσιμότητα της
πολιτείας— στον δημοκρατικό έλεγχο.

«Οι καιροί ου μενετοί!».

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.