«Νυχτερινος Επισκεπτης»

Του Σταμάτη Σακελλίωνα

Σεπόλια, φίλε θεατή έξοδος. Μέσα στο σπίτι κατοικοεδρεύει η βία των ένστολων. Στο νοσοκομείο πες μου «Αλέξη πες μου αν θυμάσαι, οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία βιαστικοί μας προσπερνούν στα χειρουργεία». ΜΑΤ παντού ΜΕΘ πουθενά, νοιώθεις να πνίγεσαι, δεν μπορώ να ανασάνω, λες, αλλά δεν σε ακούνε, το βράδυ ο υπουργός λέει ότι πήγαν όλα καλά. Ο πατέρας με έμφραγμα στο νοσοκομείο, η δικηγόρος του δεν μπορεί να τον δει, οι «φύλακες του νόμου δεν την αφήνουν». Η μάνα χτυπήθηκε ακούς; Χτυπήθηκε, όπως και άλλοι. Ξεχνώ και τα τραγούδια,τα τραγούδια μας, να τώρα κάτι θυμάμαι, «τι ζητά και την πόρτα μας χτυπά». Ψάχνω να βρω τον διακόπτη να ανάψω το φως. Το χέρι τρέμει, ο πυρετός, ας είναι, ακούω το φρικώδες, «Νόμος και Τάξη». Χτυπούν το παιδί, χτυπούν το παιδί, «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα», να ένα, ένα τραγούδι έρχεται στην μνήμη, έρχεται να πάρει την θέση του, «στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή». Το βράδυ σιδερωμένοι εκφωνητές ειδήσεων θα κάνουν λόγο για ανευθυνότητα ορισμένων. Όχι των 6.000 που κρατούσαν όπλα και γκλομπς, αλλά των λίγων, των άοπλων. Κατεβαίνω κάτω χάνομαι μέσα στο πλήθος, «πουν το κορίτσι, το κορίτσι που αγαπώ»: Πάω στην πλατεία Μαβίλη κάπου μέσα στο σκοτάδι που το διασπά μια κρότου λάμψης, ακούω μια φωνή που σιγοτραγουδά, «είμαστε δυο, είμαστε τρεις είμαστε χίλιοι δεκατρεις». Περπατώ στις απαγορευμένες πλατείες, στους σκοτεινούς δρόμους. Ακούω βρισιές και χτυπήματα.Ένας μουσικός του δρόμου παίζει το «Επέσατε θύματα», του κόβουν πρόστιμο για κατάληψη δημόσιου χώρου. Τους ενοχλεί το τραγούδι. Τους ενοχλεί ο δημόσιος χώρος όταν δεν είναι νεκρός. Πνίγομαι, δεν μπορώ να ανασάνω, γυρνώ προς τα Αναφιώτικα, βλέπω σκιές παρτιζάνικες μαζί με τσιγγάνους να παίζουν μουσικές. «Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που ήξερε κι' έπαιζε τ' ακορντεόν». Δακρύζω, κοιτώ την Ακρόπολη. Σκιάζομαι από ταδελτία της μεγάλης σιωπής. «Δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο». Ψάχνω να βρω που πήγαν τους φίλους μου, σε ποιο τμήμα τους έχουν, ψάχνω να βρω που πήγαν τους φίλους μου σε ποιο νοσοκομείο τους έχουν. «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά…» Ακούω έναν γιατρό που φωνάζει απελπισμένος, δεν έχουμε κρεβάτια, δεν έχουμε ανθρώπους, Αυτή η φωνή σκίζει σαν μαχαίρι τον αέρα, σπάει την σιωπή. Πίσω από την μάσκα ένα πρόσωπο, πίσω από την μάσκα ένα βλέμμα, πίσω από την μάσκα μια φωνή «το μέλλον έχει πολλή ξηρασία». Να έρχονται στην μνήμη και οι στίχοι των αγαπημένων. Στον δρόμο κάτω βλέπω κάτι υγρό, «Αυτά τα κόκκινα σημάδια μπορεί νάναι κι' από αίμα». Γυρνώ στις γειτονιές, τις πνιγμένες από τα χημικά. Ποια είναι εκείνη η στιγμή που η μέσα σου κραυγή ενώνεται με τις κραυγές των άλλων; «Αυτή είναι η πολύτιμη αλήθεια της Unidad Popular…» Τρέχω, θέλω να φτάσω εκεί που πρέπει πριν με προλάβουν. Από ένα σπίτι ακούω «Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις…» Ναι σκέφτομαι τα τραγούδια μας και τα ποιήματά μας είναι τα όπλα μας. Γι' αυτό δεν θα νικήσουν. Γιατί τα τραγούδια, τα ποιήματα, οι δρόμοι, οι πλατείες δεν γίνονται μουσεία. «Τα όνειρα θα πάρουν εκδίκηση». Ναι γιατί οι δρόμοι και οι πλατείες δεν είναι νεκροταφεία. Σημαίνουν, έχουν μνήμη. Γιατί τα τραγούδια και τα ποιήματα δεν είναι χαμένα ειλητάρια. Είναι η ζωή που δραπετεύει «μέσα από τις γρίλιες  των παραθύρων».  Είναι το βλέμμα που με συνοδεύει και δεν μ' αφήνει να ξεχάσω.

Υ.Γ. Πάντα φοβόντουσαν τις πλατείες και τους δρόμους, πάντα φοβόντουσαν τα τραγούδια και τα ποιήματα. Γιατί δεν ξέρουν ότι οι πλατείες και οι δρόμοι, τα τραγούδια και τα ποιήματα γεννούν μυστικά θαλερά πράγματα και φυλούν τα τιμαλφή μας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.