Μακεδονικο: Μια εκ των πολιτων επιχειρηματολογημενη αποψη

Ο παππούς μου ξεκίνησε κάποτε από την Κρήτη για να πολεμήσει στη Μακεδονία. Όπως έχω ξαναγράψει εδώ, μεγάλωσα με τις ιστορίες του, όχι πολλές αφού δεν μιλούσε πολύ για αυτή την περίοδο της ζωής του. Τα βιώματα λοιπόν που έχω είναι υπέρ της σκληρής γραμμής και της μη συζήτησης του θέματος εφόσον περιέχεται ο ελληνικός ιστορικός όρος «Μακεδονία».
 
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν μια σκληρή και επίπονη πολεμική διαδικασία. Αποτέλεσε την αποφασιστική κίνηση της πατρίδας έναντι του Βουλγαρικού εθνικισμού και της τρομοκρατίας. Τέλειωσε στην πραγματικότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αν δούμε τα πράγματα ψύχραιμα και με δεδομένο ότι η Βουλγαρικές βλέψεις μετατράπηκαν μετά τον πόλεμο σε μια τελειωμένη υπόθεση, εδαφικά νικήσαμε εμείς έχοντας φέρει στο εθνικό έδαφος το 85% της ιστορικής περιοχής που ορίζουμε ως Μακεδονία. Αλλά στα υπόλοιπα θέματα όπως η διαχείριση των σλαβόφωνων που ζούσαν ή ζουν ακόμη στη Μακεδονία, η ύπαρξη ενός κρατιδίου που διαλαλούσε με κάθε τρόπο την «μακεδονικότητά» του και η αποτυχία μας να διασφαλίσουμε την αποκλειστικότητα στο όνομα αποτύχαμε οικτρά.
 
Οι πολιτικοί μας βολεύτηκαν στην κρυμμένη πίσω από την Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία ύπαρξη ενός βουλγαρόφωνου κρατιδίου με το όνομα Μακεδονία, πιστεύοντας ότι η Γιουγκοσλαβία δεν θα διαλυθεί ποτέ. Το κομβικό σημείο λάθους από την πλευρά μας ήταν αυτό. Η αποδοχή μιας βεβαιότητας ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ένα ανεξάρτητο κράτος. Η ιστορία όμως είχε άλλη άποψη. Στο μεταξύ στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν το κρατίδιο αυτό απέκτησε οντότητα, γλώσσα, βιβλιογραφία, γραμματική και συντακτικό και φυσικά εθνική συνείδηση και ακόμα χειρότερα αποδεκτή από σχεδόν κάθε χώρα της Γης. Αυτή η τελευταία καλλιεργούνταν από τους Βούλγαρους από τις αρχές του 20ου αιώνα ως αντίβαρο στη Σερβικές κυρίως βλέψεις στην περιοχή. Oι Σέρβοι ήταν άλλωστε που εκσλάβισαν όλες τις μειονότητες συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων του Μοναστηρίου, αλλάζοντας τα επίθετα και απαγορεύοντας την χρήση κάθε άλλης γλώσσας.
 
Τυπικά η χώρα μας δεν ασχολήθηκε ποτέ με το θέμα. Όπως δεν ασχολήθηκε ποτέ πραγματικά με τους Ελληνικούς πληθυσμούς εκτός των βόρειων συνόρων μας και εντός της Αλβανίας, των Σκοπίων και της Βουλγαρίας. Ακόμα και σήμερα θα βρει κάποιος Έλληνες του Μοναστηρίου ή της Φιλιππούπολης να μιλούν ελληνικά και δηλώνουν Έλληνες. Οι υπηρεσίες του υπουργείου εξωτερικών ποτέ δεν κοίταξαν με θαλπωρή τους χιλιάδες ομοεθνείς μας. Ποτέ κανείς δεν έθεσε το θέμα ως αντίθετο έρεισμα στις βλέψεις των άλλων για όλες αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες που ήταν μεγάλες και εκτεταμένες. Η αδιαφορία μας για το θέμα άγγιξε το μέγιστο της εθνικής γελοιότητας όταν χιλιάδες δάσκαλοι που σήμερα διδάσκουν στα σχολεία μας είχαν πάρει το πτυχίο τους στα Σκόπια στη λεγόμενη και «μακεδονική» γλώσσα. Και τους δεχτήκαμε ως δασκάλους των παιδιών μας.
 
Η ιστορική εξέλιξη της χώρας μας –αν κοιτάξουμε ψύχραιμα τα πράγματα– μέσα σε ούτε 200 χρόνια θα μπορούσε σε πολλά πράγματα να είναι διαφορετική. Σε κάποιες φάσεις της ήμασταν τυχεροί. Θα μπορούσαμε να έχουμε για παράδειγμα την μισή ή λιγότερη εδαφική έκταση. Όπως θα μπορούσαμε να έχουμε και την διπλάσια. Όλα ήταν θέμα αποφάσεων σε κρίσιμες στιγμές. Κάποια λάθη μας τα διόρθωσαν οι ξένες δυνάμεις. Κάποιες αποφάσεις μας που τις διαχειριστήκαμε μόνοι μας και τυφλωμένοι από πολιτικές σκοπιμότητες κατέληξαν σε εθνικές προδοσίες και τραγωδίες.
 
Ναι και μένα δεν μου αρέσει που αυτή η μικρή χώρα χρησιμοποιεί ένα ελληνικό όνομα. Δεν μου αρέσει επίσης και για παράδειγμα ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το αρχαίο θέατρο στην Άσσο της Τρωάδας ή να πάω τις κατσίκες μου να βοσκήσουν στα Ίμια.
 
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι ατέλειωτα αφού είμαστε ένας λαός με ιστορικό βάθος τριών χιλιετιών. Αν μετρήσουμε τις πληγές μας δεν θα σταματήσουμε ποτέ. Είναι όμως εποικοδομητική αύτη η συνεχής ανασκόπηση του τι είχαμε και τι χάσαμε; Θα ήταν δυνητικά αν είχαμε μια χώρα με τέτοια οικονομική και κοινωνική ισχύ ώστε μόνη έλλειψη θα αποτελούσε η αναζήτηση ζωτικού χώρου. Δεν είμαστε όμως. Αντίθετα έχουμε τεράστια προβλήματα που θα διαρκέσουν σε βάθος χρόνου και κάθε μέρα θα υπονομεύουν ακόμα και την ίδια μας την ύπαρξη.
 
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον κάνω μερικές σκέψεις που είναι φαινομενικά εκτός της κυρίαρχης άποψης για το θέμα. Ξεκινώ από το ίδιο το κρατίδιο. Πόσο μπορεί να απειλήσει την χώρα μας; Τι έχουμε να φοβηθούμε πραγματικά; Γνωρίζοντας πολύ καλά αυτή τη χώρα νομίζω ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Αντίθετα έχουμε να πάρουμε πολλά έως πάρα πολλά. Στο πολιτιστικό κομμάτι ειδικά η «υπεροπλία» μας είναι γιγάντια. Πιστεύει κανείς ότι μπορεί μια χούφτα σλάβων και αλβανών να απειλήσει μια ιστορική δύναμη που εδράζεται στον ελληνικό πολιτισμό και την γλώσσα και έχει γαλουχηθεί από τις αριστοτελικές νουθεσίες; Πιστεύει κάποιος σοβαρά ότι το τεράστιο αρχαιολογικό και ιστορικό έργο που έχει τοποθετήσει τους Μακεδόνες στην κορυφή του ελληνισμού μπορεί κάποιος σε μια χώρα όπως τα Σκόπια να το ανατρέψει με την παράθεση κακόγουστων εκτρωματικών κτηρίων και αγαλμάτων ή ονομασίες δρόμων και αεροδρομίων; Κάθε εκατοστό της μακεδονικής γης «φωνάζει» την ελληνικότητα και το πόσο μακριά από τον σλαβισμό είναι.
 
Στο οικονομικό και στρατιωτικό νομίζω ότι δεν έχουμε αντικείμενο συζήτησης. Άλλωστε ας πούμε εδώ ότι αυτοί που πρώτοι φωνάζουν στα συλλαλητήρια είναι συνήθως και αυτοί που τα «ακουμπάνε» στο καζίνο της Γευγελής και στα outlet της γειτονικής χώρας. Η οικονομική διάσταση του θέματος έχει λυθεί από την αγορά εδώ και δεκαετίες. Με την χώρα αυτή έχουμε ένα κεντρικό πλεονέκτημα. Μας ενώνει η κοινή θρησκεία. Μας ενώνουν επίσης πολλά περισσότερα. Δυσκολεύομαι να βρω κάτι που μας χωρίζει πέρα από το ζήτημα. Η όποια ευημερία τους εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ θα είναι ταυτόχρονα και ευημερία για εμάς. Αποτελούμε –και αυτό δεν αλλάζει– την έξοδό τους στη θάλασσα, τον χώρο διασκέδασής τους, τον μελλοντικό σταθερό τους σύμμαχο στον αλβανικό εθνικισμό και επεκτατισμό.
 
Η όποια σημερινή ή αυριανή συμφωνία μόνο θετικά στοιχεία θα έχει για εμάς –και για αυτούς. Θα κλείσει κάθε αλβανική και τουρκική βλέψη μια για πάντα. Κλείνοντας το «μέτωπο» θα μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στον πραγματικό εχθρό της χώρας μας, την Τουρκία. Από μόνο του αυτό αποτελεί μια νίκη αφού θα αφαιρέσει από την Τουρκία ένα πλεονέκτημα που τώρα χρησιμοποιεί εκμεταλλευόμενη την δυσχέρεια των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων.
 
Θα μπορούσε η συμφωνία να είναι καλύτερη; Δεν γνωρίζω. Δεν ξέρουμε καν πώς θα καταλήξει όλο αυτό. Αν όμως μπορούσαμε να πάρουμε κάτι γιατί δεν το πήραμε τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες; Νομίζω ότι η χώρα μας είχε δύο επιλογές. Είτε ένα πολύ σκληρό σενάριο το οποίο θα είχε ως στόχο τον διαμελισμό της χώρας αυτής είτε αυτό που σήμερα συζητάμε (ή κάποια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή του). Δεν βλέπω κάτι άλλο εφικτό και ταυτόχρονα ασφαλές για τα εθνικά μας συμφέροντα και επίσης στο μέτρο που όλοι θα επιθυμούσαμε να ισχύσουν κάποια πράγματα.
 
Είναι η σκληρή αλήθεια και πραγματικότητα την οποία θεωρώ ότι πρέπει να σκεφτούμε και να συζητήσουμε έστω.
 

*Ο Γιώργος Βολουδάκης είναι επιχειρηματίας. Η άποψή του αναρτήθηκε στον τοίχο του στο fb.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.