Σπυρος Κιοσσες, φιλολογος, ΕΔΙΠ του ΤΕΦ- ΔΠΘ «Οι ιστοριες της συλλογης διηγηματων “Το κουμπι” της Τασουλας Τσιλιμενη ειναι στην ουσια τους ιστοριες ενηλικιωσης»

Όταν διαβάζεις –και πολύ περισσότερο όταν διαβάζεις με στόχο να παρουσιάσεις– ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου ο συγγραφέας είναι φίλος σου, κινδυνεύεις να πέσεις και στις δύο «πλάνες» για τις οποίες έχεις προειδοποιήσει στα θεωρητικά σου γραπτά ή όταν διδάσκεις λογοτεχνική θεωρία: αναφέρομαι στις λεγόμενες προθετική και συναισθηματική πλάνη. Κινδυνεύεις, δηλαδή, να παρασυρθείς σε μια προσπάθεια να ανακαλύψεις πίσω από τις λέξεις που διαβάζεις την πρόθεση του συγγραφέα, που γνωρίζεις για χρόνια· αναζητάς στοιχεία από πραγματικά του βιώματα, επιθυμίες ή φόβους, χρησιμοποιώντας το γνωστικό αυτό προνόμιο της οικειότητας μαζί του ως ερμηνευτική βάση του έργου του. Κινδυνεύεις όμως και να παρασυρθείς από τα συναισθήματα που σου δημιουργούνται από το κείμενο, χαλαρώνοντας τις «κριτικές» σου αντιστάσεις, καθώς παραδίνεσαι, αμαχητί σχεδόν, στα χέρια του συγγραφέα – φίλου σου. Εγώ θα δηλώσω εξαρχής ότι υπέπεσα και στις δύο πλάνες. Αναπόφευκτα. Και σε μεγάλο βαθμό, ενσυνείδητα. Διότι θεωρώ ότι η ανάγνωση διαθέτει πολλούς χρόνους, τόπους, αλλά και τρόπους. Κάθε αναγνώστης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της βιωματικής προσέγγισης του κειμένου που διαβάζει, κλείνοντας (ή ανοίγοντας, από άλλη άποψη) μέσω της ανάγνωσης τον κύκλο του επικοινωνιακού φαινομένου που συνιστά η λογοτεχνία. Γιατί λογοτεχνία χωρίς ανάγνωση δεν υπάρχει. Όπως γράφει ο Maurice Blanchot στο έργο του «Ο χώρος της λογοτεχνίας», που επανεκδόθηκε πρόσφατα, «η ανάγνωση κάνει στο βιβλίο αυτό που κάνουν η θάλασσα, ο άνεμος στο πόνημα που έχουν χειριστεί οι άνθρωποι […]. Το προσίδιον της ανάγνωσης, η ιδιομορφία της, φωτίζει το ιδιόμορφο νόημα του ρήματος “κάνω” στην έκφραση: “Κάνει το έργο να γίνει έργο”» (Blanchot, Μ. (2017). «Ο χώρος της λογοτεχνίας». Αθήνα: Πλέθρον, σ. 293). 

«Ιστορίες μικρής φόρμας από τις οποίες αναδύονται ακέραιες στην αίσθησή τους εικόνες από τη ζωή, τα συναισθήματα και τις σκέψεις καθημερινών ανθρώπων»           

Δεν είναι καθόλου δύσκολο οι λέξεις της Τσιλιμένη να γίνουν «έργο» για τον αναγνώστη, τον κάθε αναγνώστη, να επενεργήσουν και να διεκδικήσουν τον δικό τους, μοναδικό χώρο μέσα του. Η ευκολία αυτή έχει αναμφίβολα να κάνει αρχικά με την άρτια τεχνική δόμηση της αφήγησής της. Πρόκειται για δεκατρείς ιστορίες μικρής φόρμας, στις οποίες ωστόσο η σύντομη έκταση δεν εμποδίζει να αναδυθούν ακέραιες στην αίσθησή τους εικόνες από τη ζωή, τα συναισθήματα και τις σκέψεις καθημερινών ανθρώπων. Ανθρώπων εγκλωβισμένων στο μεταίχμιο παρελθόντος και παρόντος. Ανθρώπων που ψάχνουν τις ρίζες τους, ψηλαφούν το συλλογικό παρελθόν τους ή την ιδιώνυμη παιδική τους ηλικία, επιχειρούν να την υπερβούν ή να επιστρέψουν σ’ αυτήν, την αποδέχονται ή την ξορκίζουν. Ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, στην αμείλικτη αδρότητά της, αλλά και της πόλης, στην ασφυκτική ανθρώπινη γειτνίαση. Ανδρών και γυναικών, που ψηλαφούν το αγόρι και το κορίτσι που ήταν κάποτε– και που συνεχίζουν να είναι, έτσι όπως το τρέφει μέσα τους η μνήμη και συχνά το τραύμα. Ανθρώπων, με άλλα λόγια, όπως εμείς.           
 
Η συγγραφέας γνωρίζει επισταμένως το υλικό της. Γεννημένη σε ένα πανέμορφο χωριό του Ολύμπου και μεγαλωμένη στη Θεσσαλία, ξέρει καλά την ύπαιθρο, τη ζωή και τους ανθρώπους της, κυρίως όμως τις ιστορίες τους: τους μύθους, τις παραδόσεις και τις προφορικές αφηγήσεις. Κι έπειτα, έχει πλήρη επίγνωση των μέσων που διαθέτει στα χέρια της, και τα οποία χρησιμοποιεί δεξιοτεχνικά. Εξισορροπεί τη μικρή έκταση της φόρμας με τη μεγάλη δύναμη των εικόνων, με τον υπαινιγμό, σε στιγμές με την ποιητική πύκνωση, και λέει ιστορίες που, από την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία, διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αποδέκτη τους. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του ρήματος «λέει»: οι ιστορίες διαπνέονται όλες από τη σαγήνη της προφορικότητας, από τη γοητεία της άμεσης απεύθυνσης, όπως τότε που κρεμόντουσαν οι ακροατές από τα χείλη των αφηγητών. Κι οι αφηγητές της, ακόμη κι όταν είναι απρόσωποι ή κεκαλυμμένοι, διαθέτουν όλοι τη ζωντάνια και την αυθεντικότητα αυτής της παραδοσιακής αφηγηματικής λειτουργίας, που έχει λείψει από μεγάλο μέρος της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής.
 
Σε κάποιες ιστορίες η χρήση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, που διηγείται τη δική του ιστορία, προσδίδει το χρώμα της αναπόλησης, την πειστικότητα του προσωπικού βιώματος και τη συγκίνηση που ακόμη δημιουργεί. Στις ιστορίες αυτές η αναπόληση του βιώματος οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκριση με το παρόν του αφηγητή, σε κάποια μορφή ενδοσκόπησης και (επαν)ερμηνείας του παρόντος μέσω της παρελθοντικής εμπειρίας. Σε αρκετές ιστορίες του βιβλίου η επιλογή της ετεροδιήγησης επιφέρει μια αίσθηση αποστασιοποίησης, απαραίτητης ίσως για να διαχειριστεί κανείς θέματα δύσκολα. Ωστόσο, ακόμη κι εδώ, η όποια αφηγηματική απόσταση ουδόλως παρεμποδίζει την ενσυναίσθηση του αναγνώστη. Κι αλλού, η συγγραφέας πλάθει αφηγητές που αφηγούνται με τη σειρά τους τις δικές τους ιστορίες. Κι είναι τόσο ζωντανή η αφήγησή τους, που νιώθει ο αναγνώστης ότι τραβά μια καρέκλα στο καφενείο του χωριού και κάθεται δίπλα στους υπερήλικες θαμώνες για να ακούσει την ιστορία που ξεκινά ο ενδοκειμενικός αφηγητής. 

«Και οι δεκατρείς ιστορίες του βιβλίου έχουν να κάνουν με την απροσπέλαστη, στη σύλληψή της, έννοια του χρόνου» 

Παρά τα διαφορετικά σκηνικά στα οποία εκτυλίσσεται η δράση, παρά την ποικιλία των αφηγητών, των χαρακτήρων και της πλοκής κάθε ιστορίας, είναι ευδιάκριτο ένα κοινό νήμα που τις κρατά σφιχτοδεμένες, όπως τις χάντρες στο αφηγηματικό κομπολόι που έχει στα χέρια του ο αναγνώστης. Πρόκειται για το ζήτημα του χρόνου και για το ζητούμενο της ισορροπίας σ’ αυτόν. Κι επειδή πρόκειται για ένα ζητούμενο που κατατρύχει κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο του, το βιβλίο της Τσιλιμένη κρούει χορδές ευαίσθητες για τον καθένα μας. Και οι δεκατρείς ιστορίες του βιβλίου έχουν να κάνουνμε την απροσπέλαστη, στη σύλληψή της, έννοια του χρόνου, αλλά και με την απλή, καθημερινή κι αναπόδραστη επίδρασή του στον άνθρωπο: ο χρόνος μάς αλλάζει, εμάς και τους γύρω μας, και τον χώρο στον οποίο ζούμε και τα αντικείμενα μαζί με τα οποία ζούμε. Ο χρόνος μάς παρασύρει στη δίνη των γεγονότων που επιφέρει, μας διαπερνά θρυμματισμένος σε στιγμές. Αλλά ταυτόχρονα μας σφραγίζει ανεξίτηλα, καθώς κάποιες στιγμές μας διαμορφώνουν, εντυπώνονται πάνω και μέσα μας με τρόπο εγκαυστικό. Γιατί τελικά, όπως προβάλλεται με ιδιαίτερη έμφαση στις ιστορίες της Τσιλιμένη, το παρελθόν ποτέ δεν έχει παρέλθει, στην ουσία του. Πάντα το κουβαλάμε μέσα μας. Το γεγονός αυτό πρέπει να το αποδεχτούμε. Οι σχέσεις μας με ανθρώπους, με σπίτια και πράγματα, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν πια, συνεχίζουν να μας αφορούν, γιατί οι σχέσεις αυτές έχουν απεργαστεί τη σύγχρονή μας υπόσταση. Κι η αφήγηση δεν είναι μόνο μια διαδικασία έκφρασης παρόμοιων βιωμάτων του παρελθόντος μας, αλλά και ένας τρόπος διαχείρισής τους. Μια μορφή κατανόησης, ερμηνείας κι αποδοχής της υποκειμενικότητάς μας, στην αδιάσπαστη συνέχεια παρελθόντος – παρόντος.
 
Κι έτσι, ενώ μεγαλώνουμε, ένα κομμάτι μας μένει δεμένο, θαρρείς με κάποιον μαγικό κατάδεσμο, στον χώρο και τον χρόνο της παιδικής μας ηλικίας. «Οι ρίζες μου», όπως ψιθυρίζει μια ηρωίδα της Τσιλιμένη, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες και προσπαθώντας να «βρει σκοινί να ισορροπήσει στο “πριν” και στο “μετά”» (σ. 54). Ίσως τελικά η ζωή μας δεν είναι τίποτε άλλο από μια διαρκή διαδικασία ενηλικίωσης – συμφιλίωσής μας με τη φθορά, το τραύμα, την αλλαγή, την απώλεια, με την ίδια τη ζωή, δηλαδή, και με την άλλη της όψη, τον θάνατο. Κι οι ιστορίες του βιβλίου συνιστούν στην ουσία τους ιστορίες ενηλικίωσης.
 
Πέρα πάντως από τη φροντισμένη συνάρτηση θέματος και μορφής, πέρα από την άρτια τεχνικά χρήση της ομοδιήγησης ή ετεροδιήγησης, την άψογη δόμηση του χωροχρονικού αρμού των ιστοριών, τη διαγραφή αληθοφανών χαρακτήρων και τη σφιχτή πλοκή, η συγγραφέας επιτυγχάνει κάτι ακόμη σημαντικότερο: κάνει τον αναγνώστη, να ξεχάσει το γεγονός ότι διαβάζει αφηγήσεις που είναι επιμελώς δουλεμένες σε κάθε τους λεπτομέρεια. Εισέρχεται έτσι αβίαστα στον κόσμο των ιστοριών και βουλιάζει με ευχαρίστηση μέσα του. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα ενός αφηγητή –κι ενός συγγραφέα. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η Τσιλιμένη ασχολείται με την τέχνη της αφήγησης επιστημονικά και δημιουργικά επί σειρά ετών. Κι ότι γράφει ιστορίες για παιδιά, για τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες, που με δυσκολία θα πειστούν να σε ακολουθήσουν στον αφηγηματικό δρόμο που χαράζεις γι’ αυτούς. 

«Λόγος  λιτός, πυκνός, στιβαρός, όπως και το φυσικό τοπίο στο οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες» 

Ένα ακόμη στοιχείο που προσδίδει ιδιαίτερη δύναμη στη γραφή της Τσιλιμένη είναι ότι δεν θεωρητικολογεί. Παρά τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα που αναδύονται από τις ιστορίες της, πουθενά δεν ενδίδει στον αφηγηματικό σχολιασμό. Ο λόγος της είναι λιτός, πυκνός, στιβαρός, όπως και το φυσικό τοπίο στο οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες της. Τίποτε δεν περισσεύει. Έτσι, μέσα τόσο από το περιεχόμενο των ιστοριών όσο και από τον τρόπο αφήγησής τους, η συγγραφέας μεταδίδει μια μεγάλη αλήθεια: τα πιο βαθιά ζητήματα της υπόστασής μας, τα μεγαλύτερα διλήμματα της ζωής μας, οι πιο διαμορφωτικές εμπειρίες μας, συνδέονται με γεγονότα «τυχαία», με περιστάσεις καθημερινές, με αντικείμενα κοινά και ευτελή, με γεύσεις, ακούσματα και μυρωδιές,ακόμη κι αν δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τη βαρύτητά τους ενόσω τα βιώνουμε. Γινόμαστε θύματα του «Θεού των μικρών πραγμάτων», για να θυμηθούμε το μυθιστόρημα της Αρουντάτι Ρόι, καθώς, κατά κανόνα εν αγνοία μας, κουβαλάμε εσαεί μέσα μας ένα φτηνό παιδικό παιχνίδι, λίγες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τα φθαρμένα έπιπλα του πατρικού μας σπιτιού, ένα κουμπί απ’ το φόρεμα της απούσας μητέρας.
 
Ολοκληρώνοντας την παράθεση των αναγνωστικών μου εντυπώσεων από τη συλλογή, θέλω να μοιραστώ μαζί σας, όπως και με την συγγραφέα, τους στίχους από ένα ποίημα του Γιάννη Στίγκα με τίτλο «Αυτό κουρδίζει μόνο του»:
 

Τόσα πολλά γρανάζια
που δεν θα βρω ποτέ
πώς μάτωσε η Άνοιξη
και φτύνω
 το παιδικό μου πράσινο
            το τελευταίο κουμπί του ονείρου

 
Δεν θα μπορούσα να εκφράσω καλύτερα τα συναισθήματα που μου γέννησε η ανάγνωση των ιστοριών της Τσιλιμένη. Μπλέχτηκε στις λέξεις της κάτι απ’ το ξεχασμένο παιδικό μου πράσινο. Σκάλωσε στις εικόνες της ένα κουμπί από τα ανήλικα όνειρά μου.

Αναλυτικά το ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.