Η «φιλοσοφια» πισω απο τον νεο Ποινικο Κωδικα

Στέφανος Παύλου, Καθηγητής Νομικής, Διευθυντής του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών του Δ.Π.Θ. «Η ανάγκη που πάμε να ικανοποιήσουμε στον καινούργιο ποινικό κώδικα είναι οι ποινές εν τέλει να ξαναγίνουν πραγματικές»

Από τότε που το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε προς διαβούλευση το σχέδιο της παρασκευαστικής επιστολής για τον νέο Ποινικό Κώδικά, πολλές ήταν οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν στον δημόσιο λόγο για τις διατάξεις και τις ποινές που προβλέπονται σε ορισμένα εγκλήματα, όπως ο βιασμός ή η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου. Ο κ. Στέφανος Παύλου καθηγητής Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του ΔΠΘ και Διευθυντής του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ήταν ένα από τα μέλη της παρασκευαστικής επιτροπής, ο οποίος και συνέβαλε στην κατάθεση της εν λόγω πρότασης.
 
Ο κ. Παύλου φιλοξενήθηκε στη συχνότητα του «Ράδιο Παρατηρητής» εκθέτοντας τη «φιλοσοφία» που διαπνέει το σχεδίου του Ποινικού Κώδικα, εξηγώντας παράλληλα και το σκεπτικό με το οποίο διαμορφώθηκε.
 
Ο λόγος στον ίδιο όμως αναλυτικά…
 
ΠτΘ: κ. Παύλου διατελέσατε μέλος της παρασκευαστικής επιτροπής που αφορά στις αλλαγές του ποινικού κώδικα.  Σε τι συνυφαίνονται οι αλλαγές αυτές;
Σ.Π.:
Η διαδικασία τροποποίηση τους ποινικού κώδικα δεν είναι τωρινή. Ξεκίνησε εδώ και 10-12 χρόνια. Υπήρξε μια σειρά πολύ σοβαρών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, που έτυχε να μετέχω σε όλες, όπως πάρα πολλοί συνάδελφοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ν να είναι μια διαδικασία αργή, ιδιαίτερα επιμελής και η οποία εξελίχθηκε με μεγάλη σωφροσύνη. Κάθε επιτροπή παρέδιδε στην επόμενη ήδη ένα έτοιμο έργο και η τελευταία έχοντας αυτόν τον πλούτο των προτάσεων κατέληξε στην σχετική πρόταση.
 
Αν με ρωτούσατε «γιατί πρέπει να γίνει η τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα» θα σας απαντούσα πως ο Ποινικός Κώδικας μετράει ζωή από το 1950. Σε αυτό το διάστημα των σχεδόν 70 ετών, έχει υποστεί πάρα πολλές τροποποιήσεις -γύρω στις 400 τις υπολογίζουμε χωρίς να έχουμεακριβή εικόνα- οι οποίες υπάκουαν κάθε φορά είτε στις ανάγκες μεταβολής των συνθηκών της ζωής και της εγκληματικότητας, είτε και συγκυριακές αντιδράσεις πάνω σε φαινόμενα που προέκυπταν. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα για το ποινικό μας σύστημα να έχει ασυνέχειες. Επίσης στο διάβα των χρόνων και ιδίως στα τελευταία χρόνια, συνέβη μια ραγδαία διαδικασία που οδηγούσε στη μη έκτιση των ποινών. Για παράδειγμα όλοι ξέρουμε την  έννοια της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, την εξαγορά δηλαδή, που όταν πρωτοφτιάχτηκε ο ποινικός κώδικας προβλεπόταν για εγκλήματα με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών, και κατέληξε με το δεύτερο μνημόνιο, για εισπρακτικούς καθαρά λόγους, να φτάσει  στα πέντε χρόνια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επιβάλλονται ποινές στα χαρτιά και να γίνει η εξαγορά της ποινής απλώς ένας μηχανισμός εισπράξεων. Το πλημμέλημα δηλαδή δεν ήταν τελικώς ποινικό αδίκημα, ήταν απλώς ο καταλογισμός ενός ποσού εν τέλει για να πληρωθεί στο δημόσιο.
 
Αυτό είχε μια παρενέργεια όμως. Το ποινικό σύστημα συνήθως κατέφευγε σε βαρύτερες μορφές αδικημάτων, σε κακουργήματα, για να μπορέσει να αντιστοιχήσει την απαξία κάποιων εγκληματικών συμπεριφορών κι έτσι είχαμε έναν προφανή πληθωρισμό. Η ίδια η κοινωνία και η δημοσιότητα απαιτούσε όλο και καινούργια κακουργήματα. Αποτέλεσμα ήταν να επιβάλλονται μεγάλες ποινές στα χαρτιά, να μπλοκάρουν οι φυλακές και να έχουμε διαρκώς νόμους που έβγαζαν νωρίτερα τους κρατούμενους  από τη φυλακή. Δηλαδή ο «νόμος Παρασκευόπουλου», δεν είναι ο μοναδικός. Υπήρχαν πάρα πολλοί νόμοι τα τελευταία χρόνια που έλεγαν ακριβώς το ίδιο πράγμα, γιατί το σύστημα δεν άντεχε τους κρατούμενους. 

«Να ξαναφτιάξουμε τις ποινές να έχουν αντικείμενο» 

ΠτΘ: Ποια είναι η πρόταση της παρασκευαστικής επιστολής σε αυτό το πρόβλημα;
Σ.Π.:
Η ανάγκη που πάμε να ικανοποιήσουμε στον καινούργιο ποινικό κώδικα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό οι ποινές εν τέλει να ξαναγίνουν μικρότερες, αλλά και πραγματικές. Δηλαδή να μην είναι στα χαρτιά. Να εκτίονται. Έτσι λοιπόν, μια βασική διαδικασία μεταβολής, αφορά τον επαναπροσδιορισμό των πλημμελημάτων. Η πρόταση τα χωρίζει σε δυο επίπεδα. Τα ελαφριά πλημμελήματα, που συνήθως δεν εκτίονται ως κράτηση, μέχρι τα τρία χρόνια φυλάκισης απειλούμενης ποινής, γιατί υπάρχουν θεσμοί που αποτρέπουν την έκτιση. Σε αυτή την κατηγορία καταργείται η εξαγορά της ποινής και συνήθως λειτουργεί η αναστολή ή η μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα πλημμελήματα με πλαίσιο απειλούμενης ποινής τα 3 με 5 έτη τα οποία είναι ουσιαστικά τα νυν κακουργήματα που τιμωρούνται με 5-10 έτη κάθειρξης, τα οποία κατεβαίνουν πιο χαμηλά σε επίπεδο απαξίας και βαπτίζονται πλημμελήματα βαριά. Τα πλημμελήματα αυτά θα εκτίονται. Θα πάει κάποιος μέσα. Και σε αυτά βέβαια υπό κάποιες προϋποθέσεις υπάρχει ένας μηχανισμός αποφυγής της κράτησης. Αυτή είναι μια θεμελιώδης τροποποίηση του ποινικού κώδικα. Να ξαναφτιάξουμε τις ποινές να έχουν αντικείμενο. Ούτε να είναι μόνα στα χαρτιά εξοντωτικές, αλλά και στην πράξη να λειτουργούν, γιατί στο ποινικό έγκλημα πάντα υπάρχει και ένα μέρος που είναι ο παθών, ο οποίος διεκδικεί και αυτός μια κοινωνική ικανοποίηση. 

«Υπάρχει μια εκλογίκευση στο πεδίο προστασίας της δημόσιας περιουσίας» 

ΠτΘ: Τι άλλες αλλαγές έχει η εν λόγω πρόταση;
Σ.Π.:
Μια βασική τροποποίηση έχει να κάνει με τη συστολή, με το μάζεμα των ποινών. Το ανώτατο επίπεδο της κάθειρξης, αντί να είναι εικοσαετία, γίνεται δεκαπέντε έτη. Φυσικά παραμένει και η ισόβια κάθειρξη για τα βαριά αδικήματα. Ένα δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε είναι αυτό με τους καταχραστές του δημοσίου. Στην Ελλάδα είχαμε έναν νόμο του '50, που αφορούσε αρχικά την προστασία της περιουσίας του δημοσίου έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Στην πορεία κατέληξε να διευρυνθεί η έννοια του δημοσίου και να καταλαμβάνει πάσης φύσεως νομικά πρόσωπα, τις τράπεζες, σωματεία, μοναστήρια κτλ. Αυτό είχε δημιουργήσει, αφ' ενός, μια εκτροπή στην έκφραση εφαρμογής της έννοιας της δημόσιας περιουσίας και αφ' ετέρου, αυτός ο νόμος προέβλεπε αρχικά θανατική ποινή και συνέχεια με την κατάργηση της θανατικής ποινής, ισόβια κάθειρξη. Είχαμε μια παράλογη εξίσωση. Να εξισώνουμε την υπεξαίρεση σε βάρος ενός σωματείου ή μιας τράπεζας, γιατί δεν ήταν πια το δημόσιο αυτό καθ' αυτό μόνο, με την ανθρωποκτονία ή την εσχάτη προδοσία. Εδώ γίνεται μια σημαντική τομή στον Ποινικό Κώδικα. Καταργείται εντελώς ο νόμος 1608/50, περί καταχραστών δημοσίου. Αντ' αυτού όμως, μέσα στα επιμέρους εγκλήματα, δηλαδή στην απάτη, στην υπεξαίρεση, στην απιστία, στην ψευδή βεβαίωση και στην πλαστογραφία, προβλέπουμε μια επιβαρυντική μορφή κάθε εγκλήματος, όταν στρέφονται σε βάρος του δημοσίου, των Νομικών Προσώπων του Δημοσίου Δικαίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Παραμένει δηλαδή να έχει αυξημένη ποινή, όταν στρέφεται εναντίον αυτών των οργανισμών και όχι για τα άλλα μορφώματα που καταχρηστικά βαπτίζονται δημόσια. Έτσι εδώ υπάρχει μια εκλογίκευση στο πεδίο της προστασίας της δημόσιας περιουσίας στον καινούργιο κώδικα.  

«Ο βιασμός είναι ένα βαρύ κακούργημα και παραμένει» 

Μια τρίτη παρέμβαση σημαντική, είναι ότι οργανώθηκαν τα αδικήματα και τροποποιήσεις και οι περιγραφές των εγκλημάτων σαφέστατα. Γίνεται μια σημαντική προσπάθεια να καταλήξουμε και να καταφέρουμε να είναι ένας Ποινικός Κώδικας σύγχρονος. Η ανάγκη αυτή πυροδότησε και συζητήσεις, ιδίως το θέμα του βιασμού. Ο βιασμός είναι ένα βαρύ αδίκημα σε βάρος της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου, στην έκφραση της σεξουαλικότητάς του, ιδίως εκεί που χρησιμοποιείται βία, γι' αυτό και η λέξη βιασμός. Είναι ένα βαρύ κακούργημα αυτό. Παραμένει. Μια ευρύτερη όμως συζήτηση στην κοινωνία και στους διεθνείς οργανισμούς, θέλει να εξισώσει τον βιασμό με την έννοια της συγκατάθεσης. Το σχέδιο του Κώδικα ως έχει σήμερα -γιατί δεν έχει οριστικοποιηθεί- περιγράφει τον βιασμό όπως τον ξέρουμε, δηλαδή άσκηση σωματική βίας για εξαναγκασμό κάποιου σε σεξουαλική πράξη. Είναι ανοιχτό όμως το θέμα. Σίγουρα δεν μπορεί να εξισωθεί η έλλειψη συγκατάθεσης με την άσκηση βίας. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Έλλειψη συγκατάθεσης σημαίνει ότι ο δέκτης μιας πρότασης δεν συμφωνεί και ο άλλος μπορεί να υφαρπάζει την συνεργασία του σε μια γενετήσια πράξη με άλλον τρόπο. Με υποσχέσεις, με απειλές, θα δημοσιεύσω στο ίντερνετ γυμνές σου φωτογραφίες, κλπ. Όμως αυτό δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα με το ότι βάζω ένα μαχαίρι στο λαιμό ενός ανθρώπου. Βέβαια η έλλειψη συγκατάθεσης θα είναι ένα βαρύ πλημμέλημα. Όταν κάποιος υφαρπάζει τη συναίνεση κάποιου με άλλα μέσα, με απειλές, με υποσχέσεις, θα έχει κι αυτό την έννοια του ποινικού αδικήματος αλλά δεν θα είναι το κακούργημα του βιασμού. Θα είναι ένα βαρύ πλημμέλημα. Είπαμε ότι τα βαριά πλημμελήματα σε πάνε φυλακή. Άρα λύνεται κι αυτό το θέμα. 

«Είναι μία πρόταση που “συμμαζεύει” τα πράγματα» 

ΠτΘ: Κρίνουμε ότι κινούνται οι αλλαγές αυτές προς τη σωστή κατεύθυνση και κυρίως προς τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό των πραγμάτων…
Σ.Π.:
Και δίνουν αξία και στο ποινικό δικαστήριο. Δίνουν αρνητική αξία στο έγκλημα και κάνουν τον πολίτη να σέβεται τον νόμο. Είναι ευνοϊκότερο, είναι εκ πρώτης όψεως επιεικέστερο, αλλά δεν είναι πάντα το καλύτερο για τον κατηγορούμενο. Μην φανταστείτε ότι γίνεται ένας κώδικας για να τους αθωώσουμε όλους. Το αντίθετο. Είναι μία πρόταση που «συμμαζεύει» τα πράγματα. Θα πάει και κόσμος στην φυλακή όταν πρέπει ή δεν θα πάει όταν δεν πρέπει. Αλλά δεν θα είναι κι αυτό το «χάλι» που το ακούμε συνέχεια, κάθειρξη και ο άλλος να βγαίνει σε ένα χρόνο.
 
Το Ποινικό Δίκαιο τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα, στηρίζεται σε δυο πυλώνες. Το Ποινικό Δίκαιο αφενός προστατεύει τα αγαθά των ανθρώπων που πλήττονται, και προσβάλλονται από το έγκλημα, αφετέρου μέσα σε ένα πλαίσιο προστασίας και σεβασμού και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται εξίσου με τον νέο κώδικα και ήταν ένα σημείο που επιδείξαμε απόλυτο σεβασμό. Δεν ήταν μια επιστημονική δουλειά που την κάναμε για να κουβεντιάζουμε πέντε άνθρωποι σε ένα γραφείο, αλλά προσπαθήσαμε να ισορροπήσουμε την ανάγκη προστασίας των έννομων αγαθών, σε σχέση όμως με την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που κι αυτός έχει δικαιώματα.
 
ΠτΘ: Μετά το Πάσχα αναμένεται να ψηφιστεί ο νέος Ποινικός Κώδικας;
Σ.Π.:
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα, πάντως η πολιτική βούληση, η οποία φαίνεται να είναι ειλικρινής και πρακτική, είναι να ψηφιστεί το ταχύτερο δυνατόν. Θα ψηφιστεί με τη διαδικασία των κωδίκων, δεν θα γίνει ατέρμονα συζήτηση, γιατί δεν έχει το δικαίωμα η Βουλή να αλλάξει τις διατάξεις. Οι Κώδικες είναι ένα «πακέτο» ενιαίο.  Αν ο καθένας λέει εδώ να βάλω τόση ποινή, στο άλλο τόση ποινή, τότε ο κώδικας θα γίνει «κουρελού» πριν ακόμη ψηφιστεί. Άρα, πιστεύω ότι υπάρχει και πολιτική βούληση και το έργο είναι ώριμο, η κοινωνία είναι ώριμη, οι συνθήκες είναι ώριμες. Οι ανάγκες της δικαιοσύνης το απαιτούν. Νομίζω, και εύχομαι να ολοκληρωθεί η διαδικασία.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.