Γιατι οι εκπαιδευτικοι λεμε οχι στην αξιολογηση  που ετοιμαζει το ΥΠΑΙΘ  (2)

Του Στέφανου Μακρυγιάννη*

Σε ένα προηγούμενο άρθρο εκθέσαμε τους λόγους για τους οποίους η αξιολόγηση δεν θα βελτιώσει τη δημόσια εκπαίδευση. Εδώ θα δείξουμε γιατί το μοντέλο αξιολόγησης που εισάγει η κυβέρνηση αποτελεί τιμωρία για τους/τις εκπαιδευτικούς. Θα συζητήσουμε επίσης για την αντιεπιστημονική μεθοδολογία του μοντέλου αυτού.

Εκκινώντας τη νομοθέτηση της αξιολόγησης η κυβέρνηση διακήρυξε (και έκτοτε επαναλαμβάνει) πως «η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική αλλά διαμορφωτική και θα είναι αμερόληπτη και δίκαια γιατί θα διενεργείται από 3 αξιολογητές». Διαμορφωτική λέγεται η αξιολόγηση όταν πραγματοποιείται για να εντοπίσει αδυναμίες, δυσχέρειες, δυσκολίες, προβληματικές καταστάσεις ώστε στη συνέχεια με επόμενες ενέργειες να αντιμετωπιστούν. Παράδειγμα μια άσκηση γραμματικής όπου τα λάθη εντοπίζονται ώστε ο/η εκπαιδευτικός να αντιληφθεί εάν ένα γραμματικό φαινόμενο έχει κατανοηθεί από τους μαθητές/τρίες ή χρειάζεται να διδαχθεί ξανά όλο ή ένα μέρος του.

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς; Γιατί η κυβέρνηση φρόντισε εξ αρχής να δηλώσει και να διαφημίσει τις «καλές» προθέσεις της;  Μα γιατί θέλει να διασκεδάσει τους φόβους για τιμωρίες, ποινές ακόμα και απολύσεις όσων τυχόν δεν αξιολογηθούν «πάνω από τη βάση».  Έκανε τη δήλωση σκόπιμα γιατί ο κόσμος της εκπαίδευσης θυμάται τις 2500 απολύσεις εκπαιδευτικών επί της κυβέρνησης ΝΔ το 2014 (και μάλιστα οριζόντια γιατί αξιολογήθηκε ως μη απαραίτητη η ειδικότητά τους!) όσο και τον σημερινό πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και τότε υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης να δηλώνει στις κάμερες «Βεβαίως και θα απολυθούν εκπαιδευτικοί».  Η κυβέρνηση κάνει αυτές τις δηλώσεις επίσης γιατί το σύστημα και η μεθοδολογία αξιολόγησης του 2014 που απορρίφθηκε ολοκληρωτικά από τους/τις μαχόμενες εκπαιδευτικούς μοιάζει σαν δύο σταγόνες νερό με το σημερινό – Μόνο που το σημερινό είναι χειρότερο.

Η κυβέρνηση πιάνεται ψευδόμενη από την πρώτη στιγμή: Ας παρακολουθήσουμε τη σειρά των γεγονότων:

  • Η κυβέρνηση καθυστέρησε σκόπιμα και παράνομα επί μήνες την μονιμοποίηση των εκπαιδευτικών που η ίδια διόρισε το 2020  (οι εκπαιδευτικοί που διορίζονται γίνονται μόνιμοι/ες δύο χρόνια μετά το διορισμό τους). Δεν εφάρμοσε ούτε καν το νόμο που η ίδια ψήφισε ο οποίος προέβλεπε πως ο υπάλληλος μονιμοποιείται εάν δεν έχει αρνητική αξιολόγηση.
  • Μετά άλλαξε τη νομοθεσία (τη δική της ξανά!!) ώστε να μπορεί νομότυπα να μην πραγματοποιήσει τις μονιμοποιήσεις! Ταυτόχρονα με non – paper και προφορικές εντολές ανάγκασε αρκετές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης που είχαν ήδη αυτόβουλα προβεί νόμιμα σε μονιμοποιήσεις να τις ανακαλέσουν παρανομώντας!
  • Μετά με μια απλή Υπουργική Απόφαση που δεν πέρασε ποτέ από κοινοβουλευτικό έλεγχο αποφάσισε πως η αξιολόγηση είναι προϋπόθεση για τη μονιμοποίηση.
  • Τώρα εκβιάζει τους/τις νεοδιόριστους/ες του πως εάν δεν δεχτούν να αξιολογηθούν δε θα μονιμοποιηθούν!  Οι εκπαιδευτικοί αυτοί/ες εργάστηκαν ως συμβασιούχοι από 5 έως και 17 χρόνια(!) υπηρετώντας τη δημόσια εκπαίδευση σε όλη τη χώρα, έχουν ήδη αξιολογηθεί σκληρά στην πραγματική ζωή και στην πράξη στο πανεπιστήμιο, στις πρακτικές τους αλλά στην εργασία τους στα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Επιπλέον αναγκάστηκαν για να διοριστούν να επιμορφωθούν εκ των προτέρων με δικό τους κόστος ώστε να συλλέξουν προσόντα πέραν του πτυχίου που απαιτούσε και μοριοδοτούσε το σύστημα προσλήψεων που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και εφάρμοσε ατόφιο η σημερινή κυβέρνηση ΝΔ.

Η (υποτιθέμενη διαμορφωτική) αξιολόγηση δεν έχει σκοπό να βελτιώσει τους/τις εκπαιδευτικούς. Συνιστά ωμό εκβιασμό που λέει: Αξιολογηθείτε ή δεν έχετε μόνιμη εργασία.  Αποδεχτείτε πως χωρίς αξιολόγηση δεν υπάρχει μόνιμη εργασία. Είναι το πρώτο βήμα για κατάργηση της μονιμότητας όλων των εκπαιδευτικών αλλά και το παράθυρο για μελλοντικές νομοθετήσεις απολύσεων. Επιτρέποντας σήμερα να εκκινήσει μια τέτοια διαδικασία οι εκπαιδευτικοί θα βρεθούμε σε μια δια βίου αγωνία, ομηρία και υποταγή της παιδαγωγικής μας ελευθερίας στις ορέξεις της κάθε κυβέρνησης προκειμένου να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε στο δημόσιο σχολείο. Το εκπαιδευτικό κίνημα χαρακτηρίζει τον εκβιασμό αυτό επαναφορά του επιθεωρητισμού που καταργήθηκε το 1982. 

Οι νέοι αξιολογητές – επιθεωρητές όπως προβλέπει ο πρόσφατος νόμος μπορούν αξιολογώντας το περιεχόμενο και τις μεθόδους της διδασκαλίας μας να αποκλείσουν εκπαιδευτικούς από την μόνιμη εργασία. Θα χαρακτηρίσουν και θα κατατάξουν το έργο μας σε μια τετράβαθμη κλίμακα ως μη ικανοποιητικό / ικανοποιητικό / πολύ καλό / άριστο και όσοι/όσες ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν θα έχουν το δικαίωμα της μονιμοποίησης αλλά θα υποχρεωθούν να παρακολουθήσουν κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα. Θα ρωτήσουν οι γονείς και η κοινωνία εύλογα: γιατί αυτό μας βρίσκει αντίθετους; Τι το μεμπτό υπάρχει σε μια επιμόρφωση εάν διαπιστωθεί πως κάποιος/α  εκπαιδευτικός χρησιμοποιεί λανθασμένα μέσα, περιεχόμενο ή μεθοδολογία;

Η απάντηση είναι πως το μεμπτό υπάρχει στις διαφορετικές αντιλήψεις τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη μεθοδολογία της διδακτικής πράξης, υπάρχει στο ποιοι/ες διενεργούν την αξιολόγηση, στον τρόπο και στη μεθοδολογία (πώς γίνεται η αξιολόγηση),  ακόμα στην υποτιθέμενη επιμόρφωση που προβλέπεται και τελικά στις στοχεύσεις της αξιολόγησης.

Ποιο είναι το σωστό περιεχόμενο και μεθοδολογία του μαθήματος;  Έγκειται στην προσωπική άποψη του επιθεωρητή/τριας να αποφασίσει. Αν κρίνει πως δεν είναι της αρεσκείας του μπορεί να καταβαραθρώσει τον/την εκπαιδευτικό. Εδώ υπάρχει ο τεράστιος κίνδυνος κατάργησης της παιδαγωγικής ελευθερίας του/της εκπαιδευτικού να εφαρμόσει εκείνο το μοντέλο κάθε φορά που κρίνει ως κατάλληλο για τη διδασκαλία του. 

Ας δούμε ποιοι/ες διενεργούν την αξιολόγηση: Οι διευθυντές/ντρίες και οι σχολικοί σύμβουλοι. Λέει μισή αλήθεια αλλά ολόκληρο ψέμα το υπουργείο πως για τη διασφάλιση της αμεροληψίας ο/η κάθε εκπαιδευτικός θα αξιολογείται από 3 διαφορετικούς αξιολογητές. Πράγματι θα είναι 3 (σύμβουλος ειδικότητας – σύμβουλος σχολικής μονάδας – διευθυντής/τρία) (εκτός δασκάλων και νηπιαγωγών που θα είναι 2  καθώς οι δύο ιδιότητες των συμβούλων εδώ συμπίπτουν) αλλά αξιολογούν διαφορετικές παραμέτρους ο καθένας/καθεμιά και αρκεί μία αρνητική γνώμη για να χαρακτηριστεί το έργο του εκπαιδευτικού μη ικανοποιητικό. Επιπλέον λόγω έλλειψης επαρκούς αριθμού συμβούλων ειδικότητας της Ειδικής Αγωγής το Υπουργείο στέλνει συμβούλους γενικής αγωγής (που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε ειδικό σχολείο ή/και τμήμα ένταξης) να αξιολογήσουν εκπαιδευτικούς σε δομές ειδικής αγωγής!!

Η αξιολόγηση πραγματοποιείται με τη μορφή του παλιού επιθεωρητισμού δηλαδή με επίσκεψη – εισβολή των αξιολογητών/τριών (του/της συμβούλου ή/και του διευθυντή/ντρίας) στην τάξη που θα πρέπει σε δύο τέτοιες επισκέψεις σε δύο διδακτικές ώρες ανά 4 χρόνια (ανά 2 χρόνια ο διευθυντής/τρία) να παρακολουθήσουν τον/την εκπαιδευτικό και να τσεκάρουν στην κυριολεξία με X μια ατελείωτη σειρά δυσνόητων παραμέτρων ικανότητας (63 στον αριθμό) του/της εκπαιδευτικού σε τετραβάθμια κλίμακα ενιαία για όλα τα σχολεία.

Η διαδικασία αυτή προσπαθεί τελείως αντιεπιστημονικά να ποσοτικοποιήσει ένα ποιοτικό μέγεθος. Κομματιάζει τη διδακτική πράξη σε πολλά μικρά τμήματα επιχειρώντας να τα μετρήσει αλλά και να τα συγκρίνει: Πρέπει οι μετρήσεις σχολείων και εκπαιδευτικών να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Για αυτό το λόγο άλλωστε παρά το ότι η αξιολόγηση διδάσκεται ως έννοια στα παιδαγωγικά τμήματα δεν υπάρχει παιδαγωγικό τμήμα που να μην κατήγγειλε ως αντιεπιστημονικές ή έστω προβληματικές τις κυβερνητικές επιλογές. Η ποσοτικοποίηση μιας ποιοτικής διαδικασίας και ειδικά μιας απίστευτα πολύπλοκης όπως η διδασκαλία είναι ουσιαστικά αδύνατη, γιατί αλλάζουν από τμήμα σε τμήμα και από διδακτικό αντικείμενο σε διδακτικό αντικείμενο πλήθος παραμέτρων με πιο σημαντικό τους/μαθητές τρίες.

Για να το πούμε πιο απλά: Το υλικό μαθήματος, η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί, ο ρυθμός της διδασκαλίας, οι τυχόν επεκτάσεις περιεχομένου, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν αλλάζουν δραματικά από τμήμα σε τμήμα για το ίδιο ακριβώς διδακτικό αντικείμενο επειδή είναι διαφορετικά τα παιδιά. Δεν μπορεί να υπάρξει στάθμιση και σύγκριση μεταξύ τμημάτων. Ό,τι είναι ιδανικό για το Α τμήμα δεν είναι για το Β. Οι εκπαιδευτικοί δεν διδάσκουν τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο όχι γιατί δε μπορούν αλλά γιατί δεν πρέπει.

Να σημειωθεί εδώ πως αρκετοί αξιολογητές/τριες – σχολικοί/ες σύμβουλοι συνήθως έχουν πολλά χρόνια να διδάξουν ενώ αποφεύγουν συστηματικά να πραγματοποιήσουν έστω και μία δειγματική διδασκαλία επίδειξης των δικών τους μεθόδων και ικανοτήτων παρά το ότι αυτό ακριβώς προβλέπεται από τα καθήκοντά τους. Θα υπάρξουν σύμβουλοι/επιθεωρητές που θα αδυνατούν να αποδεχτούν σύγχρονες διδακτικές μεθόδους ή θα θέλουν να επιβάλλουν μέσω της βαθμολογίας συγκεκριμένες μεθοδολογίες και περιεχόμενο παραβιάζοντας έτσι την παιδαγωγική ελευθερία αλλά και τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών.  Ήδη έχουν γίνει αντιληπτά τα πρώτα κρούσματα αυταρχισμού ενάντια σε εκπαιδευτικούς που περιλάμβαναν υβριστικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς!

Τελικά αμφιβάλλουμε ακόμα και για την απλή ικανότητα των συμβούλων και των διευθυντών/τριών (έστω και αν είναι αμερόληπτοι, ειλικρινείς και έχουν τις καλύτερες προθέσεις) να μας αξιολογήσουν σε τεχνικό επίπεδο:  Πώς μπορεί να κριθεί το έργο ενός/μιας εκπαιδευτικού που διδάσκει 3500 ώρες κάθε 4 χρόνια από κάποιον/α που θα παρακολουθήσει 2 ώρες μάθημα από τις 3500  – ενώ δεν διδάσκει ο ίδιος/ίδια εδώ και 5-10-15 χρόνια και σε αυτές τις δύο ώρες θα πρέπει να συμπληρώσει μια ατελείωτη λίστα δεικτών (63 θυμίζουμε) παρακολουθώντας υποτίθεται και καταγράφοντας ταυτόχρονα: την ειδημοσύνη του/της εκπαιδευτικού, τη μικροκοινωνία της τάξης και το περιεχόμενο του μαθήματος;

Για να γίνει αντιληπτό το αδύνατο του πράγματος είναι σαν να πρέπει ένας κριτικός κινηματογράφου να κρίνει βαθμολογώντας ένα κινηματογραφικό έργο 2 ωρών σε όλα τα επίπεδα (σενάριο, σκηνοθεσία, απόδοση ρόλων, τεχνικά μέσα, μοντάζ κ.τ.λ.) βλέποντας ακριβώς 8,5 δευτερόλεπτα του φιλμ.  Από αυτό το ασήμαντο κλάσμα δουλειάς ο αξιολογητής/τρια θα μπαίνει στις τάξεις μας και θα κρίνει το έργο μας 4 χρόνων και το μέλλον μας, υπηρεσιακό και μισθολογικό. 

Για να συνεχίσουμε την επιχειρηματολογία εδώ θα υποθέσουμε το αντίθετο: πως όλες οι ανωτέρω ανησυχίες έχουν αντιμετωπιστεί – που δεν έχουν.  Πως έφτασε η ώρα της βαθμολόγησης και κατάταξης.  Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής – κρατικό όργανο σχεδιασμού και εφαρμογής της αξιολόγησης – επιμόρφωσε πρόσφατα τους/τις συμβούλους για τις κλίμακες κατάταξης.  Και «ενδεικτικά» έδειξε το παρακάτω σχήμα πρότασης κατάταξης:  

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως το ΙΕΠ σχηματοποιώντας την κατανομή σε πυραμίδα εξ αρχής θεωρεί περίπου το 40% των εκπαιδευτικών ως παρέχοντες μη ικανοποιητικό έργο!  (Συγκριτικά το 2014 έθετε το όριο μη ικανοποιητικού έργου στο 15%).  Αυτή είναι η εμπιστοσύνη που δείχνει η κυβέρνηση στους/στις εκπαιδευτικούς. Ταιριάζει απολύτως με τη μισθολογική καθήλωση, τις απειλές, τα δικαστήρια εναντίον μας, την υποχρηματοδότηση των σχολείων που δυσχεραίνει την καθημερινή εργασία μας. Η πυραμίδα αυτή αναδεικνύει τις προθέσεις της για μελλοντικές απολύσεις των ανυπάκουων και των μη συμμορφούμενων. Η πυραμίδα κατάταξης έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν των διώξεων για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους.

Ακόμα και η υπόσχεση περί επιμόρφωσης όσων κριθούν «μη ικανοποιητικοί» αποτελεί τελικά όχι απλά τιμωρία αλλά και βαθιά αντιεπιστημονική πειθάρχηση: Η πείρα από παλιότερα αλλά και πολύ πρόσφατα «επιμορφωτικά» προγράμματα του ΙΕΠ είναι αποκαλυπτική. Θυμίζουμε τα παλαιότερα σκοταδιστικά προγράμματα περί απαγόρευσης των αμβλώσεων που αποσύρθηκαν μετά την κατακραυγή. Θυμίζουμε τα πρόσφατα (είναι σε εξέλιξη) αντιεπιστημονικά επιμορφωτικά προγράμματα των νεοδιόριστων (αυτών που θα αξιολογηθούν πρώτοι/ες!) που καλούν εκπαιδευτικούς να χαρακτηρίσουν μαθητές/τριες από την εμφάνιση,  αποδίδουν σε σχολεία τον χαρακτηρισμό του «καταυλισμού» και χρησιμοποιούν ανοίκεια και προσβλητική φρασεολογία. Το περιεχόμενο των προγραμμάτων αυτών αποτελεί προσβολή προς τις σπουδές μας, προς την επιστήμη, προς το έργο που επιτελούμε και μας αποδεικνύει τις προθέσεις του Υπουργείου: Μας θέλει υποταγμένους/ες να αποδεχόμαστε ως αληθή και να εφαρμόζουμε όποια αντιεπιστημονική ανοησία σερβίρει ως δήθεν επιμόρφωση. 

Το Υπουργείο θεωρεί τους/τις εκπαιδευτικούς απλά διαχειριστές υποβαθμισμένων σχολείων που θα ανεχτούν από βιοποριστική ανάγκη τις επιλογές ΕΕ και ΟΟΣΑ για ένταση του ταξικού αποκλεισμού και μετατροπή του δημόσιου σχολείου σε σχολείο της αγοράς που θα λειτουργεί με κριτήρια κόστους – οφέλους αντί να καλύπτει το σύνολο των μορφωτικών αναγκών των παιδιών. Ακολουθούν ενδεικτικές φωτογραφίες από το περιεχόμενο επιμόρφωσης του ΙΕΠ. Τις είδαν χιλιάδες εκπαιδευτικοί στις οθόνες τους.

Τελικά ακόμα και εάν ήταν ιδανικό το περιεχόμενο της επιμόρφωσης γιατί αυτό πρέπει να συνδέεται ως «τιμωρία» με εκπαιδευτικούς που θα χαρακτηρίζονται με μια λέξη ως «μη ικανοποιητικοί»; Οι «ικανοποιητικοί» δεν χρειάζονται επιμόρφωση ώστε να βελτιωθούν σε «πολύ καλούς» και οι «πολύ καλοί» σε «άριστους»;  Οι εκπαιδευτικοί αρνούμαστε να επιβάλλεται σε κάποιους/ες από εμάς ως τιμωρία κάτι που ζητάμε να έχουμε όλοι/όλες. Γιατί το σύνολο των εκπαιδευτικών επιζητά και διεκδικεί την επιμόρφωση. Αυτή πρέπει να αφορά τους πάντες γιατί θέλουμε όλοι/όλες ως επιστήμονες και επαγγελματίες να εξελισσόμαστε.

Συμπερασματικά: Η αξιολόγηση είναι τιμωρητική αφενός γιατί συνδέει για όλους/όλες τη μόνιμη εργασία με την υπακοή στις εντολές και τις επιλογές του ΥΠΑΙΘ  και αφετέρου γιατί αντιμετωπίζει την επιμόρφωση ως ποινή. Δεν υπάρχει απολύτως καμιά πρόβλεψη για την επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών, ενώ η όποια επιμόρφωση υπάρχει βρίθει αντιεπιστημονικών και αντιπαιδαγωγικών αντιλήψεων.

Το ΥΠΑΙΘ θέλει μέσω της αξιολόγησης να επιβάλλει τέτοιες πρακτικές αυταρχισμού και κατηγοριοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών με απώτερο στόχο (όπως πάλι δείχνει η διεθνής εμπειρία) να αποκτήσει ευλογοφανείς δικαιολογίες για τον περιορισμό της δημόσιας εκπαίδευσης ή την εκχώρηση πτυχών της σε ιδιώτες. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο εάν γίνει κατορθωτό να χαρακτηριστούν σχολεία (και εκπαιδευτικοί) ως «αποτυχημένα» και «μη ικανοποιητικά» και στη συνέχεια να δικαιολογηθεί στις τοπικές κοινωνίες η παύση του δημόσιου δωρεάν χαρακτήρα τους ως εξοικονόμηση πόρων.  Από σήμερα «εκπαιδεύει» μέσω της αξιολόγησης και της «επιμόρφωσης» στη χρήση των όρων αυτών και του περιεχομένου τους.

Απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα καταστροφής του δημόσιου σχολείου και των εργασιακών δικαιωμάτων οι εκπαιδευτικοί, τα σωματεία και οι ομοσπονδίες μας απαντάμε με το παλιό ρητό «δάσκαλος σκυφτός αμόρφωτος λαός». Αντιπαραθέτουμε συγκεκριμένες δέσμες προτάσεων που στόχο έχουν τη διαφύλαξη του δημόσιου δωρεάν χαρακτήρα του σχολείου, την υπεράσπιση της παιδαγωγικής ελευθερίας και δημοκρατίας και την κάλυψη όλων των μορφωτικών αναγκών των παιδιών χωρίς διακρίσεις. Οι προτάσεις αυτές θα αναλυθούν στο επόμενο τρίτο και τελευταίο άρθρο της σειράς.

*Ο Μακρυγιάννης Στέφανος είναι  πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης «Οι τρεις Ιεράρχες» και  υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.