«Η τραγωδια της Κωνσταντινουπολεως και η αγωνια του Πατριαρχου

Είπομεν ότι η ύποπτος διάθεσις της Πύλης απέναντι του Πατριάρχου και του ελληνικού κλήρου εξεδηλώθη αμέσως μόλις εγνώσθησαν τα γεγονότα της Μολδοβλαχίας. Δεν ανεκοινώθη καν εις τα πατριαρχεία η θανάτωσις του μητροπολίτου Εφέσου, εις δε τας διαμαρτυρίας του Πατριάρχου διά την σύλληψιν των μητροπολιτών που εκλήθησαν υπό της Πύλης, δεν εδόθη απάντησις. Αντιθέτως ο Γρηγόριος εκλήθη από τον μέγαν βεζύρην να μεταβή εις την Πύλην με τον μέγαν διερμηνέα και εκεί του εζητήθη ν’ αναλάβει υπό την ευθύνην του την επιτήρησιν των επτά Σέρβων αντιπροσώπων των ευρισκομένων εις την Κωνσταντινούπολιν. Η Πύλη είχε πληροφορηθή τα των συννενοήσεων μεταξύ του Μιλός Οβρένοβιτς και του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και εβολιδοσκοπούσε τον Πατριάρχην διά να πεισθή αν ήτο εν γνώσει του κινήματος. Ο Γρηγόριος απήντησεν ότι η επιτήρησις ήτο δύσκολος εις το απομεμακρυσμένον οίκημα, όπου διέμεναν οι αντιπρόσωποι, και τότε μετεφέρθησαν οι Σέρβοι εις τα πατριαρχεία. Την επομένην εκλήθη πάλιν εις την Πύλην ο Πατριάρχης με τον Μουρούζην. Ο μέγας βεζύρης τους ηρώτησεν αν εγνώριζον τίποτε περί «των τεκταινομένων εις βάρος της Τουρκίας».

 

– Όχι, Υψηλότατε, απήντησαν. Ούτε ηκούσαμεν, ούτε γνωρίζομεν τέτοιο πράγμα.

 

Τότε ο βεζύρης εστράφη προς τον Πατριάρχην και του είπε:

 

– Εγγυάσθε διά την ησυχίαν την Ελλήνων υπηκόων;

– Ο Πατριάρχης, απήντησεν εκείνος ως εθνάρχης των Ελλήνων, πρέπει να θεωρήται και εγγυητής της ησυχίας των χριστιανών, όσον εξαρτάται από την πνευματικήν του εξουσίαν. Αλλά αρμοδιώτεροι ημών προς ταύτα είναι οι κατά τόπους διοικηταί της κυβερνήσεως.

 

Κατά την Κυριακήν των Βαΐων, αφού προ ολίγων ημερών είχεν εξαναγκασθή ο Πατριάρχης προς αποτροπήν σφαγών ν’ αφορίση τον Υψηλάντην, τον Μιχαήλ Σούτσον και τους επαναστάτας εν γένει, του εζήτησαν να στείλη εις την Πύλην κατάλογον λεπτομερή των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου. Του εζητούσαν δηλαδή να δώση τα ονόματα των προσώπων που θα κατεδιώκοντο. Τούτο ήτο το πρώτον επίσημον μέτρον της Πύλης μετά την αναγγελίαν της επαναστάσεως της Πελοποννήσου. Ο Γρηγόριος απήντησεν ότι δεν έχει τοιούτον κατάλογον εις το πατριαρχείον. Διά δευτέρας διαταγής διετάχθησαν δύο ιερείς ν’ ακολουθήσουν ως οδηγοί τρεις γενιτσάρους, εκ των οποίων οι δυο ήσαν Τουρκοκρητικοί γνωρίζοντες τα ελληνικά, διά την καταγραφήν των Φαναριωτών.

 

Εις το πατριαρχείον συνεκεντρώθησαν κατ’ εκείνην την ημέραν αρκετοί Έλληνες από τους παρακολουθούντας τα πράγματα και ικανούς ν’ αντιληφθούν τα μελετώμενα. Ήσαν εκεί και άνθρωποι από τους φυγαδεύοντας εκείνους, που εκινδύνευαν περισσότερον των άλλων. Η αντίληψις όλων ήτο ότι ο κινδυνεύων προ παντός ήτο ο Πατριάρχης. Τον συνεβούλευσαν άλλην μίαν φοράν να φύγη. Ο Γρηγόριος ηρνήθη και κατ’ αυτήν την κρίσιμον ώραν. Ο Τερτσέτης μας διεφύλαξε τους λόγους του:

 

– Μη με προτρέπετε να φύγω. Μάχαιρα θα περάση τους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Θέλετε να καταφύγω μετημφιεσμένος εις ένα πλοίον, ή να κλεισθώ εις ένα σπίτι κάποιου ευεργετικού πρεσβευτού και ν’ ακούω εκεί πως οι δήμιοι κατακρεουργούν τον χηρεύσαντα λαόν; Όχι. Διά τούτο είμαι πατριάρχης. Διά να σώσω το έθνος μου. Όχι δια να εξολοθρευθή εξ αιτίας μου διά χειρός των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήση περισσότερον παρά η ζωή μου. Οι ξένοι χριστιανοί ηγεμόνες θα καταπλαγούν από τον άδικον θάνατόν μου και δεν θα μείνουν αδιάφοροι όταν η πίστις των εξυβρισθή εις το πρόσωπόν μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα πολεμήσουν με μεγαλυτέραν μανίαν. Και τούτο φέρει ως δώρον την νίκην. Είμαι βέβαιος δι’ αυτό. Να έχετε υπομονήν ο,τιδήποτε και αν μου συμβή. Σήμερα – ήτο Κυριακή των Βαΐων – θα φάμε ψάρια, αλλά μετά τινάς ημέρας ίσως τα ψάρια θα φάνε εμάς… Ας μη γίνω η χλεύη των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ να περνώ από τους δρόμους της Οδησσού ή της Κερκύρας ή της Αγκώνος και να με δακτυλοδεικτούν λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς πατριάρχης». Τετάρτην φοράν δεν θα υπαγώ εις τον Άθωνα… Δεν θέλω. Ήθελα να ιδρύσω σχολείον εις την πατρίδα μου… Αλλά χαίρετε. Ο τόπος μου είναι η Δημητσάνα. Πηγαίνω εκεί που με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων.

 

Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε΄

 

Ο Πατριάρχης επέρασε την νύχτα της Αναστάσεως με αγωνίαν. Πέντε χιλιάδες γενίτσαροι ένοπλοι ως προς μάχην, είχαν πλημμυρίσει από το βράδυ του Σαββάτου την ενορίαν των πατριαρχείων. Περιεφέροντο διαρκώς χωρίς να ενοχλούν κανένα, αλλά μόνη η παρουσία των εις τους δρόμους ήτο αρκετή δια να προκαλέση νέον τρόμον. Ήτο φανερόν ότι αυτή η διανυκτέρευσις και η συγκέντρωσίς των εις το Φανάρι ήτο μέτρον της εξουσίας. Μερικοί εφοβήθησαν ότι επρόκειτο περί διενεργείας ομαδικών σφαγών όταν θα συνεκεντρούντο οι χριστιανοί εις τας εκκλησίας διά την λειτουργίαν της Αναστάσεως. Εν τούτοις, όταν ο κράχτης της εκκλησίας των πατριαρχείων εκάλεσε διά της φωνής του διά μέσου των σοκακιών κατά το μεσονύκτιον τους πιστούς, παρά πολλοί προσέτρεξαν εις την εκκλησίαν.

 

Ειδοποιήθη ο Πατριάρχης ότι ήτο ώρα να καταβή διά να ιερουργήση. Ο Γρηγόριος ήτο εξηντλημένος. Η νηστεία, η αγρυπνία, η αγωνία τον είχαν αποκάμει. Όλη η εβδομάς είχε περάσει με σφαγάς και με απαγχονισμούς πλήθους Ελλήνων, μεταξύ των οποίων ευρίσκοντο και προσωπικοί του φίλοι. Κατά την ημέραν ακόμη του Σαββάτου είχαν απαγχονισθή οι δύο πρωτοσύγκελοι, οι αφήσαντες να διαφύγη η οικογένεια της χήρας του Δημ. Μουρούζη. Εδήλωσε λοιπόν ότι ήτο αδιάθετος και ότι δεν ήτο δυνατόν να λάβη μέρος εις την λειτουργίαν. Αμέσως όμως μετενόησεν, εφόρεσε τα καλύτερα άμφια, όπως ήρμοζεν εις την εορτήν του Πάσχα, και κατήλθεν εις την εκκλησίαν. Παρά την κόπωσίν του, ουδέποτε η φωνή του Γρηγορίου ήτο εντονωτέρα και η όψις του ζωηροτέρα παρά εις την ιερουργίαν εκείνην. Οι συνήθεις λειτουργικοί λόγοι έπαιρναν εις τα χείλη του, με τον εξαιρετικόν τρόπον που τους απήγγειλε κατά την νύκτα αυτήν, ιδιαιτέραν σημασίαν. Κατά την προσκόμισιν και την μνημόνευσιν ζώντων και νεκρών, είχε το θάρρος να μνημονεύση ονομαστί όλα τα από της 24ης Μαρτίου μέχρι της ημέρας εκείνης θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Τότε του ανηγγέλθη ότι οι γενίτσαροι είχαν περικυκλώσει την εκκλησίαν. Δεν έχασε την γαλήνην του μέχρι του τέλους της λειτουργίας.

 

Είχεν αρχίσει να χαράζη η ημέρα, όταν ο Πατριάρχης ανήλθεν εις τα πατριαρχεία. Του έφεραν ένα φλυτζάνι ζουμί διά ν’ απονηστεύση, αλλ’ αντί να κατακλιθή μετά τούτο, διά ν’ αναλάβη από την αγρυπνίαν, εκάθισεν εις τον καναπέν και έκλινε το κεφάλι εις ένα σκληρό προσκέφαλο, που εσυνήθιζε να μεταχειρίζεται. Έμεινεν εκεί χωρίς να κατορθώση να κλείση τα μάτια.

 

Κατά την 10ην πρωϊνήν του ανήγγειλαν ότι έφθασεν εις τα πατριαρχεία ο αντικαταστήσας τον Κωνστ. Μουρούζην μέγας διερμηνεύς Σταυράκης Αριστάρχης. Ο Πατριάρχης έσπευσε να τον υποδεχθή, αλλ’ εκείνος είχεν ανέλθει εις την μεγάλην αίθουσαν των πατριαρχείων. Ο Γρηγόριος έσπευσεν εκεί και εχαιρέτισε τον διερμηνέα, συνοδευόμενον από ένα γραμματέα του Ρεήζ εφέντη. Ο Αριστάρχης είπε τότε εις τον Πατριάρχην ότι έφερε φιρμάνι προς κοινοποίησιν και ότι έπρεπε να διαταχθούν να προσέλθουν εις την αίθουσαν όλοι οι συνοδικοί, οι προύχοντες και οι αρχηγοί συντεχνιών οι έχοντες ψήφον διά τα ζητήματα των πατριαρχείων, δια ν’ αναγνωσθή ενώπιόν των το φιρμάνι. Η διαταγή εδόθη και οι άνθρωποι των πατριαρχείων ήρχισαν να προσέρχωνται. Εν τω μεταξύ ηκούσθη ποδοβολητός εις την αυλήν και εγνωστοποιήθη σιγά εις τον Πατριάρχην ότι κατέφθασαν έφιπποι διάφοροι επίσημοι Τούρκοι. Μετ’ ολίγον παρουσιάσθησαν αγριωποί εις την αίθουσαν ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσήμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή. Η αίθουσα επλημμύρισεν από πενήντα υπαλλήλους και αξιωματικούς Τούρκους, φέροντας την στολήν της υπηρεσίας. Μεταξύ τούτων ο Πατριάρχης ανεγνώρισε και τον κεσεδάρην του υπουργείου των Εξωτερικών. Ο κεσεδάρης ήτο ο επί των θανατικών εκτελέσεων ανώτερος υπάλληλος, ο αρχιδήμιος. Τότε εκείνος εμάντευσε το περιεχόμενον του φιρμανίου. Ο κεσεδάρης είχεν έλθει εκεί διά την κεφαλήν του. Ο Πατριάρχης διέταξε να του φέρουν αμέσως ένα ράσο και το επανωκαλύμμαυχο και τα εφόρεσε. Μετ’ ολίγον ο μέγας διερμηνεύς εδιάβασε εν μέσω νεκρικής σιγής το ακόλουθον φιρμάνι:

 

«Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος, καθίσταται έκπτωτος της θέσεώς του και του προσδιορίζεται διαμονή το Καδίκιοϊ μέχρι νεωτέρας διαταγής.»

 

Ο Γρηγόριος έσπευσεν αμέσως να εξέλθη από την επίσημον αίθουσαν, διότι, κατά το έθιμον, μετά την καθαίρεσίν του δεν είχε πλέον δικαίωμα να παραμείνη εκεί ούτε μίαν στιγμήν. Τον περιεκύκλωσαν αμέσως οι Τούρκοι αξιωματούχοι, του απηγόρευσαν κάθε επικοινωνίαν με τους άλλους κληρικούς και τον απεμόνωσαν έξω, ενώ ο διερμηνεύς εδιάβαζεν άλλο φιρμάνι, διά του οποίου παρηγγέλοντο οι συνοδικοί να εκλέξουν νέον Πατριάρχην. Αλλ’ αντί να οδηγήσουν τον Γρηγόριον εις το Καδίκιοϊ, όπως ανέφερε το φιρμάνι της εκπτώσεώς του, τον παρέλαβεν ο κεσεδάρης και τον μετέφερεν εις τα φυλακάς του Μποσταντζήμπαση. Εκεί, λέγουν, τον υπέβαλαν εις βασανιστήρια. Και τούτο δεν είναι απίθανον, διότι είναι εξηκριβωμένον ότι οι άλλοι κρατούμενοι αρχιερείς υπέστησαν κατά την ίδιαν ημέραν απερίγραπτα μαρτύρια με στρέβλας, με στεφάνους αλυσοειδείς, με σιδηρούς όνυχας, με πυράγρας.

 

Εν τω μεταξύ, εις τα πατριαρχεία εγένετο η εκλογή του νέου πατριάρχου. Εξελέγη ο Πισιδίας Ευγένιος. Και όταν ο νέος ιεράρχης επέστρεψεν εις τα πατριαρχεία από την Πύλην, όπου καθ’ υποχρέωσιν έπρεπε να μεταβή μετά την εκλογήν του, ειδοποιήθη ο κεσεδάρης διά την εκτέλεσιν της ποινής του εκπτώτου. Επήραν τότε τον Γρηγόριον από την φυλακήν με τα χέρια δεμένα οπισθάγκωνα και τον επεβίβασαν εις μίαν βάρκαν. Μαζί του επήγε και ο κοτσίμπασης, ο επιφορτισμένος την εκτέλεσιν. Πολλοί στρατιώτες ηκολούθησαν με άλλα πλοιάρια. Η συνοδεία αυτή έφθασε προ της αποβάθρας του Φαναρίου, όσον ανέμενε πλήθος ενόπλων Τούρκων, όχλος μαινόμενος και Εβραίοι ουρλιάζοντες. Εκεί απεβίβασαν το θύμα και ετράβηξαν προς την πλατείαν του Φαναρίου.

 

Ο Γρηγόριος εξηντλημένος, βασανισμένος, νηστικός, αγωνιών, μόλις κατώρθωνε να βαδίζη. Όταν έφθασεν εις το κέντρον της πλατείας, όπου εγνώριζεν ότι εγίνοντο αι κεφαλικαί εκτελέσεις, εστάθη, εγονάτισε και έκλινε το κεφάλι. Τούτο ήτο μία σιωπηλή παράκλησις να τον θανατώσουν το ταχύτερον. Αλλά ο δήμιος τον ελάκτισε και του εφώναξε με οργήν:

 

– Σήκω και βάδιζε. Δεν είναι εδώ ο τόπος του θανάτου σου.

 

Δύο στρατιώται τον εβοήθησαν να σηκωθή. Και ο τραγικός δρόμος –δρόμος Γολγοθά– εξηκολούθησε. Τότε έγινεν αντιληπτόν εις την ελληνικήν εκείνην συνοικίαν ότι το θύμα της ημέρας του Πάσχα ήτο ο Πατριάρχης. Ηκούοντο από τα σπίτια θρήνοι γυναικών και κραυγαί απελπισίας.

 

– Έφεραν να σκοτώσουν τον Πατριάρχη!

 

Η συνοδεία εσταμάτησε προ της εισόδου των πατριαρχείων. Εκεί, επί της πύλης, ήρχισε να ετοιμάζεται η αγχόνη. Εχρειάσθη διά τούτο μία ώρα, κατά την οποίαν ο συνωθούμενος ολόγυρα όχλος απηύθυνε προς τον επιθάνατον πάσαν ύβριν, σαρκασμούς και βωμολοχίας. Ο Πατριάρχης κατά το διάστημα αυτό, αντλών δυνάμεις εκ βαθέων, κατώρθωνε να στέκεται όρθιος. Είχε κλίνει το κεφάλι προς τα δεξιά και έμενεν έτσι ακίνητος με κλειστά τα μάτια. Μόνον τα χείλη του εσάλευαν. Προσηύχετο.

 

Η στιγμή έφθασε. Επέρασαν εις τον λαιμόν του ηρωϊκού γέροντος την θηλειάν. Μετ’ ολίγον ετράβηξαν το σχοινί. Το καλυμμαύχι έπεσε και, ενώ το σώμα ήσπαιρεν ακόμη, του εφόρεσαν άλλο διά να φαίνεται ποίος ήτο. Μετ’ ολίγας στιγμάς ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ήτο νεκρός. Εκρέμασαν τότε από του τραχήλου του τον γιαφτάν, τον αναφέροντα τους λόγους της θανατώσεώς του, ψευδείς όλους και ηλιθίους, μεταξύ των οποίων ως σοβαρώτερον πειστήριον της ενοχής του εσημειούτο ότι είχε γεννηθή εις Πελοπόννησον, «όπου κατά πρώτον εξερράγη η επανάστασις». Τούτο σημαίνει ότι σοβαρά στοιχεία εναντίον του Γρηγορίου δεν είχεν εις χείρας της η Πύλη. Αν είχε θα τα ανέφερε.»

 

Κυρία Διευθύντρια,

 

Στην πρόσφατη εκδήλωση του 1ου και 2ου ΚΑΠΗ του Κέντρου Μέριμνας και Αλληλεγγύης του Δήμου Κομοτηνής με ομιλητές τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Παντελεήμονα και τον φιλόλογο κ. Σπ. Κιοσσέ από άγνωστο σε μένα συμπολίτη έγινε αναφορά στο περίφημο αφορισμό του Εθνοιερομάρτυρα Πατριάρχη Αγίου Γρηγορίου του Ε’ με δυσμενή σχόλια για τον Πατριάρχη τον ανώτερο κλήρο και τους Φαναριώτες.

 

Επειδή οι απόψεις αυτές επανέρχονται τακτικά και ιδιαίτερα στις ημέρες του εορτασμού της επετείου της 25ης Μαρτίου, επέλεξα ωρισμένα αποσπάσματα του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών πολύτομου έργου του διαπρεπούς ιστορικού Διονυσίου Κόκκινου «Η Ελληνική Επανάστασις» (τ. 1ος της 3ης εκδόσεως Αθήναι 1956 του εκδοτικού οίκου “Μέλισσα”) τα οποία επισυνάπτω ώστε εάν το κρίνετε σκόπιμο να περιλάβετε στα σχετικά άρθρα της έγκριτης εφημερίδας σας.

 

Με εκτίμησι και ευχές

Δημήτριος, πρεσβύτερος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.