Ο κινηματογραφος ως φορεας της Δημοσιας Ιστοριας

Το βιβλίο «Η Ιστορία στη Μεγάλη Οθόνη-Ιστορία, κινηματογράφος και εθνικές ταυτότητες» της Έλλης Λεμονίδου παρουσιάστηκε στην Κομοτηνή

Τους τρόπους με τους οποίους η κινηματογραφική εικόνα παρουσιάζει την ιστορία, και πώς αποτελεί προνομιακό πεδίο έρευνας και εφαρμογής του σύγχρονου επιστημονικού κλάδου της δημόσιας ιστορίας γνώρισαν τη Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου όσοι βρέθηκαν στο Café Bar Οχτώ, στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της κ. Έλλης Λεμονίδου «Η Ιστορία στη Μεγάλη Οθόνη-Ιστορία, κινηματογράφος και εθνικές ταυτότητες» που πραγματοποίησαν το βιβλιοπωλείο Δημοκρίτειο και οι εκδόσεις Ταξιδευτής.
 
Για το βιβλίο μίλησαν ο κ. Βασίλης Δαλκαβούκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Εθνογραφίας του Ελλαδικού Χώρου, ΤΙΕ ΔΠΘ και ο κ. Άγγελος Παληκίδης, Επίκουρος Καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας, ΤΙΕ ΔΠΘ, υπό τον συντονισμό του κ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ΤΙΕ ΔΠΘ, και φυσικά την παρουσία της συγγραφέως, η οποία είναι ιστορικός με πλούσια ερευνητική και διδακτική εμπειρία στον τομέα της σχέσης ιστορίας και κινηματογράφου.
 
Το βιβλίο μελετά τις ενδεικτικές περιπτώσεις τεσσάρων χωρών (Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία και Ελλάδα) και παρουσιάζει τους τρόπους αποτύπωσης σημαντικών σελίδων του ιστορικού παρελθόντος στις χώρες αυτές, καθώς και πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς που επιδρούν καθοριστικά σε αυτόν τον τομέα.
 
Επίσης πλαισιώνεται από εκτενή εισαγωγή για τις θεωρητικές βάσεις του θέματος, καθώς και από παράρτημα για τη διδακτική αξιοποίηση της κινηματογραφικής εικόνας στη σχολική τάξη, μέσα από το επιλεγμένο παράδειγμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. 

Η αρχή της μελέτης της δημόσιας ιστορίας 

Το βιβλίο αυτό είναι μια πολύ σημαντική συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία, σημείωσε ο κ. Παληκίδης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της μελέτης σε ένα θέμα που πραγματικά στην Ελλάδα είναι ανεξερεύνητο, τη σχέση του κινηματογράφου με την Δημόσια Ιστορία ευρύτερα.
 
Και αυτό γιατί αφορά στο αχανές πεδίο που ονομάζεται Δημόσια Ιστορία, και ειδικότερα στην ιστορική συνείδηση.
 
«Ιστορική Συνείδηση», εξήγησε ο ίδιος, «είναι οι ιδέες που έχουμε για το παρελθόν, και ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι ιδέες επηρεάζουν το πώς βλέπουμε το παρόν και πώς οραματιζόμαστε και σχεδιάζουμε το μέλλον. Ιστορική συνείδηση όμως δεν έχουν μόνο όσοι μελετούν την ιστορία, αλλά όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα αν είναι συγκροτημένη, και αυτό επηρεάζει τις αποφάσεις τους στο παρόν».
 
Όπως επεσήμανε ο κ. Παληκίδης «παλιότερα στη διαμόρφωση αυτής της συνείδησης πρωτοστατούσε το κράτος, που επέβαλλε με διάφορους τρόπους αυτό που χαρακτηρίζεται ως επίσημο ιστορικό αφήγημα. Σήμερα όμως οι πηγές της ιστορικής γνώσης είναι πλέον άπειρες, όπως και τα ιστορικά αφηγήματα που περιγράφουν, και μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο κινηματογράφος».
 
«Ζούμε στην εποχή της δημόσιας Ιστορίας, που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ξεκίνησε με την ανακάλυψη του κινηματογράφου και κυρίως την αναγωγή του σε ψυχαγωγικό μέσο που απευθύνεται στα πλατιά λαϊκά στρώματα» σημείωσε, μιας και μπορεί να μετατρέψει τον θεατή από παρατηρητή σε μέτοχο της ιστορικής εμπειρίας. Έτσι αποτελεί ένα πανίσχυρο εργαλείο ιστορικών συνειδήσεων, και καλλιέργειας κατ’ επέκταση συλλογικών ταυτοτήτων.
 
«Η κ. Λεμονίδου πραγματεύεται στο βιβλίο της τους εθνικούς κινηματογράφους που συνδέθηκε με την ανάπτυξη των Εθνικών κρατών, και εντάσσει τον κινηματογράφο στην Ιστορία, αλλά τον εξετάζει και ως φορέα ιστορικής μνήμης, ως παράγοντα καλλιέργειας ειδήσεων και ταυτοτήτων, και ως πομπό ιστορικής γνώσης» εκτίμισε ο ίδιος για να προσθέσει πως «μελετά τις ίδιες τις ταινίες ως ιστορικά γεγονότα, περιγράφοντας το πλαίσιο της δημιουργίας αυτών των ταινιών και τις αλλαγές που προκαλεί η προβολή τους στη δημόσια σφαίρα, αλλά και τους ιστορικούς μύθους που μπορεί να καταρρίπτουν».
 
Έτσι επικεντρώνεται στην κινηματογραφική απεικόνιση τραυματικών για κάθε χώρα γεγονότων, που για τη Γαλλία είναι ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, το καθεστώς του Βισύ και ο πόλεμος της Αλγερίας, για την Ιταλία η περίοδος του Φασισμού, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα, για την Πολωνία ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, το κουμμουνιστικό καθεστώς και η περίοδος μετά το 1989, και στην Ελλάδα η τραυματική δεκαετία του '40 και το μεταναστευτικό-μεταπολεμικό φαινόμενο, με τους Έλληνες ως μετανάστες, και την Ελλάδα ως μεταναστευτικό προορισμό.
 
Η σχέση μεταξύ κινηματογράφου και ιστορίας είναι αμφίδρομη, με τον κ. Παληκίδη να σημειώνει πως αποτελεί στοίχημα για όλους να μην μείνει το βιβλίο παράγοντας προσωπικού προβληματισμού, αλλά να μετουσιωθεί σε σύγχρονες προσεγγίσεις και μεθοδολογικά εργαλεία που θα εφαρμοστούν στη διδασκαλία σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης.

Ένας ισχυρός φορέας ιστορίας 

Το ζήτημα που πραγματεύεται το βιβλίο, το πώς η ιστορία αναπαριστάται στην τέχνη, είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί οι επικοινωνιακοί κώδικες της επιστήμης της Ιστορίας, είναι εντελώς διαφορετικοί από τους καλλιτεχνικούς κώδικες που προσπαθούν να μεταφέρουν τα μηνύματα, σημείωσε από την πλευρά του ο κ. Δαλκαβούκης.
 
Η τέχνη του κινηματογράφου, ανέφερε, έχει κάποιες ιδιομορφίες: έχει αφηγηματικές αναφορές, με τη ζωντανή αναπαράσταση να είναι πολύ δυνατότερες. Είναι μια ακριβή τέχνη,  μιας και χρειάζεται ένα μεγάλο αριθμό εμπλεκομένων για να γίνει και χρειάζεται χρηματοδότηση αυτής της δραστηριότητας. Τέλος συνδέθηκε με τη λεγόμενη μαζική κατανάλωση, και μέσω αυτής με την νεωτερικότητα, και το έθνος κράτος. Έτσι αποτελεί το ιδανικό μέσο για να παράξει δημόσια ιστορία, για αυτό και συνδέθηκε με το έθνος κράτος και με τη ρητορική της αναπαράστασης της ιστορίας.
 
Οι τέσσερις εθνικές κινηματογραφήσεις που παρουσιάζονται στο βιβλίο αποτελούν, σύμφωνα με τον κ. Δαλκαβούκη, μερικά από τα σημαντικότερα παραδείγματα, γιατί διαχειρίζονται και πολύ σημαντικές τραυματικές ιστορικές περιόδους.
 
Ο κινηματογράφος στην πραγματικότητα με την ταύτισή του με το έθνος κράτος, ουσιαστικά αυτοκατήργησε τη δυνατότητα του να σχολιάσει κριτικά την ιστορία, και λειτουργώντας στο πλαίσιο της εθνικής παραγωγής, συχνά συνταυτίζεται με την κυριαρχική άποψη.
 
Ο κινηματογράφος που αναφέρεται στο βιβλίο, δεν είναι κινηματογράφος προπαγάνδας, αλλά προσπαθεί να διαχειριστεί τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, και φαίνεται μέσα από αυτές πώς αλλάζει η αντίληψη για την διαχείριση του τραύματος, είτε στο επίσημο επίπεδο της πολιτικής είτε στο ανεπίσημο επίπεδο.

Ο κινηματογράφος ως εργαλείο εκπαίδευσης 

Από την πλευρά της η κ. Λεμονίδου τόνισε πως στα μαθήματα που κάνει στο πανεπιστήμιο, χρησιμοποιεί κάποιες από τις ταινίες που αναφέρει, και συνεχίζει να επιμένει σε αυτές, βλέποντας ανταπόκριση από τους φοιτητές.
 
Στις ταινίες που μελέτησε, εντόπισε πολλές φορές πως ενώ έχει σημασία ποιος είναι ο χρηματοδότης, υπάρχουν περιπτώσεις, ακόμα και στην κομμουνιστική Πολωνία που χρηματοδότης είναι το κράτος, αλλά δημιουργούνται ταινίες που είναι κριτικές στον κουμμουνισμό, αφυπνίζοντας τον κόσμο.
 
Βέβαια ακόμα και όταν είχαμε ταινίες που δεν χρηματοδοτούνται κρατικά, όπως στη Γαλλία η ταινία «Ο Οίκτος και η Θλίψη» που βγήκε στον κινηματογράφο το 1969, η οποία επειδή θίγει και αποκαλύπτει το παρελθόν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γαλλία, «μπλοκάρεται» από μια ταινία που χρηματοδοτείται από το κράτος, που παρουσιάζει μια πιο ρόδινη εικόνα για την συμπεριφορά προς τους εβραίους, με την ταινία να προβάλλεται ξανά μόλις το 1981.
 
Σημείωσε δε πως ενώ στη Γαλλία τη δεκαετία του ’60 υπάρχει το κίνημα της NouvelleVague, που θίγει τα πάντα, δεν υπάρχει καμία ταινία που να αναφέρεται στον πόλεμο της Αλγερίας ή στους άλλους μεταποικιακούς πολέμους της χώρας, και βλέπουμε ξένες παραγωγές να έρχονται να μιλήσουν στο γαλλικό κοινό για τα προβλήματα αυτά.
 
Όσο για τη συγγραφή του βιβλίου, η κ. Λεμονίδου εκμυστηρεύθηκε πως το έγραψε πολύ γρήγορα και το χάρηκε. Ταυτόχρονα διαπίστωσε πως και οι φοιτητές ανταποκρίνονται, και τόνισε πως πλέον το μάθημα της ευρωπαϊκής ιστορίας θα το κάνουν μέσω του κινηματογράφου, γιατί έχει διαπιστώσει πως όσο περισσότερα βλέπουν οι φοιτητές, τόσο περισσότερα θυμούνται.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.