Γιατι δεν παμε στη Χαγη;

Προφανώς δεν θα διέφυγε της προσοχής σας ότι όσο εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων στους ευρωπαίους εταίρους μας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κλιμακώνονται αρνητικά βαθαίνοντας το χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες καθιστώντας ολοένα και περισσότερο αδύνατη την προσέγγισή τους. Αυτό απέδειξε για πολλοστή φορά το σύμφωνο της Τουρκίας με τη Λιβύη για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσά τους. Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις της ΕΕ, με υποβολέα τη Γαλλία κυρίως, αντί να αμβλύνουν αντίθετα οξύνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργώντας συνεχώς νέα αδιέξοδα. Μήπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν το πρόσφορο πεδίο αντιπαράθεσης των συμφερόντων ευρωπαϊκών χωρών σε Εγγύς Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο με τα ανταγωνιστικά γι’ αυτά τουρκικά συμφέροντα; Μάλιστα, όπως φάνηκε στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, προσετέθη άλλη μια παράμετρος που θα καθορίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αφού ο Εμανουέλ Μακρόν τάσσεται αναφανδόν υπέρ των ελληνικών θέσεων  ενώ αντίθετα ο πρόεδρος Τραμπ διαρκώς κολακεύει τον Ταγίπ Ερντογάν μπροστά στον κίνδυνο να αποχωρήσει η Τουρκία από τις δομές ασφαλείας της Δύσης. Όμως, υπάρχει άλλη δυνατότητα για την Ελλάδα και την Τουρκία πέραν της ρήξης;

Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη σε άρθρο του με τίτλο «Τα δεινά των υδρογονανθράκων» αντιπαραθέτει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το παράδειγμα των γαλλογερμανικών σχέσεων. Η Γαλλία και η Γερμανία συγκρούστηκαν στους δύο παγκοσμίους πολέμους όπως και το 1870, ήσαν λαοί σε μόνιμη αντιπαράθεση, τους χωρίζουν ποταμοί αίματος αλλά μετά τον Β’ Π.Π διεκδικούν την ηγεμονία της ΕΕ με ειρηνικούς τρόπους, παρά την εξόφθαλμη στρατιωτική υπεροχή της Γαλλίας. Γράφει συγκεκριμένα:

«Εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομική σύγκλιση και η ευρύτερη συνεργασία ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία φαίνονται απολύτως φυσικές. Η αλληλοδιείσδυση των δύο οικονομιών, η δημιουργία μιας τεράστιας αγοράς και ο ρόλος του γαλλογερμανικού διπόλου στην οργάνωση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου αναβάθμισαν τις οικονομικές προοπτικές και τη θέση των δύο χωρών στη διεθνή σκηνή. Εντούτοις, την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η εξέλιξη αυτή δεν έμοιαζε καθόλου πιθανή. Η αλληλοεξόντωση Γάλλων και Γερμανών, κυρίως κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η γερμανική κατοχή και τα ναζιστικά εγκλήματα λειτουργούσαν καταλυτικά, απαγορευτικά σε κάθε προσέγγιση».

«Πολύ αίμα χωρίζει και τους Έλληνες με τους Τούρκους», γράφει στη συνέχεια. Όμως, όπως και στη γαλλογερμανική περίπτωση, τα οφέλη από μιαν ενδεχόμενη στενή συνεργασία θα ήσαν τεράστια. Τα ελληνικά και τα τουρκικά εδάφη ελέγχουν από κοινού ένα σημαντικό παγκόσμιο σταυροδρόμι. Αυτή η γεωγραφική θέση εξασφάλισε την ισχύ και την αίγλη της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πριν οι εμπορικές ροές στραφούν προς τον Ατλαντικό. Σήμερα, η ραγδαία άνοδος της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα ανανεώνει τις παλαιές γεωοικονομικές λογικές. Μπορούν, άραγε, η Ελλάδα και η Τουρκία να ακολουθήσουν τη γαλλογερμανική εμπειρία;». Για να καταλήξει: «Είναι πολλά τα μακροπρόθεσμα εθνικά διακυβεύματα για να θυσιαστούν στον βωμό κάποιων, κυρίως ξένων, οικονομικών συμφερόντων. Δεν πρέπει οι υδρογονάνθρακες να γίνουν και στα καθ’ ημάς πηγή δεινών».

Η άποψή μου είναι ότι το διακύβευμα της σύγκρουσης στην Ανατολική Μεσόγειο υπερβαίνει τους υδρογονάνθρακες. Είναι σύγκρουση για την επιρροή στην Εγγύς Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα. Θα επανέλθουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εκεί ή θα επικρατήσει τελικά η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη; Αυτό είναι το ζητούμενο, με αιχμή του δόρατος των ευρωπαϊκών συμφερόντων τη χώρα μας.

Ας μη ξεχνάμε ότι τις προσπάθειες για μια ελληνοτουρκική σύγκλιση ξεκίνησαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μουσταφά Κεμάλ αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Σήμερα όμως ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην ελληνοτουρκική σύγκλιση περνά από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δυνατότητα που αποσιωπάται εκατέρωθεν. Και όμως: Το 2003 – 2004 Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν ένα βήμα πριν την υπογραφή συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη στα πλαίσια των συμπερασμάτων του Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι το 1999. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας» γράφει ότι σύμφωνα με όσα εξιστόρησε ο Τούρκος διπλωμάτης Ντενίζ Μπουλούκμπασι σε βιβλίο του το 2011 σχετικά με τις διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών την περίοδο 2002-2003 με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και ΥΠΕΞ τον Γιώργο Παπανδρέου, η τότε ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με την Τουρκία να περιοριστεί σε 6 μίλια, σε ορισμένες μόνον ευαίσθητες περιοχές του Αιγαίου, με αντάλλαγμα την υπογραφή του συνυποσχετικού για τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η συμφωνία ναυάγησε γιατί το επιτελείο Σημίτη δεν θα μπορούσε να την περάσει από τη Βουλή («Καθημερινή»,  11/8/2011). Στις 28/5/2006, ο τέως (τότε) πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος με επιστολή του στην «Καθημερινή» πρότεινε την παραπομπή προς ρύθμιση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη, δηλώνοντας σε νέα του επιστολή μια εβδομάδα μετά ότι «μετά τη συνολική επί όλων των θεμάτων απόφαση του Δικαστηρίου, αν υπάρξει τέτοια απόφαση, τότε, ρυθμιζομένων οριστικώς των σχέσεων μας με την Τουρκία, δεν θα υπάρχει πλέον κίνδυνος πολέμου…».

Την ίδια ώρα, σε τηλεφωνική δημοσκόπηση που διενήργησε η Metron Analysis σε δείγμα 800 ατόμων πανελλαδικώς, για λογαριασμό της εφημερίδας «Το Πρώτο Θέμα», το 66% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της παραπομπής των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη, συμφωνώντας με την άποψη του Κωστή Στεφανόπουλου. Το δείγμα είναι μικρό αλλά αποκαλύπτει την ενδόμυχη τάση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, οι κραυγές των λίγων επικαλύπτουν τη σωφροσύνη της πλειοψηφίας.

Αλεξανδρούπολη, 7-12-2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.