Φωνη βοωντος εν τη ερημω…

Του Γεώργιου Θ. Χατζηκωνσταντίνου*

Μια από τις σημαντικότερες αρετές του γραπτού λόγου είναι η διαφύλαξη και η μελλοντική επαναφορά του. Τρανό παράδειγμα αποτελεί το παρακάτω κείμενο του Γεώργιου Θ. Χατζηκωνσταντίνου, το οποίο αν και δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2010 μας αποδεικνύει 10 χρόνια αργότερα ότι είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Κι αυτό διότι, ο κόσμος αυτός δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ… Ας δώσουμε λοιπόν τον λόγο στον ίδιο, κι ας ελπίσουμε κάθε ανάγνωση να μην είναι ίδια με την προηγούμενη.

Θυμάμαι ακόμη σήμερα την εικόνα που αντίκρυσαν τα μάτια μου όταν ήμουν παιδί. Αναριγώ ακόμη και σήμερα όταν τη φέρνω στο μυαλό μου.

Νεαρός και βάρβαρος κρετίνος περιφερόταν στη γειτονιά μου με μια σφεντόνα στο χέρι. Μπροστά μου χτύπησε και τραυμάτισε μ’ αυτήν ένα μαυροπούλι. Ζούσε ακόμη το ζωντανό. Το έπιασε, καθώς ανήμπορο ήταν να πετάξει. Τότε κράτησε με το ένα χέρι του το σώμα του τραυματισμένου πουλιού και με το άλλο το μικρό κεφαλάκι του. Και σαν Προκρούστης του αρχαιοελληνικού μύθου τράβηξε με δύναμη το κεφάλι και το αποκόλλησε από το σφαδάζον σώμα του. Μετά, αφού πέταξε το κεφάλι, έβαλε το σώμα στην τσέπη του και συνέχισε το χόμπυ του με απόλυτη ικανοποίηση. Στα παιδικά μου μάτια, η εικόνα έμεινε ανεξίτηλη και στην παιδική μου καρδιά το μίσος περίσσεψε για κείνον τον αχρείο.

Τα χρόνια πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν. Κι όμως, καθώς παρακολουθώ την TV κι ακούω καθημερινά τους εκπροσώπους των κυνηγών- «οικολόγων» να εκθειάζουν το «χόμπυ» τους, ευχόμενοι στους 250.000, ως λέγουν, συναδέλφους τους «καλή τουφεκιά», εν όψει της έναρξης της θλιβερής αυτής και απολύτως βάρβαρης κυνηγετικής περιόδου, καταλαβαίνω. Με τη σφεντόνα άρχισαν κάποτε το «ευγενές» αυτό «σπορ» και δυστυχώς, τότε οι ανήξεροι κι ανυποψίαστοι γονείς τους δεν αφαίρεσαν άμεσα τη σφεντόνα από τα χέρια τους, ρίχνοντάς τους κι ένα χέρι γερό ξύλο. Άφησαν απλώς τη σφεντόνα να εξελιχθεί σε καραμπίνα και όχι μόνο.
Κι έτσι τώρα, ενδεδυμένοι μάλιστα με τον μανδύα του δήθεν οικολόγου, οι κύριοι αυτοί ρίχνονται και πάλι, όπως κάθε χρόνο την ίδια εποχή, στο «χόμπυ» της ψυχολογικής τους εκτόνωσης, το οποίο περιβάλλουν και με καταπληκτικής ποιότητας ιδιότητες. Ο ρομαντισμός και οι ευαισθησίες από το κάλεσμα της άγριας φύσης τούς κατακλύζουν, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν. Ονειροπόλα σκέπτονται το πώς θα αντικρύσουν την εκθαμβωτική ομορφιά της ανατολής του ήλιου. Το δικαίωμα να δουν και να ξαναδούν την ομορφιά αυτή το διατηρούν βέβαια ακέραιο για τον εαυτό τους. Όχι όμως και για το άμοιρο θήραμά τους, το οποίο το εκλαμβάνουν ως πράγμα. Το δικαίωμα του θηράματος να ξαναδεί την ανατολή το στερούν τελείως ασυνείδητα, θεωρώντας ως φαίνεται, τον εαυτό τους Θεό με πύρινη ρομφαία, αποφασίζοντας περί ζωής και θανάτου.

Ταυτόχρονα, στον βωμό του πάθους τους για εκτόνωση, για στοχευτική ικανοποίηση για δήθεν πρωτόγνωρες γεύσεις, για αυταρέσκεια και ναρκισσισμό που τους γεμίζει η στολή παραλλαγής, τα φυσεκλίκια, τα μαχαίρια, οι μπότες, τα καπέλα και τα συνοδευτικά τους γυμνασμένα και δουλικά κυνηγόσκυλα, δεν παύουν, υποστηρίζοντας την θλιβερή τους δραστηριότητα, να αυτοβαφτίζονται και ζωολόγοι, και βιολόγοι, και κτηνίατροι και στατιστικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι, αλλά και νομικοί και βαθυστόχαστοι φιλόσοφοι του ορθολογισμού. Και δεν διστάζουν να αναφέρονται σε στατικές μελέτες και να αποφαίνονται περί της οικολογικής ισορροπίας, ουδέν περί αυτής γνωρίζοντες διότι ουδέποτε με αυτήν ασχολήθηκαν. Και σπεύδουν να αναφερθούν, πάντοτε και στην πολιτική δύναμη των ψήφων που τάχα διαθέτουν, γνώστες και θιασώτες, ως φαίνεται, των περίφημων πελατειακών σχέσεων.

Δεν ξεχνούν βέβαια και τα στοιχεία των «φοβερών καταστροφών» που τα αγριογούρουνα ή τα ζαρκάδια προκαλούν στους αγρούς, καθώς κυλίονται σαδιστικά επί του εδάφους με στόχο να καταστρέψουν τις φυτείες αραβοσίτου. Όπως, άλλωστε, και τα τρυγόνια και τις πέρδικες των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε, όπως υποστηρίζουν και πρέπει δια του θανάτου τους να συνετισθούν, ώστε να γεννούν λιγότερο! Έτσι, τα ονειροπόλα συναισθήματα για την ομορφιά της άγριας φύσης, για την ανατολή του ήλιο και τις οικολογικές δήθεν ευαισθησίες τους για τον πλανήτη γη μετατρέπονται σε θάνατο και σε εξόντωση της άγριας πανίδας, του μοναδικού μας συντρόφου πάνω στο καταπτοημένο και συστηματικά καταστρεφόμενο από τις θηριώδεις «αναπτυξιακές συνταγές» και παρεμβάσεις μας περιβάλλον.

Ζώντες στα οπίσθια της συνείδησής τους, οι «οικολόγοι» αυτοί κυνηγοί, στρουθοκαμηλίζοντας ότι τρελαίνονται για το «χόμπυ» τους, δεν καταλαβαίνουν τίποτε.

―Δεν επιθυμούν να σκέπτονται τις ατελείωτες πυρκαγιές που καταστρέφουν καθημερινά την χλωρίδα και την πανίδα, δεν επιθυμούν να σκέπτονται τα ατελείωτα χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομων που κατακερματίζουν τον ζωτικό χώρο των άγριων ζώων.

―Δεν επιθυμούν να σκέπτονται τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, των πλημμυρών, των φυσικών καταστροφών, των εκχερσώσεων, της ξηρασίας, της υπερθέρμανσης και των ακραίων καιρικών φαινομένων πάνω στην άγρια φύση.

Ένα πράγμα μόνο επιθυμούν διακαώς όπως λέγουν. Να αποκαταστήσουν δια των φονικών τους όπλων την δήθεν διαταραχθείσα ισορροπία, περί της οποίας ουδέν απολύτως γνωρίζουν οι έρημοι!!! Έμπλεξαν δε και με τη δυσκολότερη επιστημονικά έννοια οι φουκαράδες! Την έννοια της ισορροπίας που όταν η φύση τελικώς αποφασίσει να την επιβάλλει η ίδια, θα ’ναι ίσως εις βάρος των ανθρώπινων πληθυσμών, που υπερφίαλα εμπιστευόμενοι την τεχνολογία τους, λησμονούν ότι η φύση αντιδρά παθητικά, είναι όμως πάντα ο τελικός νικητής.

Συμβουλή θα ήταν, λαμπρή ίσως, να κληθούν οι περίφημοι «οικολόγοι» αυτοί κυνηγοί να περπατούν άοπλοι στα δάση, αφού τόσο αρέσκονται στην πεζοπορία, να θαυμάζουν τις ανατολές του ήλιου απ’ τα μπαλκόνια τους στας Αθήνας ή αλλαχού, ή έστω απ’ τις βουνοκορφές άοπλοι πάντα, να δαμάσουν τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες να μελετήσουν τα δυσθεώρητα χάλια του πλανήτη που μας φιλοξενεί, να σκεφθούν τα εγγόνια τους, να πάψουν να αναδεικνύουν τις ανύπαρκτες και αρκετά υποκριτικές ευαισθησίες τους και να περιορισθούν στη βρώση των απάνθρωπων συνήθως καλλιεργούμενων επιστημονικά κοτόπουλων και αμνοεριφίων, που υπό συνθήκες απαράδεκτες καθημερινά σφαγιάζονται, μήπως και δι’ αυτών αποκτήσουν τις απαραίτητες πρωτεΐνες για την επιβίωσή τους.

*Ο Γεώργιος Χατζηκωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ. Από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», κυκλοφορεί το σύγγραμμά του «Επί τον τύπον των ήλων: Οικονομικισμός και κοινωνία» (2010, σ. 213).
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.