Φτερα και πουπουλα οι μερες που εφυγαν

Βράζω, πάω κι έρχομαι ξυπόλητη, τραγουδώ το ρεφραίν «Ψήσου κότα ψήσου και ροδοκοκκινίσου…», (έτσι όπως το γράφω) κότα αισθάνομαι που την έσφαξαν και την ξεθερμίζουν αγαπητοί, πάνω από το ατμοσίδερο, με την οθόνη στον Αυτιά, και άλλα αλαμπουρνέζικα, «τ΄άκουσες Αλέκοοοοο!» και αχ, εκείνα τα παλιά τα χρόνια σε εκείνο το γυναικείο στέκι της Αγίας Παρασκευής, στην πολυκατοικία επί της οδού Βορρά και Ανατολής, δωρεά στην ομάδα μας του Γιάννη Μπανιά και του Αλέκουουου-δεν θέλω ουουου- όπου αυτοδιαχειριζόμασταν τη γειτονιά και την πόλη και την ανεργία μας, τους έρωτές μας την αμεριμνησία και την απελπισία μας, τη σωτηρία μας και την μανία μας….
 
Βράζω και σκαλίζω στο νεροχύτη, βράζει και το νερό στο δίκτυο κι εγώ η απερινόητη κοχλάζω στα ακατανόητα… Φτερά και πούπουλα οι μέρες που έφυγαν, ψάχνουν πίσσα να κολλήσουν… Εστειλα τον καλό μου και μου έφερε γαύρο, θα τον τηγανίσω ή θα τον φτιάξω σαβόρ ή δεν θα μαγειρέψω σήμερα, θα κόψω μια τομάτα στα τέσσερα με παξιμάδι, (στα τέσσερα να σέρνονται τα χρόνια)…
 
Άλγη, αιμωδίες, δυσαισθησίες στα μέλη σαν να περπατάνε χιλιάδες μερμηγκάκια με ένα αρχηγό ολέ, τον Μέρμηγκα, της διεύρυνσης (και της μανούλας του)…
 
Είναι ωραία η αυλή, κάηκε η χλόη από τον ήλιο, τραγουδούν τα τζιτζίκια, διαλυμένα τα σκυλιά θα τα μπανιάρω. Βγήκα χθες στη αγορά κάτι ήθελα ν΄αγοράσω, μια λίφα -λίφι το έλεγε η μάνα μου- πουθενά δε βρήκα, μόνο κάτι σφουγγάρια πλαστικά σε ένα μισοάδειο ράφι στο μυροπωλείον. Πήρα κι εγώ μια χαβλού, την έκοψα κι έραψα ένα λιφάκι σαν εκείνα που μας έστελνε από το Σικάγο η θεία Μαρία… Θα τυλίγω μέσα το σαπούνι και θα τρίβομαι να φύγουν τα φτερά… Θα μαζεύω κι όλα τα απολειφάδια του σαπουνιού, και θα φτιάχνω αφρόλουτρα…
 
Ετσι κάνω πάντα εγώ η …απερινόητη! Δεν πετάω τίποτε, ούτε τα άλγη μου… Τα κάνω κείμενα και γραφές για να τα βλέπω, να τα διαβάζω, να τα ακούω, να σαπουνίζομαι, να τα ξεφορτώνομαι… Και ζέστη, και χρόνια, και Αυτιάδες, και Ραγιάδες, και από την οδό Ανατολής και Βορρά μέχρι την Επαρχιακή Οδό Αμαλιάδας-Χαβαρίου, ένα τσιγάρο δρόμος… Εδώ που περνούσε παλιά ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, για να πάει στα Λαγέϊκα, το κτήμα του πατέρα του, ίσως κι ο Μπελογιάννης, ίσως κι ο Νίκος Μάργαρης, πέρασε μια φορά πριν λίγα χρόνια κι ο ΓΑΠ με μια κουστωδία για να πάει στα χωριά για χειροκρότημα…
 
Περνάνε και φιδάκια και σκυλάκια και γατάκια, περνούσε κάποτε κι ένα άλογο, ο Καράς του Σωτήρη, πάνε πεθάνανε κι οι δυο, μέχρι τον περασμένο χειμώνα περνούσε κι εκείνος ο κυριούλης με ένα γαϊδουράκο φαφούτη, ήταν γέροι κι οι δυο, τους έχασα πια… Από το δρόμο πέρασε κι εκείνος ο παλιατζής και πήρε όλη τη σαβούρα της γειτονιάς. «Τι θα τα κάνεις όλα αυτά;», τον ρώτησα… «Ο,τι θέλω», απάντησε ορθά κοφτά, και ζύγιασε με το βλέμμα του κάτι παλιές τσίγκινες γλάστρες που είχα, από παλιές λάτες … «Αυτές τις θέλεις», ρώτησε… «Να μου κάνεις τη χάρη!!!», στρίγκλισα και τις μάζεψα στην αγκαλιά μου… «Αυτές είναι αρχαία πράγματα», είπα «από την εποχή που οι άνθρωποι εδωνά μαζεύανε ρετσίνι…». ‘Εφυγε αλλά φοβάμαι ότι θα ξαναγυρίσει…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.