Και λαμπρυνθωμεν;

Δεν είναι απλή η αφήγηση της Μεγάλης Βδομάδας… Ίσα που προλαβαίνεις να πενθήσεις και «τσουπ» προβάλλει η χαρά της Λαμπρής λευκή, λευκότερη κι απ’ τη μανόλια, μεταξωτή, χλιδάτη σαν υπερφίαλη πατρικία. Αυτή είναι η Λαμπρή, ηρωίδα σε ένα θέατρο που σκηνοθετεί ο καθείς μοναχός, ακολουθώντας πιστά το σενάριο μιας Σύνοψης, ιεράς ή ανόσιας, με ωραίες γραμματοσειρές και κόκκινους σελιδοδείκτες.
 
Η δική μου Σύνοψη κατέχει από χρόνια περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη. Στραπατσαρισμένη από την πολυκαιρία, φορτωμένη από την υγρασία των τόπων που περιηγήθηκε, αναδίδει μια όμορφη μυρωδιά. Τη ρίχνω στα ταγαράκια μου κάθε Μεγαλοβδόμαδο, να μου βρεθεί. Από το «Η ζωή εν τάφω» μέχρι το «Άξιον Εστί» δέκα σελιδούλες πυκνογραμμένες με suvenir κι ανάμεσα μικρές ανάσες, φάλτσα ή υψηλές βυζαντινές κορώνες.
 
Ένθετες και σχεδόν «έκθετες» στις σελίδες της Σύνοψής μου, ανάμεσα σε ευαγγέλια και τους ψαλμούς, μικρές σημειώσεις με στυλό διαρκείας που παρεμβάλλονται ατάκτως. Ένα τηλέφωνο με ονοματεπώνυμο, αράδες με ακατάληπτες λέξεις και στο εσώφυλλο οι στίχοι από λαϊκό σουξέ του ‘60. Μέσα στην «απαγγελία» κι αυτά, όλα χωρούν στη Σύνοψη, ακόμα και μια πρόσθεση που έβγαζε άθροισμα. Πρόχειροι λογαριασμοί που «κύριος οίδε» με ποια αφορμή ή ποια χρονιά αποτυπώθηκαν στο μικρό βιβλιαράκι, σε ποιους συμψηφισμούς υποτάχθηκαν.
 
Έχουν περάσει ανεπιστρεπτί εκείνα τα χρόνια των «πρόχειρων» και αθώων λογαριασμών, που μουτζούρωναν τις σελίδες μιας Σύνοψης ή τη βάση της κασετίνας του Καρέλια. Έχουν αλλάξει κι οι «λογαριασμοί» μας, ακολουθούν νέες λογιστικές, νέα ήθη. Βουτηγμένη στην ανέξοδη νοσταλγία, που όσο περνά ο καιρός γίνεται εμμονή, αναπαριστώ στο μικρόκοσμό μου όσο πιο πιστά μπορώ την εποχή που γιόρταζα τη Λαμπρή, συνόδευα Επιταφίους, αγόραζα κεράκια από τα τραπεζάκια που αραδιάζονταν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, πιστή στο έθιμο. Κεριά γυμνά, χωρίς κορδέλες, κεράκια λυγερόκορμα που μοσχοβολούσαν μελίσσι, σκούρα για τις πένθιμες μέρες, λευκά για την Ανάσταση.
 
Πιστή σ’ αυτή την αριθμητική κλάδεψα και φέτος τις δάφνες, έβαλα τα βάγια στις κανίστρες και τα έδωσα στο εκκλησάκι μας για των Βαγιών. Από τον κήπο το άρωμα της μωβ πασχαλιάς θα στολίσει με λουλούδια τον Επιτάφιο. Όλες οι μετρήσεις, προσθαφαιρέσεις και διαιρέσεις εδώ χάμ’ σημαίνουν μια άλλη αίσθηση της Λαμπρής, που πολύ μ’ αρέσει.
 
Από τη δημοσιά πέρασαν οι καλαθάδες Ρομά, με πανέρια. Τα φτιάχνουν από αλυγαριές που οργιάζουν στις γράνες και στα λαγκαδάκια των αποστραγγιστικών. Με φώναξαν ν’ αγοράσω! Κάθε χρόνο τα ίδια. Χοντρό παζάρι κι ένα πανέρι για το σπίτι. Φέτος πουλούσαν και πήλινες γλάστρες. Ίδια «γλώσσα», απαράλλακτο το «τυπικό» των εμπορευμάτων τους, κι οι γλάστρες πλασμένες από ντόπια «γλίνα», χώμα που λασπώνει και γονιμοποιεί. Είναι της άνοιξης καμώματα όλα αυτά, που δεν ξεχωρίζει από τη Λαμπρή, μιας άνοιξης που σπορίζει με απλές προσλαμβάνουσες…
 
Της άνοιξης και η τελετουργία της χαράς, με μια πολύσημη γλώσσα. Στη Σύνοψη μου γράφει ότι το Ευαγγέλιο της Ανάστασης -«Ούσης Οψίας…»- ψέλνεται σε όλες τις γλώσσες: «Αραβιστί, γερμανιστί, γαλλιστί, ρουμανιστί, αλβανιστί, αγγλιστί, βουλγαριστί, ουκρανιστί» και πάει λέγοντας. Το «οικουμενικόν», ένθετο στο περίκλειστο και μοναχικόν, στο στενά τοπικό, που μοιάζει όμως να μην πτοείται από συγκρίσεις.
 
Οι μικρές πόλεις και τα χωριά μας αυτές τις μέρες γεμίζουν από «φερτούς» και μεταμορφώνονται σε μικρή «οικουμένη». Είναι κι αυτή η εικόνα Λαμπρή, αφορμή για μαθήματα Βίου και Πολιτείας. Εύχομαι να αναστηθεί αληθώς …ο Θεός και να λαμπρύνουμε τα πένθιμα και ευτελή με την προσωπική του πίστη, ο καθείς… Διότι δεν γίνεται, είναι εντελώς αφύσικο να μην μπορούμε να παρασυρθούμε από αυτονόητες βεβαιότητες για να βαδίσουμε προς τον …παράδεισο των προσανατολισμών μας. Να πετάξουμε τα μαύρα κρέπια, την οδύνη και τη μελαγχολία και να παραδοθούμε στο φως, να λαμπρυνθούμε!
 
Μέσα στο έαρ, ανάμεσα στις φύτρες δυόσμου, μάραθου και βασιλικού που επιμένουν να ευωδιάζουν παρά τη βαρβαρότητα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.