Σπυρος Κιοσσες* «Ο Γ. Κεντρωτης, με τη νεα μεταφραση του, συμβαλλει στην καλλιεργεια και στην ανανεωση του ελληνικου μπωντλαιρικου υφους»

Σαρλ Μπωντλαίρ, «Τα Άνθη του Κακού», σε μετάφραση και επιλεγόμενα Γιώργου Κεντρωτή, Gutenberg, Αθήνα 2018
Σαρλ Μπωντλαίρ (1821-1867). Καταραμένος. Ρομαντικός. Συμβολιστής. Λυρικός. Μοντέρνος. Αιρετικός. Κυνικός. Κοινωνικός. Μοναχικός. Μελαγχολικός. Σαρκαστικός. Περιθωριακός αλλά και «κανονικός», με την έννοια της συμμετοχής πλέον στον λογοτεχνικό κανόνα. Άγγελος υψιπετής και εκπεπτωκώς. Τίποτε από αυτά –τίποτε από αυτά απόλυτα δηλαδή– κι όλα αυτά μαζί. Ένας ποιητής που αποτόλμησε να αποτυπώσει ποιητικά το αδιέξοδο, το προσωπικό του, της γενιάς του, αλλά και εν γένει της ανθρώπινης κατάστασης. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αισθητική ομορφιά και στην ηθική ασχήμια, στο ζωώδες ερωτικό ένστικτο και στην καθαρή «ουσία» του έρωτα, στην τρυφερότητα και στην αναλγησία, στην υγεία, σωματική και ψυχική, και στη νόσο, στην ηδονή και στην οδύνη, στην αοριστία της ζωής και στο οριστικό του θανάτου, στο ανείπωτο και στην προσπάθεια λογοτεχνικής άρθρωσης. Ένας άνθρωπος κι ένας ποιητής στο «αναμεταξύ» φωτός και σκότους, στις γκρίζες περιοχές της ανθρώπινης υπόστασης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η παραπάνω μεταιχμιακή εμπειρία δεν αποτυπώνεται ποιητικά όσο ενσωματώνεται στο έργο του. Ή, καλύτερα, σωματοποιείται. Γίνεται ποιητικό σώμα το οποίο καλεί προκλητικά τον αναγνώστη να το ψηλαφήσει, αντιστεκόμενο σε όποια έξωθεν απόπειρα δαιμονοποίησης ή εξαγιασμού του. 
 
Ο Μπωντλαίρ βιώνει και εκφράζει το τραγικό αδιέξοδο, εν τέλει, της επιθυμίας για το ανέφικτο. Γιατί όταν το αντικείμενο του πόθου κατακτιέται, παύει να τρέφει τον πόθο γι’ αυτό. Φυλακισμένος σε μια διττή, διχασμένη και διχαστική, προσέγγιση του εαυτού και του κόσμου. Πώς όμως να ξεφύγεις από τον εαυτό σου; Πώς να θεραπεύσεις τον εαυτό σου από την ανθρώπινη ιδιότητά σου, από την εγγενή ανθρώπινη αρρώστια σου; Μια καλή, ίσως η μόνη, διέξοδος που προσφέρεται είναι η Τέχνη η ποίηση, που ξέρει κάπως από φάρμακα, κατά τη ρήση του δικού μας, Αλεξανδρινού. Κι εκεί προστρέχει ο Μπωντλαίρ. Ειρωνικά, ο ποιητής αυτός που τόλμησε να κοιτάξει κατάματα το αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης, δανείζοντάς του τη φωνή του, έπρεπε να τιμωρηθεί: στο τέλος της ζωής του, λίγο πριν τον φυσικό του θάνατο, ο Μπωντλαίρ πεθαίνει ως ρητήρ λόγων υποφέρει από αφασία. Εκφέρει μόνον άναρθρες κραυγές. Δεν μπορεί να διαβάσει. 
 
Κάθε εποχή προσλαμβάνει, όπως γνωρίζουμε, διαφορετικά τα ίδια κείμενα, γεγονός που εύλογα θέτει σε αμφισβήτηση τελικά το πόσο «ίδιο» μπορεί να είναι ένα κείμενο, ιδιαίτερα λόγω του πολύσημου και δυνητικού χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Μπωντλαίρ «διαβάζει» με έναν ιδιαίτερο τρόπο την ελληνική αρχαιότητα και τα κείμενά της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα δικά του κείμενα και τον τρόπο ανάγνωσής τους σε μεταγενέστερες εποχές. Η πρόσληψη της μπωντλαιρικής ποίησης στα καθ’ ημάς –ή τα σημεία της «μπωντλαιρικής έλξης», με τα λόγια του Κεντρωτή (σ. 825)– αποτελεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη μελέτη της νεοελληνικής φιλολογίας από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής. 
 
Όπως παρατηρεί ο Πέτρος Χάρης σε αφιέρωμα στον Μπωντλαίρ στο περιοδικό Νέα Εστία (τ. 971), τα Χριστούγεννα του 1967, 100 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του ποιητή, «Ο Μπωντλαίρ είναι ένα μεγάλο θέμα. Είναι όμως κ’ ένα ελληνικό θέμα. Δεν ξέρω αν άλλος ξένος ποιητής διαβάστηκε στον τόπο μας όσο αυτός ο “καταραμένος” της Γαλλίας. Είναι όμως κ’ εκείνος που μεταφράστηκε περισσότερο από άξιους Έλληνες. Κι ακόμα, είναι η ποιητική φωνή που είχε ολοφάνερη επίδραση και στον ελληνικό στίχο και στην ελληνική σκέψη και στη διαμόρφωση των αισθητικών κριτηρίων τουλάχιστον των δύο προπολεμικών ελληνικών γενεών». Πράγματι, από την επιφύλαξη και την απόρριψη μέχρι την αποδοχή και τη μανία, τη «μπωντλαιρομανία», διαγράφεται ένα εκτενές συνεχές, το οποίο αποτυπώνει την υποδοχή του «Βωδελαίρου», όπως τον μεταγράφει ο Ροΐδης, σε επίπεδο μεταφράσεων, κριτικών άρθρων, μελετών και επίδρασης, περισσότερο ή λιγότερο δημιουργικής, στη νεοελληνική λογοτεχνία, από την εποχή του αθηναϊκού ρομαντισμού μέχρι σήμερα. 
 
Από τη συνομιλία αυτή του Μπωντλαίρ με σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες, κυρίως του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, θα παρουσιάσουμε ένα ελάχιστο δείγμα, επιλέγοντας να εστιάσουμε στο έργο του Καρυωτάκη κι αφήνοντας κατά μέρος αξιόλογα έργα άλλων ποιητών, όπως, ενδεικτικά, ο Καίσαρ Εμμανουήλ (πβ. το ποίημα του «Poetical Spleen», που παρατίθεται από τον Κεντρωτή [716-717]), ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (πβ. το ποίημα του «Όνειρον») ο Μήτσος Παπανικολάου (πβ. το ποίημα του «Νέοι στίχοι» [Κεντρωτής, 829]), ο Κλέων Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, που το 1912 δημοσιεύει τη συλλογή του με τίτλο Spleen, ο Γιάννης Σκαρίμπας (πβ. το ποίημα του «Η άγνωστη» [Κεντρωτής, 639]), ο Ρώμος Φιλύρας, ο Μανώλης Κανέλλης (πβ. τη συλλογή του Τα ρίγη της γης, 1929), ο Νίκος Καββαδίας (πβ. το «Mal du départ», οι είκοσι στίχοι του οποίου, κατά τον Κεντρωτή [753], «θα υπεραρκούσαν για να μας δοθεί να καταλάβουμε in nuce τι εστί Βωδελαίρος»).
 
Ο Κ. Π. Καβάφης (πβ. το ποίημα του «Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον»), ο Γ. Θ. Βαφόπουλος (Τα ρόδα της Μυρτάλης, 1931), η Μελισσάνθη (Προφητείες, 1931, Φλεγόμεvη Βάτος, 1935), ο Νικηφόρος Βρεττάκος (Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων, 1933, Γκριμάτσες του ανθρώπου, 1935), ο Λευτέρης Αλεξίου, κ.ά. Η επιλογή αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τη σημερινή δημοφιλία του Έλληνα ποιητή ούτε με την επίδραση που άσκησε, ως γνωστόν, ο ίδιος ο Καρυωτάκης σε σύγχρονους και μεταγενέστερους λογοτέχνες, στο πλαίσιο ενός «καρυωτακισμού», νωτισμένου από τον Μπωντλαίρ, αντίστοιχου της «μπωντλαιρομανίας». Αφορμάται επίσης από τις απόψεις του κ. Κεντρωτή, που δηλώνει απερίφραστα την αγάπη του για τον Καρυωτάκη και την «ευγνωμοσύνη» που νιώθει ότι για πάντα του οφείλουν όσοι μεταφράζουν ποιητικά κείμενα (Κεντρωτής, 666).

 
Ας ξεκινήσουμε τη συνανάγνωση των δύο ποιητών από την (υποτιθέμενη) «αρχή» της ποιητικής σύλληψης, από την έμπνευση, την παραδοσιακή Μούσα. Ο Μπωντλαίρ απευθύνεται πράγματι, κατά τη σύμβαση, σε μια Μούσα, η οποία ωστόσο είναι «Άρρωστη», νοσεί: 
 
             VII. Η ΑΡΡΩΣΤΗ ΜΟΥΣΑ 
 
Φτωχή μου Μούσα, τι έχεις πάθει σήμερα από το πρωί;
Στα βαθουλά σου μάτια οράματα νυχτερινά έχουν σμίξει·
στο παρουσιαστικό σου βλέπω αντανακλάται χτυπητή
η τρέλα, μα και η φρίκη η σιωπηλή – με την ψυχρή τους στίξη
 
Το ροζ το χαμοδράκι με την πράσινη ξωθιά μαζί
φόβο ή έρωτα άδειασαν απ’ τις υδρίες τους να σε τυλίξει;
Κανάς βραχνάς μην με πυγμή ηγεμονική και πονηρή
σ’ ενός τενάγους μυθικού τα βάθη εβάλθη να σε πνίξει;
 
Αχ πως ποθώ με την πνοή την εύοσμη, που η υγεία δίνει,
το στήθος σου μονάχα στοχασμούς καλούς να εκλεπτύνει,
και το χριστιανικό σου αίμα να κυλάει ρυθμικώς
 
σαν το κελάρυσμα απ’ τους ήχους αίθριων συλλαβών, καθώς
συγκυβερνούν αρχαιόθεν των ασμάτων ό πατέρας, πλήρης
ορμών, ο Φοίβος, με τον Πάνα, που ’ν’ των τρύγων ο αρχικύρης! 
 
Ο Καρυωτάκης γράφει το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Πολύμνια» (1920), το όνομα δηλαδή της Μούσας της λυρικής ποίησης: 
 
Πολύμνια
 
Ψεύτικα αισθήματα ψεύτη του κόσμου! Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
 
φέγγει στου σκοτεινού δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόβωρη μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια. Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ’ άσαρκα μάγουλα
πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου θαν τα φιλήσω,
να βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.
 
Και οι δύο ποιητές παίζουν ειρωνικά με την ποιητική σύμβαση ανατρέποντάς την. Συνομιλούν με μία σύγχρονη, «μοντέρνα» Μούσα, η οποία δεν συνιστά πηγή έμπνευσης, αλλά δυνητικό αποδέκτη της φροντίδας των ποιητών. Πρόκειται για μια μούσα «πάσχουσα», με τον όρο της κ. Τσιριμώκου. Οι ποιητές εκφράζουν την επιθυμία να της μεταδώσουν ακριβώς με την ποιητική τους δραστηριότητα μια αναζωογονητική πνοή. Η σχέση Μούσας-ποιητή, ποιητικού Λόγου (discourse) και ατομικής εκφοράς του, αντιστρέφεται, με το δεύτερο μέρος να εμφυσά πνοή στο πρώτο.

 

Ο Καρυωτάκης, γενικά, φαίνεται όχι απλά εξοικειωμένος, αλλά βαθύς γνώστης της μπωντλαιρικής ποιητικής, με την οποία συνδιαλέγεται δημιουργικά. Λ.χ. μεταφράζει ή μάλλον μεταγράφει σε πεζό το ποίημα του Μπωντλαίρ «La voix» (1861), από τη συλλογή του Les Épaves, δίνοντας στη μεταγραφή αυτή τον τίτλο «Σαν Πρόλογος» και τοποθετώντας την ως εναρκτήριο ποίημα στα Νηπενθή (1921). Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής του Καρυωτάκη παραπέμπει και πάλι στον Μπωντλαίρ, ο οποίος χαρακτηρίζει ως «φάρμακον νηπενθές» το όπιο. Το ποίημα «La voix» του Μπωντλαίρ έχει ως εξής:
 

    XVII. Η ΦΩΝΗ
 
Η βρεφική μου κούνια ήταν με τη βιβλιοθήκη πλάτη
–μια σκοτεινή Βαβέλ: νουβέλες και επιστήμη· τίτλοι αθρόοι
(ελληνικά, λατινικά) από στάχτη ή σκόνη βγάζαν κάτι
και μείγμα έκαναν. Μέτραγα δε μέτραγα Ένα ινφόλιο μπόι.
 
Και δυο φωνές μου μίλαγαν. Ακύμαντη, πανούργα η μία
όλο έλεγε: «Ένα κέικ είναι η γη· και η γλύκα του δική σου.
Που λες εγώ μπορώ (χωρίς να βρει η ηδονή σου εσέ ηρεμία)
να σε γλυκαίνω και ποτέ να μη σου κόβεται η όρεξή σου!».
 
Μετά η άλλη μου έλεγε φωνή: «Έλα, στ’ όνειρο ταξίδι πάμε –
πέρα από το εφικτό και πέρ’ απ’ τα γνωστά μας, σε άλλα μέρη!».
Κι ετραγουδούσε κάμε σαν τον μπάτη στο γιαλό ή και κάμε
σαν αερικό που καν δεν ήξερες εκεί τι το ’χε φέρει·
 
κι ενώ μου χάιδευε τ’ αφτιά, με κατατρόμαζε συνάμα.
Της είπα: «Ναι, ω γλυκιά φωνή, ναι!». Κι έκτοτε, απ’ τη μέρα εκείνη,
αλίμονο, κανείς τη θλίψη μου δεν ξέρει, και τι κλάμα
τη μοίρα μου ποτίζει. Πίσω απ’ το ντεκόρ που ανοιγοκλείνει,
 
της αχανούς ζωής, είδα στον πιο μαύρο της αβύσσου πάτο
δυο κόσμους χωριστούς, αλλόκοτους –το χάος τους εξέρνα
(και τους ξερνάει) και θύμα της οξυδέρκειας μου, από κάτω
εδώ τα φίδια τρέφω που ’φερα και μου κεντούν τη φτέρνα.
 
Κι απ’ τον καιρόν εκείνο βίον προφήτου διάγω: ζω μονήρης
και τρυφερά τους ερημότοπους, τη θάλασσα αγαπάω·
στα πένθη πάντοτε γελώ, και οδύρομαι στις πανηγύρεις·
του πιο ξινού οίνου ότι είναι η γεύση του απαράμιλλη εκτιμάω. 

 
Ο Καρυωτάκης δεν μεταγράφει απλά το συγκεκριμένο ποίημα. Δίνει μάλλον τον τόνο, στην κλίμακα του οποίου θα συνηχήσουν τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής. Ο αναγνώστης έπρεπε να περάσει από το μπωντλαιρικό αυτό κατώφλι για να απολαύσει εντονότερα τις καρυωτακικές ατραπούς που ανοίγονται μπροστά του. Και οι ατραποί αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό διακειμενικές διασταυρώσεις με το έργο του Μπωντλαίρ. Έτσι, άλλοτε ο Καρυωτάκης παρουσιάζει εαυτόν σε στενή σχέση με το έργο του Γάλλου ποιητή, δηλώνοντάς το εξαρχής στον αναγνώστη, λ.χ. το ποίημα «Spleen» στα Ελεγεία και Σάτιρες (1927), που μεταγλωττίζει, –«με τον τρόπο του Καρυωτάκη»– το τρίτο «Spleen» του Μπωντλαίρ, ενώ άλλοτε θεωρεί περιττή την παρακειμενική αυτή δείξη, επιτρέποντας στον εαυτό του μια πιο ελεύθερη και δημιουργική σχέση με τον Γάλλο συνομιλητή του, όπως στο ποίημα της ίδιας συλλογής [ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ…]. Είναι ενδεικτικό ότι μερικά χρόνια πριν την κυκλοφορία της συλλογής το ίδιο ποίημα, με μικρές διαφορές, είχε δημοσιευτεί σε περιοδικό (1922), με τον τίτλο «Spleen».

 
[ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ…]


Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ’ τ’ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ’ τὴ γῆ! Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ἤρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή.
 
Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ’ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο, ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.
 
Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο καὶ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἄν γελᾶ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ
 
νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ’ ἔνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τῶρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά, χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νὰ ’χουμε, τί νὰ ’χω,
ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ’ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!

 
Ο Καρυωτάκης κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να δηλώσει καταφανώς τη σχέση του με τη μπωντλαιρική ποιητική∙ ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, χωρίς παρόμοιες υποδείξεις, ότι οι δύο ποιητές, στο μεταιχμιακό «δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ!» σέρνουν την «αιώνια πληγή» τους με (παροδική) ανακούφισή τους το νηπενθές της τέχνης τους. Στην ίδια συλλογή του Καρυωτάκη βρίσκουμε επίσης το «Τελευταίο ταξίδι», που συνομιλεί με την ενότητα του Μπωντλαίρ με τίτλο «Το ταξίδι» (Κεντρωτής, σ. 409).
 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
 
Αχ, Χάρε, γεροναυτικέ, βίρα τις άγκυρες, και φτάνει…
ήρθε η ώρα! Ανοίγουμε πανιά! Μας πλήττει η χώρα ετούτη – το είδες!
Τι κι αν ο ουρανός και η θάλασσα μαυρίζουν σαν μελάνι;
Εμάς –το ξέρεις– τις καρδιές τις πλημμυρίζουν ηλιαχτίδες!
 
Φαρμάκι κέρνα μας: να δυναμώσουμε, να ποτιστούμε!
Τόσες φωτιές μας καίνε τα μυαλά! Μη σταματάς, μα δώσ’ του
στην Άβυσσο (: στον Ουρανό ή στην Κόλαση) να βυθιστούμε
αδιάφορο), να βρούμε κάτι νέο στον βυθό του Άγνωστου! 

 
Το (τελευταίο) ταξίδι, ο θάνατος, ως διαφυγή, ως κάτι νέο κι άγνωστο∙ η διάλυση ως λύση. Όπως είναι εμφανές, από τα αναγκαστικά ευάριθμα παραπάνω δείγματα συνανάγνωσης, η μπωντλαιρική «χρωστική» είναι διακριτή σε όλον τον καμβά του έργου του Καρυωτάκη.
 

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
 
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
 
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ  εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
 
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
 
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»

 
Ο Έλληνας ένιωσε νωρίς την εκλεκτική συγγένεια που τον συνέδεε με τον Γάλλο ποιητή, που «έζησε νεκρός», για να δανειστούμε την έκφραση που χρησιμοποιεί γι’ αυτόν ο Καρυωτάκης στην περίφημη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Ο Έλληνας αναπτύσσει μια μετα-φραστική, συν-φραστική και δια-φραστική σχέση με τον Γάλλο ποιητή, που μόνο μια χωνεμένη, βιωμένη και λεπταίσθητα επεξεργασμένη δημιουργική πρόσληψη επιτρέπει, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια του «βασικού ελληνικού ύφους του Μπωντλαίρ», κατά την έκφραση του Κεντρωτή (σ. 830). Έχω την αίσθηση ότι κι ο ίδιος ο κ. Κεντρωτής με την παρούσα μετάφραση αυτό κάνει: συμβάλλει στην καλλιέργεια και στην ανανέωση του ελληνικού μπωντλαιρικού ύφους, ανοίγοντας πολύτιμους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στον Γάλλο ποιητή και στον Έλληνα αναγνώστη της εποχής μας. 
 
*O Σπύρος Κιοσσές είναι Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας/Δ.Π.Θ. και ποιητής. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στη Λέσχη Κομοτηναίων την Τρίτη 19 Μαρτίου 2019. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική).

Δείτε το ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.