Διαβαζοντας Ντυλαν

[Με αφορμή ένα Νόμπελ]

Η πρόσφατη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας έφερε ξανά στο προσκήνιο ζητήματα όπως τα κριτήρια με τα οποία απονέμονται τα λογοτεχνικά βραβεία, πιθανές σκοπιμότητες που υποκρύπτουν, την αξία της βράβευσης, καθώς και τις συνέπειές της για τον λογοτέχνη. Συζητήθηκαν όμως στον τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα, ευρύτερα ερωτήματα όπως «τι είναι λογοτεχνία», ποιος ορίζει την ποιότητα ή τη «λογοτεχνικότητα» ενός κειμένου, και ποια η επίδραση ενός βραβείου, κυρίως Νόμπελ, στη διαμόρφωση αυτού που ονομάζεται «λογοτεχνικός κανόνας».
 
Η εξέταση των επιλογών της Σουηδικής Ακαδημίας για βράβευση με Νόμπελ Λογοτεχνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθεαυτήν. Οι χώρες από τις οποίες κατάγονται οι βραβευμένοι λογοτέχνες, η γλώσσα στην οποία γράφουν και το λογοτεχνικό είδος και ύφος των έργων τους είναι ενδεικτικές ευρύτερων πολιτικών και ιδεολογικών προσανατολισμών, πέρα από τις αμιγώς πολιτισμικές παραμέτρους. Εντρυφώντας στη λίστα με τους έως τώρα βραβευθέντες, δεν είναι εύκολος ο προσδιορισμός των κοινών στοιχείων ανάμεσα σε Νομπελίστες στην κατηγορία της λογοτεχνίας όπως ο Mommsen, ο Kipling, ο Hamsun, ο Bergson, ο Pirandello, ο Faulkner, ο Jean-Paul Sartre, ο Neruda, ο Mrquez, η Morrison, ο Σεφέρης κι ο Ελύτης. Λόγος ποιητικός, αφηγηματικός, δοκιμιακός, φιλοσοφικός, ακόμη και ιστορικός, όπως στην περίπτωση του Mommsen, προκρίθηκε για βράβευση ως «λογοτεχνικός», με μια ευρεία προσέγγιση του όρου. Γιατί όχι και ο στίχος;
 
Πράγματι, οι υπέρμαχοι του Ντύλαν και της βράβευσής του προτείνουν ότι το έργο του είναι υψηλής ποιότητας και δημοτικότητας. Ότι συνεχίζει μια παράδοση σύνδεσης ποίησης και μουσικής που ξεκινά από τους αοιδούς και τους λυρικούς ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, μέχρι τους μεσαιωνικούς βάρδους. Ότι ο ίδιος ο Ντύλαν είναι εξαιρετικά καλλιεργημένος κι ότι οι στίχοι των τραγουδιών του, με σαφείς επιδράσεις από την ποίηση, τη φιλοσοφία, την πολιτική κ.λπ., αμφισβήτησαν τις καθεστηκυίες συμβάσεις της εποχής, ανοίγοντας νέους τρόπους έκφρασης. Η αγάπη του Ντύλαν για την ποίηση φαίνεται, λένε, και από το ότι κατασκεύασε την ίδια του την «ταυτότητα» από ποιητικό υλικό: ο εβραϊκής καταγωγής Robert Allen Zimmerman, όνομα με το οποίο γεννήθηκε, επέλεξε να αλλάξει το επίθετό του σε Dylan επηρεασμένος από τον ποιητή Dylan Thomas.
 
Τα παραπάνω γεγονότα, ωστόσο, καθιστούν πράγματι τον Ντύλαν λογοτεχνικό δημιουργό, αντάξιο λ.χ. του Dylan, του ποιητή που τον ενέπνευσε; Υπάρχουν μήπως «βαθμοί» λογοτεχνικότητας; Πόσο λογοτεχνικό είναι το έργο του Ντύλαν σε σύγκριση με αυτό των συνυποψηφίων του για βράβευση, όπως του Haruki Murakami και του Don DeLillo; Η απονομή του Νόμπελ, αντί να απαντά στο ερώτημα αυτό, μάλλον το έθεσε τελικά ακόμη πιο έντονα. Η λογοτεχνία είναι μια ιδιότητα εγγενής στο κείμενο; Ή αποδίδεται σε αυτό και, εάν ναι, από ποιον; Από τον δημιουργό του, την προσωπικότητα, την καλλιέργεια και τις προθέσεις ή την αξίωσή του να γράψει «λογοτεχνία»; Από τους τελικούς αποδέκτες του έργου του (αναγνωστικό κοινό, κριτικούς, ακαδημαϊκούς, επιτροπές βραβεύσεων, κ.ά.); Ή μήπως πρέπει να αναζητήσουμε το κριτήριο στον χρόνο; Στην αντοχή ενός έργου στην ίδια την ανάγνωση. Όταν μόνο του πια, αποκομμένο από τον συγγραφέα και την εποχή του, μπορεί ακόμη να συγκινεί αισθητικά, νοητικά, σωματικά τους ανοίκειους, τους νέους κάθε φορά αναγνώστες του. Όταν δεν θα κινδυνεύει πια από τον θάνατο της λήθης.
 
Διαβάζω ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Dylan Thomas. «Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία»:
 

Γυμνός ο νεκρός άνδρας ένα θα γίνει
με τον άνδρα στον αγέρα και το φεγγάρι της δύσης·

όταν τα οστά τους μείνουν γυμνά και τα γυμνά οστά χαθούν
θα ’χουν αστέρια σ’ αγκώνες και πόδια·
αν και παραφρονούν, θα γίνουν σώφρονες ξανά,
αν και βουλιάζουν στη θάλασσα, ξανά θ’ αναδυθούν·
κι αν οι αγαπημένοι χαθούν, η αγάπη όχι·
κι ο θάνατος δεν θα ’χει εξουσία.

 
Ταυτόχρονα ακούω τραγούδια. «Love Is Just a Four-Letter-Word», τραγουδάει η Joan Baez, σε στίχους του Μπομπ Ντύλαν, την ώρα που διαβάζω Dylan Thomas. Ποίηση, μουσική, στίχοι, όλα, για μια στιγμή, μετουσιώνονται σε ένα. Ένα «όχημα» που εφηύρε ο άνθρωπος για να ταξιδεύει για μια μικρή, έστω, στιγμή μακριά από το εδώ, το τώρα, τον εαυτό και τους γύρω του, ώστε να γυρνά μετά σε όλα αυτά λίγο πιο γεμάτος. Λίγο πιο έτοιμος να τα βιώσει στις ορθές τους διαστάσεις. Ίσως τελικά η ποίηση να προσφέρεται στη ζωή μας με τρόπους ποικίλους, αρκεί να μπορούμε να τη δούμε, να την ακούσουμε, να τη διαβάσουμε με οξυμμένες τις αισθήσεις μας. Ίσως τελικά, για να θυμηθούμε τη δική μας Λίνα Νικολακοπούλου, η ζωή τρία γράμματα.
 
*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος.

Διαβάστε περισσότερες «Ανα- γνώσεις» από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.