Τα τσουρεκια της μνημης

Tης Μαρίας Δήμου*

Αν τα Χριστούγεννα έχουν πληθώρα χρωμάτων, το Πάσχα έχει απίστευτες μυρωδιές! Θέλεις η άνοιξη, θέλεις τα έθιμα, το Πάσχα κατακλύζεται από μυρωδιές τόσο έξω, όσο και μέσα στο σπίτι.

 

Θυμάμαι, όταν μέναμε στην Παναγή Τσαλδάρη, παραδίπλα μας, το φούρνο του κυρ-Μήτσου. Τότε που τα σπίτια μας δεν είχαν πια το χτιστό φούρνο της αυλής, αλλά ούτε είχαμε ακόμη ηλεκτρικές κουζίνες. Τότε που οι γυναίκες ήταν οι αρχόντισσες του σπιτιού τους, τότε που ο κόσμος τους όλος άρχιζε και τελείωνε στην κουζίνα, τη λάτρα, τον άνδρα και τα παιδιά τους. Τότε λοιπόν τα τσουρέκια πήγαιναν με λαμαρίνες στο φούρνο της γειτονιάς για ψήσιμο.

 

Ιεροτελεστία η παρασκευή των τσουρεκιών στο σπίτι. Αξημέρωτα σηκωνόταν η μάνα μου για να «πιάσει» τη μαγιά, να ανάψει τη σόμπα, να ‘ναι ζεστό το σπίτι, ν’ «ανέβει» το ζυμάρι. Ο μπαμπάς είχε βρει αυγά από κάποιο χωριό που είχε πάει για δουλειά κι είχε πάρει κι αμερικάνικο αλεύρι από τον έμπορο. Το κακουλέ και το μαχλέπι κοπανιόταν στο ξύλινο γουδί. Το μεταλλικό ήταν για το σκόρδο, το ξύλινο για τα μπαχάρια. Το σπίτι πλημμύριζε αρώματα κι η μάνα μου ίδρωνε στη ζέστη της κουζίνας παλεύοντας με το ζυμάρι μέσα στη λεκάνη.

 

Και μετά ερχόταν η ώρα της αναμονής. Να ξεκουραστεί η ζύμη, να κάνει τη δουλειά της η μαγιά, να φουσκώσει, να γίνει διπλή! Τ’ άλευρα κι οι μαγιές, τ’ αυγά και τα μπαχάρια, το καλό βούτυρο κι η ζάχαρη ενώνονταν και μια μοναδική μυρωδιά γαργαλούσε τις μύτες μας. Μέρες νηστείας ακόμα, απαγόρευαν τη γεύση να συμμετέχει στην πρόκληση αυτή των αισθήσεων.

 

Κουκουλωμένη σε ζεστές κουβέρτες η σκάφη με το χαμούρι, ανοιγόταν λίγο λίγο κάθε τόσο από τη μάνα μου, που παρακολουθούσε το φούσκωμα. Την έτρωγε η αγωνία. Μη και πήγε κάτι στραβά, μη και δε φουσκώσει και πώς θα κάνουμε τότε Πάσχα χωρίς τσουρέκια.

 

Και μετά ερχόταν η τελετή του πλασίματος. Χούφτες χούφτες κοβόταν το αφράτο ζυμάρι, δουλεύονταν στις δυο παλάμες, γινόταν κορδόνια και μετά πλέκονταν πλεξούδες που αραδιάζονταν στις λαμαρίνες. Όμορφες, ξανθές, αφράτες στη σειρά, όλες το ίδιο μπόι, το ίδιο πάχος, μ’ ένα άσπρο αμύγδαλο μετά από κάθε στρίψιμο. Λιμπιστικές ,γυάλιζαν καθώς τις άλειφε με αυγό κατάκοπη η μάνα μου. Ο κόπος γίνονταν χαρά για κείνη μα για μας η λαχτάρα της γεύσης μεγάλωνε.

 

Οι λαμαρίνες ήταν έτοιμες να βγουν στο δρόμο, να κάνουν την είσοδό τους στο φούρνο του κυρ-Μήτσου.

 

Αραδιάζονταν στο μεγάλο πάγκο μπροστά στο έμπα του φούρνου θαρρείς και συμμετείχαν σ’ έναν ιδιότυπο διαγωνισμό. Με ένα μικρό χαρτάκι ή ένα χάραγμα με τα αρχικά της καθεμιάς νοικοκυράς στο χείλος του ταψιού, τις ξεχώριζε ο φούρναρης . Κι όταν ήθελε να καλοπιάσει ή να παινέψει κάποια της έλεγε:

 

– Δε χρειάζεται….τα δικά σου ξεχωρίζουν!!!!

 

Στο πηγαινέλα στο φούρνο τα μάτια έπεφταν πιο πολύ στο ταψί της γειτόνισσας. Φούσκωσε το ζυμάρι της, τα καλοέπλασε, έβαλε μύγδαλο ή σουσάμι….Κι η γλώσσα να μη λέει ποτέ τις σκέψεις του μυαλού….

 

-Φτου…φτου….πολύ πετυχημένα φέτος τα τσουρέκια σου……

 

-Να μας δώσεις τη συνταγή!!

 

-Ευχαρίστως!!!!

 

-Και του χρόνου!!!!

 

-Καλοφάγοτα!!!!

 

Κι όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε, λιγοθυμούσαμε από τη μυρωδιά της μέρες της μεγάλης νηστείας….

 

Τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι ήχοι, οι άνθρωποι στολίζουν ή και στοιχειώνουν τις αναμνήσεις μας. Με κάθε ευκαιρία αναδύονται και μας παρασύρουν σε ένα ιδιότυπο ταξίδι στο χρόνο κάνοντας μας άλλοτε να χαμογελούμε κι άλλοτε να δακρύζουμε.

 

*Η Μαρία Δήμου είναι εκπαιδευτικός. Γράφει και επικοινωνεί τις απόψεις της στο προσωπικό της ιστολόγιο peridiavenontasstonkosmo.blogspot.gr.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.