Η γυναικουλα η παχουλη με το ωραιο ονομα Μιμοζα

Θέλω μια νυχτερινή εκπομπή. Να λέω λόγια. Να τραγουδάω. Μια νυχτωδία, μελωδία, τραγωδία, παρωδία, κωμωδία, κάτι σαν ψυχόδραμα ένα πράμα. Σαν μαρμελάδα αναμίξ, να έχει βερύκοκα και αχλάδια, και κανένα φραγκόσυκο, να έχει και άρωμα από τη γριά λεμονιά του χωριού, να έχει και βανίλια σκόνη…
 
Σήμερα ο καλός μου συγκόμισε από ένα καινούριο δενδράκι του κήπου δυο αχλαδόμηλα. Νόστιμα ήταν. “Θα τα κάνω μαρμελάδα” σκέφτηκα, ύστερα βαρέθηκα, τα παράτησα, πλυμμένη κατσαρόλα δεν τη μαγαρίζεις εύκολα. Σάλεψα με τη ζέστη, σάλεψαν και τα γατιά, γονάτισαν τα σκυλιά μου, αναστενάζουν άυπνες οι προβατίνες του γείτονα, κι ούτε ένα λαγκαδάκι δροσερό εδώ τριγύρω να τις περάσουν να δροσιστούν.
 
Ηρθε από το σπίτι κι εκείνη η γυναικούλα η παχουλή και χαριτωμένη, με το ωραίο όνομα, Μιμόζα τη λένε, ποιος σε βάφτισε τη ρώτησα, εμείς δεν έχουμε βαφτίσια στην Αλβανία μου είπε, πάει ο γονιός και δηλώνει το παιδί, όπως νομίζει. Ηρθε εδώ μικροπαντρεμένη, δουλειά στα χωράφια, στα φασόλια. Επαθε μεγάλη ταραχή, τα νεύρα της, μάζευε μια μέρα στο περιβόλι, δεν πρόσεξε, κι έπεσε ο αστρίτης από το πάνω κλαρί στο μπράτσο της, εκείνη λιποθύμησε, κι όλο βλέπει από τότε αστρίτες στον ύπνο της. Δεν φορούσες μανίκι, ρώτησα, φορούσα είπε, αλλά το ίδιο είναι.
 
Υστερα αλλάξαμε κουβέντα, είπαμε για τη δουλειά στα χωράφια, εδώ οι φυλές είναι μοιρασμένες. Οι Αλβανοί πάνε στο καρπούζι, φόρτωμα, γαλέρα η δουλειά, οι γυναίκες τους πάνε στα φασόλια… Οι Βούλγαροι πάνε στο πιπέρι. Γιατί γίνεται αυτό, δεν ήξερε να μου πει… Θα ρωτήσω, κατέληξε, και την άλλη φορά θα στο πω. Και στη φράουλα, ρώτησα. Α, στη φράουλα, άστα…φώναξε…
 
Απλωσα τα ρούχα να στεγνώσουν. Ολο πλένω αυτές τις μέρες, φορεσιά και μπουγάδα, η ζέστη τρώει τα ρούχα, τα τσακίζει, κι εγώ τ’ απλώνω κρυφά απ΄ τον ήλιο τις νύχτες, γιατί ο ήλιος τα καταπίνει όλα ακόμα και την πάστρα μου…Εφτιαξα και χλωροφάσουλα με πατάτες, θα τηγανίσω και μελιτζάνες για αύριο… Μαγειρεύω και για τα σκυλιά. Ετσι περνάει η ώρα εδώ χάμ΄.
 
Η φιλενάδα μου λείπει, παντρεύει την εγγόνα της και είναι μακριά. Κάνω καμιά βόλτα το βράδυ, βλέπω το σπίτι της κλειστό, μελαγχολώ και γυρίζω πίσω. Βλέπω και τα λιόδενδρα, άτιμος ο καιρός φέτος, ο καρπός ακόμα δεν έδεσε. Ούτε εγώ θα «δέσω» , δεν καρπίζω πια, να δούμε τι θα συγκομίσω το χειμώνα…
 
Εριξα μια ματιά και στη συνέντευξη, στα πρώτα λεπτά σηκώθηκα να συγυρίσω το γραφειάκι μου. Με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι και ένα απορρυπαντικό πολιτεύομαι τώρα πια, μπορεί να είναι και καλό αυτό, καταγίνομαι διαρκώς με το κυνήγι ρύπων και σκόνης, που μας πνίγει, μας γονατίζει…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.