Κωνσταντινος Χαζακης «Και μετα τις 18 Αυγουστου θα ειμαστε σε συνεχη εποπτεια μεχρι να εξοφλησουμε το 75% αυτων που χρωσταμε»

«Τον ερχόμενο Αύγουστο, λίγο πριν τις εκλογές του φθινοπώρου, θα βρεθούμε μπροστά στο δίλημμα “ή ξεμένουμε από χρήματα ή πάμε σε πολύ πιο αυστηρούς όρους”»

Οι διαμάχες και οι διχογνωμίες στην πολιτική είναι φαινόμενο σύνηθες και πολλές φορές λειτουργεί επιταχυντικά για τη «διαλεύκανση» καταστάσεων ή την εξεύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης. Στην περίπτωση της κυβέρνησης ωστόσο και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η διχογνωμία που παρατηρείται και έχει μεταφερθεί και στον δημόσιο λόγο, σε ιδιαίτερα μάλιστα υψηλούς τόνους και από τις δύο πλευρές, κάθε άλλο παρά  προς το τέλος της οδεύει, παράγοντας  αποτελέσματα, οδηγώντας δηλαδή  στην εξεύρεση της βέλτιστης λύσης.
 
Αφορμή αυτής, η σύσταση του κ. Γιάννη Στουρνάρα για την ένταξη της χώρας σε «προληπτικό πρόγραμμα στήριξης» στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, που παρέδωσε στα τέλη του 2017 στον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, καθώς όπως δείχνουν τα στοιχεία της, οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή έκθεση είναι σαφώς λιγότερο αισιόδοξη.
 
Η σύσταση αυτή πυροδότησε σωρεία αντιδράσεων από πλευράς της κυβέρνησης, η οποία κάνει λόγο για «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια και την εποπτεία τον προσεχή Αύγουστο, με τον κ. Στουρνάρα να ανταπαντά χαρακτηρίζοντας τις αναφορές της κυβέρνησης ως «ουτοπικές», υπενθυμίζοντας τις δεσμεύσεις τις οποίες έχει αναλάβει η χώρα έως το 2022 και τις οποίες θα πρέπει να τηρήσουμε.
 
Η κόντρα αυτή φαίνεται πως έλαβε και πολιτική χροιά, με το σκάνδαλο Novartis και τις αποκαλύψεις που αφορούν στην έμμισθη σχέση που φέρεται να είχε ο κ. Στουρνάρας με την εταιρεία, την οποία βέβαια ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά, στο πλαίσιο μίας πολιτικής κόντρας άνευ προηγουμένου.  
 
Από πού εδράζεται όμως η διχογνωμία αυτή, τι αληθεύει και τι όχι, σε σχέση με τα όσα υποστηρίζει η κάθε πλευρά, και τελικά τι μέλλει γενέσθαι από τον Αύγουστο του 2018 και έπειτα για την οικονομία της Ελλάδας;
 
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έδωσε μιλώντας στον «ΠτΘ» ο Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ, κ. Κωνσταντίνος Χαζάκης, επεξηγώντας επίσης τις διαφορετικές επιλογές που ενδεχομένως έχει η χώρα και η κυβέρνηση, καθώς και την κατεύθυνση στην οποία, κατά την προσωπική επιστημονική του άποψη, θα πρέπει να κινηθούμε.
 
Ο λόγος στον ίδιο…
 
ΠτΘ: κ. Χαζάκη βρισκόμαστε σε μία περίοδο μιας εν εξελίξει διαμάχης ή διχογνωμίας, αν θέλετε, μεταξύ κυβέρνησης και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης ή όχι προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης μετά την ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος. Ένας «διάλογος», ο οποίος μάλιστα εκτυλίσσεται σε υψηλούς τόνους. Ποια είναι η δική σας κατανόηση των πραγμάτων μέχρι στιγμής;
Κ.Χ.:
Το ερώτημά σας θέτει το ζήτημα σε ένα διαφορετικό επίπεδο,  το οποίο είναι αρκετά μεταγενέστερο της συζήτησης που θα πρέπει να έχει προηγηθεί. Η αρχή της συζήτησης πρέπει να είναι τρία ερωτήματα, πριν ακόμα πούμε αν θέλουμε ή όχι προληπτική πιστωτική γραμμή. Το πρώτο αφορά στο αν μπορεί να υπάρξει χρηματοδότηση των υποχρεώσεων της χώρας χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους με βάση τα σενάρια που υπάρχουν. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει χρηματοδότηση χωρίς πιστωτική γραμμή με κεφαλαιακούς περιορισμούς. Και το τρίτο ερώτημα αφορά τα επισφαλή δάνεια, τα λεγόμενα κόκκινα δάνεια και το αν μπορεί να υπάρξει προληπτική πιστωτική γραμμή για την κάλυψή τους. Έχουμε τρία ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε και το πρόβλημα σχετίζεται πολύ με τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα.
 
Η άποψή μου είναι ότι πριν την 21η Ιουνίου  του τρέχοντος έτους, οπότε και πιθανότατα θα συνεδριάσει το EUROGROUP, αν αρχικά δεν έχουμε οριστική απάντηση στα stress test των τραπεζών, αν δεν έχουμε τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αν δεν έχει γίνει άρση οριστική των κεφαλαιακών περιορισμών έως τον Αύγουστο και αν δεν έχει δοθεί οριστική λύση στα επισφαλή δάνεια, στα οποία δεν πάμε καθόλου καλά, παρόλες τις προσπάθειες που γίνονται, εξακολουθεί να υπάρχει ένα σοβαρό χρηματοδοτικό κενό, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί. Τώρα τι γίνεται στο μετά, αφού δηλαδή απαντήσουμε στα τέσσερα αυτά ερωτήματα.  
 
Υπάρχουν πράγματι δύο απόψεις, οι οποίες έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο ESM είναι ο μηχανισμός που μας δανείζει. Για να μας δώσει ένα δάνειο, μετά το τέλος του προγράμματος, μετά τις 18 Αυγούστου, πρέπει να έχει ορισμένες εγγυήσεις. Άρα, αν δεν θέλουμε να μπούμε σε πρόγραμμα με τη μορφή που έχουμε τώρα, δηλαδή ένα 4ο μνημόνιο, και θέλουμε να πάμε σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή, υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Δύο είναι τα εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ένα πολύ αυστηρό,  ονομάζεται πιστωτική γραμμή προληπτικών προϋποθέσεων και έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, αλλά όχι τόσο αυστηρές με τη μορφή της εποπτείας που ζούμε τώρα από την τετραμερή. Το δεύτερο και πολύ πιο αυστηρό,  που μάλλον προς τα εκεί θα πάει η Ελλάδα, εμπεριέχει μια προληπτική γραμμή και ονομάζεται ECCL ή αλλιώς προληπτική γραμμή ενισχυμένων προϋποθέσεων. 

«Η προληπτική πιστωτική γραμμή είναι ένα εργαλείο δανειοδότησης με αυστηρές προϋποθέσεις, αλλά όχι μνημόνιο» 

ΠτΘ: Η πρώτη επιλογή συνίσταται στο λεγόμενο 4ο μνημόνιο, όπως τουλάχιστον μεταφράζεται στον δημόσιο διάλογο.  Σε τι συνίσταται η δεύτερη, πιο αυστηρή, όπως τη χαρακτηρίσατε επιλογή, που ίσως θα ακολουθήσει η Ελλάδα την επόμενη μέρα;
Κ.Χ.:
Το μνημόνιο είναι μια δανειακή σύμβαση με συγκεκριμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Η προληπτική γραμμή ισχύει για ένα χρόνο. Είναι ξεχωριστό εργαλείο δανειοδότησης, δεν είναι μνημόνιο, αλλά έχει πάλι αυστηρές προϋποθέσεις. Άρα η προληπτική πιστωτική γραμμή δεν είναι μνημόνιο, αλλά το ταυτίζουν πολλοί, και υπάρχει κάποιο δίκιο, γιατί έχει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις.
 
Στο ερώτημα τι είναι καθαρή έξοδος, μπορούμε να πούμε πολύ απλά και κατανοητά, ότι είναι το να μπορούμε αυτόνομα να χρηματοδοτήσουμε τα τοκοχρεολύσιά μας, χωρίς να έχουμε ανάγκη κανέναν. Δηλαδή από τα πρωτογενή πλεονάσματα αντλούμε χρήματα και πληρώνουμε. Μπορεί να υπάρξει τέτοια καθαρή έξοδος; Τέτοια καθαρή έξοδος είτε με προληπτική πιστωτική γραμμή είτε χωρίς  προληπτική πιστωτική γραμμή, σηκώνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στην απάντηση. Τρία είναι τα ερωτήματα που επίσης τίθενται στη συγκεκριμένη περίπτωση και τα οποία κανένας δεν τα θέτει. Το πρώτο βασικό είναι ότι υπάρχει ένας κανονισμός, ο 472/2013, το άρθρο 14 του οποίου, λέει, ότι τα κράτη που είναι  σε πρόγραμμα, εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% της οφειλής τους  στο ESM και το ΕFSF, παραμένουν υπό εποπτεία. Μετά τις 18 Αυγούστου, ακόμα κι αν δεν υιοθετηθεί άμεσα ένα 4ο μνημόνιο, ακόμα κι αν δεν πάμε σε προληπτική πιστωτική γραμμή, θα είμαστε υπό συνεχή εποπτεία μέχρι να εξοφλήσουμε το 75% των περίπου 335 δισ. ευρώ που χρωστάμε. 

«Το δημοσιονομικό σύμφωνο που ισχύει στην Ευρώπη, και για όσες χώρες είναι μέλη της Ευρωζώνης, συνεχίζει να ισχύει, με την αυστηρή αμοιβαία εποπτεία του και μετά τις 18 Αυγούστου» 

ΠτΘ: Έχουμε εικόνα του ποσοστού που έχει καταβάλει η Ελλάδα μέχρι στιγμής; Ούτως ώστε να γνωρίζουμε αν υπάρχει ελπίδα να αγγίξουμε το ποσοστό αυτό;
Κ.Χ.:
Δεν έχουμε καμία ελπίδα. Τα μνημόνια πληρώνουν τα τοκοχρεολύσια για να μην έχουμε πρόβλημα, να μην έχουμε χρηματοδοτικό κενό.  Το δημοσιονομικό κενό προσπαθούμε να υπερβούμε με τα πρωτογενή πλεονάσματα, δημιουργώντας μαξιλαράκι ασφάλειας για να χρηματοδοτήσουμε άλλες δαπάνες στο μέλλον, αν δεν θέλουμε μνημόνιο, αλλά δεν έχουμε καν μπει σε αυτή τη λογική. Δεν έχουμε αρχίσει να εξοφλούμε με αυτή την έννοια αυτόνομα, με τις δικές μας δυνάμεις. Το δεύτερο βασικό, το δημοσιονομικό σύμφωνο, το οποίο ισχύει στην Ευρώπη, και για όσες χώρες είναι μέλη της Ευρωζώνης, συνεχίζει να ισχύει, με την αυστηρή αμοιβαία εποπτεία του και μετά τις 18 Αυγούστου. Έχουμε δύο ζητήματα ως προς το ότι η χώρα παραμένει υπό εποπτεία. Μετά τις 18 Αυγούστου αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να μην δεχόμαστε τόσο ασφυκτικές πιέσεις για άμεσα προαπαιτούμενα, όπως συμβαίνει τώρα, το οποίο δημιουργεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Το δεύτερο βασικό είναι ότι εφόσον δεν έχουμε δημοσιονομικό κενό και έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα, μπορούμε να αποπληρώσουμε από κει τις υποχρεώσεις μας, το οποίο κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να γίνει με αυτόνομες δυνάμεις, πέραν του επόμενου Αυγούστου. Αν δεν υπάρχει τέτοιο δημοσιονομικό κενό, υπάρχει η δυνατότητα προσοχής, όχι για να μοιραστεί χρήμα, αλλά να μην πάμε πιο κάτω σε περικοπές μισθών, συντάξεων, κλπ. 

«Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που δημιουργούν υψηλή φορολογία» 

ΠτΘ: Άρα η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο περί καθαρής εξόδου από τον προσεχή Αύγουστο και έπειτα, αλλά έχουμε μια οικονομία που κάθε άλλο παρά μπορεί να επιτύχει μια καθαρή έξοδο.
Κ.Χ.:
Από τις 18 Αυγούστου του 2018, μέχρι τον επόμενο Αύγουστο του 2019, η χώρα μας χρειάζεται λίγο πάνω από τα 20 δις. ευρώ. Η κυβέρνηση έχει την εξής σκέψη: με τα πρωτογενή πλεονάσματα να δημιουργηθεί ένα μαξιλαράκι ασφαλείας μέχρι τον επόμενο Αύγουστο, το  οποίο να είναι περίπου γύρω στα 10-15 δις ευρώ, όχι μόνο με δικές της δυνάμεις, αλλά ίσως κρατώντας και από το 3ο μνημόνιο ένα μικρό ποσό, το οποίο δεν θα το χρησιμοποιεί, αλλά σε ώρα ανάγκης μπορεί να το ζητήσει. Αυτό είναι το σκεπτικό της κυβέρνησης. Το σκεπτικό της Τράπεζας της Ελλάδος λέει ότι κανένας δεν θα σου αφήσει από το 3ο μνημόνιο υπόλοιπο στην άκρη χωρίς όρους. Και σε αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει δίκιο. Θα ζητηθούν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις, και δεύτερον, δεν λύνεις το πρόβλημα. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που δημιουργούν υψηλή φορολογία. Άρα λέει πως το ερώτημά σου και οι προϋποθέσεις σου είναι λανθασμένες. Επιδιώκεις να αποφύγεις ένα ασφυκτικό 4ο μνημόνιο, αλλά ουσιαστικά, εν τοις πράγμασι, με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και το μαξιλαράκι που θα ζητήσεις και θα έχει όρους, το ξαναφέρνεις μπροστά.
 
Η άποψή μου είναι ότι η προληπτική πιστωτική γραμμή δεν χρειάζεται από τον Αύγουστο του 2018. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε καθαρή έξοδο για τα επόμενα χρόνια. Έχω την εντύπωση ότι τον ερχόμενο Αύγουστο του 2019, θα έχει εξαντληθεί η δυνατότητά μας να καλύψουμε με ίδια κεφάλαια και ταμειακά διαθέσιμα οποιαδήποτε πληρωμή, οπότε το επόμενο καλοκαίρι, λίγο πριν τις εκλογές του φθινοπώρου,  θα βρεθούμε μπροστά στο δίλημμα «ή ξεμένουμε από χρήματα ή πάμε σε πολύ πιο αυστηρούς όρους». Τυχαίο; Θα δείτε ότι παρότι συζητάται τώρα το ζήτημα, αυτό το φθινόπωρο δεν θα είναι ασφυκτικό το θέμα, τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο, επειδή δεν έχουμε υψηλές αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων. Ωστόσο η συζήτηση θα επανέλθει δριμύτερη και πολύ πιο αυστηρή στις αρχές του 2019. 

«Οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες ανάπτυξης, που έχουν σχέση και με τη θέση μας για μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων, επιδιώκουν εξωστρέφεια και καινοτομία» 

ΠτΘ: Επειδή υπάρχει και το πολιτικό κόστος, που είναι το πρώτο για τους πολιτικούς, υπάρχει διαφορετική γραμμή που μπορεί να ακολουθηθεί από την κυβέρνηση ώστε να προλάβει την όποια κατάσταση και κατ’ επέκταση το πολιτικό κόστος που θα κληθεί να αναλάβει;
Κ.Χ.:
Ξεκινάω από το τελευταίο, γιατί οι πολιτικοί ενδιαφέρονται πάντα να εκλεγούν. Δεν πρέπει να κάνουμε προβλέψεις εμείς οι οικονομολόγοι, αλλά εάν η κυβέρνηση θέλει να κεφαλαιοποιήσει ό,τι πέτυχε, χωρίς να μπει στο δύσκολο σκέλος τού αν θα έχουμε πιστωτική γραμμή ή αν θα πάμε σε νέο μνημόνιο, αμέσως μετά τον Αύγουστο, αυτό το φθινόπωρο πρέπει να προκηρύξει εκλογές. Με την έννοια ότι βγήκαμε από το μνημόνιο, δεν έχουμε μπει ακόμα σε πιστωτική γραμμή -γιατί γνωρίζει ότι μέχρι Δεκέμβριο- Ιανουάριο πορεύεται άνετα- οπότε και φέρνει σε δύσκολη θέση την αντιπολίτευση. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση, πάνω σε αυτό θα είχε ένα ζήτημα,  διότι πρέπει να διευκρινίσει ακριβώς πώς θα μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Σε αυτό υπάρχουν αξιόπιστες διατυπώσεις από την αντιπολίτευση.  Δηλαδή ότι πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση των πρωτογενών πλεονασμάτων, γιατί το πρόβλημά μας είναι η υπερφορολόγηση. Μην πάμε στα υψηλά πλεονάσματα για καθαρή έξοδο που δεν υπάρχει, γιατί σου επιβάλλουν πάλι προϋποθέσεις, αλλά δημιούργησε ανάπτυξη, θέσεις απασχόλησης, εξωστρέφεια, επιχειρηματικότητα, επενδύσεις εξωτερικού, και μείωσε στους ανθρώπους οι οποίοι βαρυγκωμούν τη φορολογία.  Σε αυτό το δίλημμα που έχει πολιτικό κόστος, πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή μάλιστα είχαμε κάνει μία μελέτη η οποία έδειξε πως αν πραγματικά μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου γύρω στο 1,5 με 1%, θα μπορούσε να μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ γύρω στο 60%.
 
Από την άποψη του μακροοικονομικού περιβάλλοντος υπάρχουν διάφορα ζητήματα, τα οποία δημιουργούν επίσης προβλήματα στον αν θα πάμε σε προληπτική πιστωτική γραμμή ή όχι. Το πρώτο και βασικό είναι το αναπτυξιακό ζήτημα. Αν ρωτήσετε την αγορά θα σας πούνε πως ούτε προσλήψεις κάνουμε ούτε έχουν θετικές προσδοκίες για να αγοράσουν παραδείγματος χάρη μηχανήματα, γιατί προσδοκούν ότι οι καταναλωτές θα καταναλώσουν περισσότερο στο μέλλον, ούτε εξωστρέφεια έχουν, ενώ για πρώτη φορά λέμε ότι έχουμε έναν μικρό αριθμό ανάπτυξης. Άρα, τι είναι αυτή η αύξηση του ΑΕΠ; Αυτή η αύξηση του ΑΕΠ  οφείλεται κυρίως στο σύστημα των capital controls. Στο ότι ένα μεγάλο μέρος της φορολογητέας ύλης που δεν μπορούσε να «πιαστεί» πριν, τώρα πιάνεται και ένα μέρος καταναλώνεται υποχρεωτικά. Η χρήση καρτών δηλαδή και τα λοιπά έπαιξαν ένα θετικό ρόλο,  καθώς υπάρχει έλεγχος. Δευτερευόντως οφείλεται σε κάποιους θύλακες ανάπτυξης, όπως ο τουρισμός, οι οποίοι όμως είναι πολύ εύθραυστοι. Για παράδειγμα σ’ ένα θερμό επεισόδιο, το καλοκαίρι, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορεί να υπάρξουν σωρηδόν ακυρώσεις αφίξεων. Άρα, λοιπόν, μην βάζουμε όλα «τα αυγά μας» σ’ ένα καλάθι, στον τουρισμό.
 
Οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες ανάπτυξης που σχετίζονται και με τη θέση μας για μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων, και όχι νέο μνημόνιο όπως θέλουμε και όπως πρέπει να θέλουμε, σχετίζονται με άλλους παράγοντες, με εξωστρέφεια, με καινοτομία, με επιχειρηματικότητα. Μελετώντας τους δείκτες συνεχώς, εγώ δεν βλέπω κάτι συνταρακτικό το οποίο να μεταβάλλει την κατάσταση.    

«Στον τουρισμό έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε, με μακροπρόθεσμες πολιτικές και δομές αμετάβλητες ανεξαρτήτως του ή της Υπουργού» 

ΠτΘ: Είναι τόσο δύσκολο οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις, είτε σε τοπικό, είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε ακόμα και σε ευρωπαϊκό, να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα και τις διεξόδους που συζητάμε τώρα εμείς δημόσια; Είναι τελικά θέμα άγνοιας, αδυναμίας ή θέμα θέλησης η οποία προφανώς δεν υπάρχει;
Κ.Χ.:
Όσον αφορά το θέμα του τουρισμού μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν ζητήματα που δεν έχουν λυθεί ακόμα. Το πρώτο βασικό είναι ότι δεν υπάρχει κλαδική πολιτική για τον τουρισμό. Δηλαδή ο τουρισμός συνδέεται με έσοδα, χωρίς να έχουμε μία ξεκάθαρη μακροπρόθεσμη πολιτική για το ποίο είναι το τουριστικό προϊόν της Ελλάδος. Θέλουμε να είναι  θεματικός, θρησκευτικός, αρχαιολογικός ο τουρισμός, θέλουμε να είναι χειμερινός που δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά όλο το χρόνο ή θέλουμε έναν τουρισμό τύπου Κυκλάδων όπου σε τέσσερις μήνες παίρνουμε τα χρήματα που θέλουμε και εκεί τελειώνει το ζήτημα; Αν λοιπόν δεν υπάρχει κλαδική πολιτική για τον τουρισμό που να αφορά σε όλη την ελληνική επικράτεια, μεμονωμένες προσπάθειες ανθρώπων, γιατί υπάρχουν, όπως αντίστοιχα υπάρχουν και σε επίπεδο Περιφέρειας ή Δήμων, δεν έχουν αποτέλεσμα. Το δεύτερο σημαντικό είναι ότι ο τουρισμός πρέπει να συνδεθεί και με άλλες δραστηριότητες, γεγονός που έχει ειπωθεί πολλές φορές. Για παράδειγμα γιατί ο τουρισμός της Θράκης να μην αναδεικνύει και τα παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα της Θράκης; Άρα, λοιπόν, υπάρχει συνδυασμός συνέργειας  του τουρισμού με διάφορους άλλους τομείς. Και το τρίτο είναι το προφίλ του τουρίστα που αναζητάμε, το οποίο ποικίλλει σε αυτόν που έχει υψηλό διαθέσιμο εισόδημα, αυτόν που έχει οριακή ροή κ.ο.κ. Δεν θα δείτε συγκεκριμένες αυστηρά προσδιορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες όμως πάλι να εντάσσονται στο μακροπρόθεσμο κλαδικό πλάνο για το πού ακριβώς πρέπει να απευθυνθούμε και άρα πρώτον δεν θα έχουμε διάσπαση της διαφημιστικής προσοχής και της επικέντρωσής μας και δεύτερον πόσο καιρό πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε από τους τουρίστες. Κοντολογίς θα έλεγα στο θέμα του τουρισμού έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε και θα περίμενα από ένα Υπουργείο Τουρισμού να ασκήσει μακροπρόθεσμα αυτή την πολιτική με δομές οι οποίες να είναι αμετάβλητες ανεξαρτήτως του ή της Υπουργού.    

«Για την μέτρηση της εμπιστοσύνης μίας οικονομίας χρειάζεται να υπάρξει ένας ευρωπαϊκός οργανισμός πιστοληπτικής ικανότητας, διακρατικός και ανεξάρτητος με συγκεκριμένα κριτήρια» 

ΠτΘ: Για όλα τα προαναφερθέντα απαιτείται και  το ζήτημα της λεγόμενης αναγκαίας εμπέδωσης της εμπιστοσύνης από πλευράς των αγορών. Θεωρείτε ότι σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αυτή η εμπιστοσύνη έχει επανέλθει ως προς τους εταίρους και τους αποφασίζοντες γενικότερα;
Κ.Χ.:
Στην οικονομία η αβεβαιότητα και η εμπιστοσύνη μετράται με συγκεκριμένο τρόπο από τις αγορές, που προσωπικά δεν μ’ αρέσει. Έχω υποστηρίξει ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας ευρωπαϊκός οργανισμός πιστοληπτικής ικανότητας, διακρατικός και ανεξάρτητος με συγκεκριμένα κριτήρια. Δυστυχώς αυτό δεν έχει γίνει. Αρκούμαστε με αυτό που υπάρχει και συγκεκριμένα με τους τρεις μεγάλους πιστοληπτικούς οίκους οι οποίοι ανά πάσα στιγμή βαθμολογούν πιστοληπτικά την Ελλάδα. Εκεί πάνω θα βασιστούν οι αγοραστές ελληνικών ομολόγων και θα πουν «Η Ελλάδα έχει Β, Β- κ.ο.κ.» και άρα, τα ομόλογά της έχουν υψηλό ρίσκο, οπότε το δεκαετές πάει κάτω από 10%». Με αυτό, θέλω να πω πως η ασφάλεια χρηματοδότησης και η αξιοπιστία της χώρας μας -είτε ονομάζεται εκτός προληπτικής πιστωτικής γραμμής, εκτός μνημονίου, είτε με οποιοδήποτε άλλο εναλλακτικό τρόπο υποστηρίξουμε- συνδέεται αυστηρά, δυστυχώς, με την επενδυτική διαβάθμιση που κάνουν οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης και συνδέεται επίσης με την εναλλακτική δυνατότητα χρηματοδότησης του μεγάλου προβλήματος που έχουμε αυτή την στιγμή που λέγεται Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα. Σύστημα στο οποίο αν δεν ισχύει το waver, δηλαδή αν οι Ελληνικές Τράπεζες δίνουν ομόλογα για αναχρηματοδότηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αυτά δεν γίνονται αποδεκτά,  αν δεν μπούμε στον Μηχανισμό Ποσοτικής Χαλάρωσης, αν ουσιαστικά δεν συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις,  ακόμα και η συζήτηση αν θα είμαστε με ή χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή κατά τη γνώμη μου είναι λανθασμένη και δεν οδηγεί πουθενά. 

«Πρέπει να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ανάπτυξης για να μπορούν οι άνθρωποι να πληρώνουν τα χαρακτηρισμένα ως επισφαλή δάνεια»  

Σε ό,τι αφορά τα επισφαλή δάνεια. Όλες οι προσπάθειες μέχρι στιγμής και των τριών μνημονίων αφορούσανε την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Η πραγματική βόμβα, όμως, είναι το ιδιωτικό χρέος το οποίο δεν πληρώνεται. Φανταστείτε, λοιπόν, ότι αυτή την στιγμή έχουμε αναλάβει μία δέσμευση, μέχρι το 2019 να έχουμε μειώσει κατά 31 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ τα επισφαλή δάνεια. Αυτό είναι ανέφικτο είτε με πλειστηριασμούς είτε χωρίς πλειστηριασμούς. Πρέπει να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ανάπτυξης για να μπορούν οι άνθρωποι να πληρώνουν τα δάνειά τους, γιατί ό,τι ρύθμιση και να κάνουμε αν συνεχώς μειώνονται τα εισοδήματά τους ποτέ κανένας ταλαιπωρημένος δανειολήπτης δεν θα μπορέσει να πληρώσει έστω και την ελάχιστη δόση. Δημιουργήστε θέσεις απασχόλησης και εισόδημα για τον κόσμο και αυτός θα καταφέρει να αποπληρώσει μία δόση. Και εκεί, λοιπόν, το πρόβλημα αναλύεται λανθασμένα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.