ΠΕΜ: Μια διαδρομη 22 χρονων αφηνει πισω της μια σημαντικη παρακαταθηκη

Θάλεια Δραγώνα: «Μια επένδυση ζωής κλείνει» - Άννα Φραγκουδάκη: «Τον πρώτο καιρό ξεκινούσαμε σαν το Σίσυφο, κάθε χρονιά από την αρχή»

Στην Κομοτηνή βρίσκονται αυτές τις μέρες η κ. Θάλεια Δραγώνα και η κ. Άννα Φραγκουδάκη, οι οποίες προετοιμάζονται για το κλείσιμο του προγράμματος του οποίου αποτέλεσαν την ψυχή εδώ και 22 χρόνια, του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων, το οποίο άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα τόσο στη μειονότητα, όσο και στην τοπική κοινωνία γενικότερα.
 
Το πρόγραμμα κλείνει στο τέλος Αυγούστου, ενώ το Σεπτέμβριο θα πραγματοποιήσουν το τυπικό κλείσιμο του χώρου και της διάθεσης των υλικών του.
 
Με αυτή την αφορμή θα διοργανώσουν εκδήλωση στις 18 Σεπτεμβρίου, που αφορά το κλείσιμο των 22 χρόνων λειτουργίας του προγράμματος, κάνοντας ένα απολογισμό για αυτό και τις δράσεις του.
 
Όμως βρίσκονται στην περιοχή μας γιατί αυτή την περίοδο πραγματοποιείται στη Μαρώνεια η τελευταία κατασκηνωτική περίοδος στο πλαίσιο του προγράμματος, μια μακροχρόνια προσπάθεια, εκτός διδακτικών αιθουσών που όμως έχει βάλει το δικό της λιθαράκι σε όλη αυτή την προσπάθεια. 

Θάλεια Δραγώνα «Το ΠΕΜ προσπάθησε να φτιάξει συνθήκες συμβίωσης με άλλους όρους» 

Βέβαια οι ίδιες δεν είναι ποτέ μακριά από τη Θράκη, μιας και στο πλαίσιο του προγράμματος επισκέπτονταν περιοδικά την περιοχή μας, όμως αυτή η επίσκεψη, σημείωσε η κ. Δραγώνα, αποτελεί για αυτές μια στιγμή αποχαιρετισμού, κλεισίματος, αναστοχασμού των 22 ετών.
 
«Είναι μια γλυκόπικρη στιγμή, γλυκιά γιατί θα είμαστε με τα παιδιά και τους συνεργάτες μας, αλλά και πικρή, γιατί μια επένδυση ζωής κλείνει» σημείωσε.
 
Το πρόγραμμα κλείνει, αφήνει όμως πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη, και ερωτηθείσα για αυτή, η κ. Δραγώνα σημείωσε πως το πρόγραμμα ανήκε στο υπουργείο Παιδείας, και δεν μπορεί να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να υπάρχει συνέχεια εκτός του υπουργείου, το οποίο θα πρέπει να μελετήσει τι θέλει να κάνει από εδώ και πέρα.
 
Βέβαια θεωρεί πως ό,τι ακολουθήσει δεν μπορεί να είναι μια αντιγραφή του προηγούμενου, αλλά να αναμορφωθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες, αλλά και ποιες θα είναι οι προτεραιότητές του.
 
Το ΠΕΜ μπορεί να ήταν ένα πρόγραμμα στήριξης της ελληνομάθειας, αποτέλεσε όμως πολύ περισσότερο ένα πρόγραμμα ένταξης, κάτι που ήταν εξάλλου και η προδιαγραφή του υπουργείου, η ένταξη των παιδιών στην Ελληνική κοινωνία, για την οποία η ελληνομάθεια αποτελεί βασική προϋπόθεση, καθώς η ισότητα απαιτεί να έχει κάποιος «φωνή».
 
«Αυτό προσπάθησε να κάνει το πρόγραμμά μας τόσα χρόνια, να φτιάξει συνθήκες συμβίωσης με άλλους όρους» τόνισε η κ. Δραγώνα, κάτι που έγινε στα 10 συνολικά Kέντρα Στήριξης του Προγράμματος (KEΣΠEM) που είχε δημιουργήσει το πρόγραμμα, όπου σε μια δομή διαφορετική του τυπικού σχολείου, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, να μπορούν να προσέλθουν με φυσικότητα και άνεση, και να μπορούν να βρουν συνθήκες που θα αναπτύξουν τη λειτουργικότητά τους και θα μπορέσουν να ενδυναμωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν ισότιμοι πολίτες. 

Ενδυνάμωση για τα παιδιά της μειονότητας 

Μιλώντας για τη «φιλοσοφία» με την οποία δημιουργήθηκαν τα ΚΕΣΠΕΜ η κ. Δραγώνα εξήγησε πως σε όλες τις κοινωνίες, υπάρχουν ταυτότητες κυρίαρχες και υποδεέστερες, όμως αν ένα παιδί εσωτερικεύσει την αίσθηση της υποδεέστερης ταυτότητας, ξεκινά με ένα τεράστιο έλλειμμα. Έτσι το ζητούμενο είναι πώς μπορούν οι ταυτότητες αυτές να ενδυναμωθούν.
 
Στα κέντρα του προγράμματος η ιδιαιτερότητα ήταν ότι υπήρχε ένα δίγλωσσο ή τρίγλωσσο προσωπικό, προερχόμενο τόσο από την πλειονότητα όσο και τη μειονότητα. Μπορούσαν λοιπόν να εναλλάσσουν τις γλώσσες με φυσικότητα, και έτσι το μέρος γινόταν χώρος των παιδιών, αλλά και των οικογενειών τους.
 
Η κ. Δραγώνα είχε συγκινηθεί πολύ στο πρώτο τους ΚΕΣΠΕΜ στην Ξάνθη, όπου οι μητέρες περίμεναν τα παιδιά τους στην κουζίνα, έπλεκαν, και είχαν αποκτήσει την άνεση και έφτιαχναν καφέ, μιλούσαν με το προσωπικό, κάτι που δείχνει πως αυτές οι γυναίκες αισθάνονταν τον χώρο δικό τους, με πολλά παιδιά να νιώθουν ότι είναι το δεύτερό τους σπίτι.
 
Μέσα από αυτή τη διαδικασία προσέγγισαν τη μάθηση της γλώσσας, τη βοήθεια σε όλα τα μαθήματα, την ενδυνάμωση ότι τα καταφέρνουν, ότι υπάρχει πραγματικός και μαθησιακός χώρος για αυτά.
 
«Ήταν μια μακριά επίπονη διαδικασία, με συνέχεια, μια μεγάλη προσπάθεια από την μεριά μας και μια μεγάλη ανταπόκριση της μειονότητας αλλά και όλης της τοπικής κοινωνίας» ανέφερε, επισημαίνοντας πως αυτά τα 22 χρόνια το πρόγραμμα είχε την τύχη να αποτελεί αταλάντευτη πολιτική της ελληνικής πολιτείας, ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και υπουργούς.
 
Βέβαια υπήρξαν διαφωνίες και εντάσεις, στην αρχή πιο έντονες, τόσο από τη μειονότητα, που ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική, αλλά και από την πλειονότητα, αλλά και με αυξομειώσεις κατά καιρούς, ανάλογα με τις συνθήκες ή τις καταστάσεις.
 
Όλη αυτή η  διαδικασία, σημείωσε, ήταν μια μακριά πορεία χτισίματος εμπιστοσύνης, ανοίγματος των περιχαρακώσεων, και ενδυνάμωσης όλων, τόσο δική μας και των συνεργατών μας, όσο και των μαθητών. 

Άννα Φραγουδάκη «Το πρόγραμμα έκανε την ελληνική γλώσσα φιλική για τα παιδιά της μειονότητας» 

Από την πλευρά της η κ. Φραγκουδάκη σημείωσε πως η κ. Δραγώνα έχει γράψει πολλές φορές πως το μειονοτικό σχολείο δεν είναι δίγλωσσο, αλλά δύο παράλληλες μονογλωσσίες και στο πρόγραμμά τους κατανόησαν πως έπρεπε το σχολικό περιβάλλον να είναι πραγματικά δίγλωσσο, ώστε να μπορεί να αποκτά μια φυσική διγλωσσία πολλές φορές μέσα από το παιχνίδι.
 
Άλλωστε είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει φυσική διγλωσσία, να μιλούν μεικτά δύο γλώσσες, ή περισσότερες, κάτι το οποίο όμως δεν θεωρείται φυσικό, σε σχεδόν όλες τις κοινωνίες του κόσμου.
 
Όμως στο περιβάλλον του Κέντρου το παιδί δεν αισθάνεται παράξενα, τόνισε η κ. Φραγκουδάκη, ούτε επειδή είναι αλλόγλωσσο, ούτε επειδή ο διπλανός του μιλά άλλη γλώσσα από τη δική του, ούτε επειδή κάνει λάθη στα Ελληνικά που χρησιμοποιεί, γιατί εκεί, ούτως ή άλλως, όλοι μαθαίνουν. Κάπως έτσι γίνεται έμμεσα αποδεκτή η ταυτότητα, γιατί παντού στον κόσμο, όταν η ταυτότητα ενός παιδιού είναι μυστική, είναι εχθρική, θεωρείται κατώτερη, δυσκολεύεται να μάθει γράμματα, αντιστέκεται ασυνείδητα.
 
«Αν κάνει κανείς την αποτίμηση των 22 χρόνων, από τον πρώτο καιρό που ξεκινούσαμε σαν το Σίσυφο, κάθε χρονιά από την αρχή, μέχρι τώρα, θα διαπίστωνε πως το μεγαλύτερο “κέρδος” του προγράμματος είναι ότι έκανε την ελληνική γλώσσα φιλική για τα παιδιά της μειονότητας,» σημείωσε, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, παράλληλα όμως έφτιαξε και μια ομάδα Ελλήνων πολιτών που το κράτος δεν τους αντιμετωπίζει αρνητικά.
 
Μάλιστα το πρόγραμμα, που ξεκίνησε με ελάχιστους μειονοτικούς συνεργάτες, σταδιακά άρχισε να έχει περισσότερους, και τα τελευταία χρόνια αποτελούν την πλειοψηφία, με πολλούς εξ αυτών να έχουν την πρώτη εμπειρία τους από αυτό ως μαθητές. 

Μια διαφορετική εμπειρία στις κατασκηνώσεις του προγράμματος 

Φέτος με την ολοκλήρωση του προγράμματος είναι και η τελευταία χρονιά που πραγματοποιούνται οι κατασκηνώσεις που περιλαμβάνονται στο θερινό πρόγραμμα του ΠΕΜ και πραγματοποιούνται εδώ και σχεδόν 15 χρόνια.
 
Μάλιστα όπως σημείωσε η κ. Δραγώνα, υπάρχουν συνεργάτες τους που βρίσκονται σε αυτές και είχαν συμμετάσχει ως παιδιά, μεγάλωσαν, σπούδασαν και τώρα επιστρέφουν και γίνονται δάσκαλοι στη νέα γενιά.
 
Άλλωστε γενικότερα στο πρόγραμμα, λόγω της μακροβιότητάς του και του έργου που πραγματοποίησε, έχουν συνεργάτες από τη μειονότητα που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, διδάσκουν ελληνικά και ήταν μαθητές στο πρόγραμμα μεγαλώνοντας. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν το καμάρι του ΠΕΜ καθώς είναι ενσωματωμένοι, φέρουν την ταυτότητα του Έλληνα πολίτη με περηφάνεια, κρατώντας το κομμάτι της γλώσσας και της παράδοσης της οικογένειας τους.
 
Η κατασκήνωση από την αρχή ήταν μεικτή, με παιδιά της πλειονότητας να συμμετέχουν σε αυτή, και γίνεται σε συνθήκες χαλαρότητας, μακριά από τη σχολική διαδικασία, ενώ αναστρέφονταν και οι ρόλοι, γιατί η μειονότητα γινόταν πλειοψηφία και η πλειονότητα μειοψηφία. Όμως έβλεπαν πως τα παιδιά της μειονότητας μιλούσαν Ελληνικά για να συμπεριλάβουν τα υπόλοιπα.
 
Με αυτόν τον τρόπο η κατασκήνωση γίνεται διαφορετική, χτίζει τη συμβίωση φτιάχνει γέφυρες και πλαίσια όπου μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν δημιουργικά πράγματα φυσικά και εύκολα, πέρα από διδακτισμούς.
 
Άλλωστε στο χώρο, τόνισε από την πλευρά της η κ. Φραγκουδάκη, μέσα από τη γνωριμία με τη φύση, και μέσα από τις ασκήσεις, τα παιδιά έρχονταν πιο κοντά. Όπως για παράδειγμα στην κατασκήνωση στο Νέστο, αλλά και σήμερα, όταν τα παιδιά κάνουν ασκήσεις με κανό. Εκεί λοιπόν αντιλαμβάνονταν πως όταν κατεβαίνει κάποιος το ρεύμα του ποταμού με το κανό, δεν έχει καμία σημασία, αν δεν μπορείς να συνεννοηθείς με τον διπλανό σου ή αν δεν τον συμπαθείς. Όμως όταν ανεβαίνεις, αν δεν τα έχεις βρει και δεν είσαι καλά συντονισμένος, ανάποδα στο ρεύμα θα τα βρεις σκούρα. Έτσι κατέληξαν ότι για να μπορέσουν να κωπηλατήσουν, χρειάζεται δεξιότητα και συντονισμό, και έτσι ανακαλύπτουν βιωματικά την έννοια της συμβίωσης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.