Της Αγιας Παρασκευης, ανημερα…

Ο Βαγκελάκης[1], σαραντάρης καλοφκιαγμένος άντρας και ψαράς, έπαιρνε νερό απ’ τη θάλασσα μ’ ένα μικρό γαλβανιζέ κουβαδάκι κι έβρεχε πλούσια την κουβέρτα της μαγκιώρας εξάμετρης βάρκας του… Το έκανε με μιαν τρυφερή σβελτάδα, σα μάνα που αλλάζει πάνα στο συγκαμμένο μωρό της κι εκείνο μπλαμπλαρίζει άναρθρα και κατευχαριστημένο απ’ τη μητρική μέριμνα…
«Άντε Παρασκευούλα μου να σε κανακέψω λιγάκι που’ ναι η μέρα σου σήμερα κι έχει και καύσωνα και θα πάμε για κάνα χταπόδεμα κατά την Εφταλού…» μονολόγησε ο λυγερός ψαράς…
 
Δηλαδή, δεν ήταν ψαράς ακριβώς, είχε δίπλωμα μηχανικού απ’ τη σχολή της Χίου  του Εμπορικού Ναυτικού, είχε μπαρκάρει και καμιά πενταετία, αλλά μια σοβαρή απώλεια ακοής από παλιές αμαρτίες με δυναμιτοψάρεμα επιβαρύνθηκε από τον συνεχή κι ανελέητο βόμβο στα μηχανοστάσια των βαποριών κι έτσι ξεμπάρκαρε στα τριάντα του. Γύρισε στο Μόλυβο, έκανε λίγο τον μπάρμαν με τα αγγλικούλια και το σγουρό μαλλί του στις σκανδιναυές του θέρους, αλλά γκόμενος με τ’ ακουστικό, πού ακούστηκε ρε φίλε..!!!
 
Του’ χε αφήσει ο πατέρας του την ξύλινη και κωπήλατη «Παρασκευούλα» –τ’ όνομα της μάνας του ντε– κι έτσι άρχισε να κάνει τον ψαρά… Πιάνανε και τα χέρια του, έκατσε και μαστόρεψε μια μετασκευή στην ανοιχτή βάρκα, της έβαλε μια μεταποιημένη Μερσεντές από ένα παλιό ταξί του χωριού, της έκαμε ένα σπιράγιο[2] κούκλα, με τιμονιέρα με πάγκο και με γκομενιά, διότι τέτοιος ήτανε κι ό,τι έφτιαχνε είχε το αλμπενί της γκομενιάς επάνω του… Ακόμα κι οι μπρακαρόλες[3] που χταπόδευε ήταν με λουρίδες από άσπρο μεταξωτό ύφασμα, « να ξεγελιούνται τα θηλυκά χταπόδια…» απαντούσε γελώντας συμπαθώς αυτάρεσκα, σ’ αυτούς που τον ρωτούσαν μ’ απορία…
 
Τελείωσε με το κανάκεμα της τρεχαντηρούλας, έκαμε καφέ καραβίσιο, έβαλε και τον Στέλιο στο κασετόφωνο περίπου στη διαπασών κι άναψε μια στριφτή τσιγάρα, όταν από τον μώλο πλησίασε ένας καλοντυμένος ηλικιωμένος μικρόσωμος άνδρας, με εξάρτυση μπάνιου… Ηθελε μια ημερήσια βόλτα στα βόρεια του Μόλυβου απέναντι απ’ το ακρωτήρι του Μπαμπά… Συμφώνησαν στ’ αγγλικά τα σχετικά κι Βαγκελάκης έβαλε μπρος κι έλυσε τους κάβους στη μικρή παλιά αποβάθρα του Μόλυβου…
 
Μέχρι να βγούνε απ’ το λιμάνι και να πάρει βόρεια πορεία η «Παρασκευούλα», ο Στέλιος έβγαζε οκτώ η ώρα το πρωί όλα τα πάθη του ελληνοπρεπούς αρσενικού πληθυσμού..! Ο επιβάτης είχε καθίσει φρόνιμα στη θέση του κι είχε ένα ύφος άμετρης εγκαρτέρισης..! Κάποια στιγμή που έπεσε πάνω του το βλέμμα του Βαγκελάκη, κατάλαβε το μαρτύριο του πελάτη..! Χαμογέλασε με ένοχο ύφος κατανόησης κι έκλεισε το στόμα του Στέλιου…
 
Βγήκανε στο δίαυλο, ο καιρός κάλμα μπουνάτσα και ρώτησε τον επιβάτη τι θέλει να κάμει… Αυτός ήθελε ένα θαλασσινό περίπατο, ένα μπάνιο κι ό,τι είχε να του προτείνει εκείνος.  Έτσι έγινε και πρόσθεσε στο πρόγραμμα ένα πλούσιο μεσημεριάτικο ούζο με ό,τι θα έδινε η θάλασσα. Αγκυροβόλησε, έβαλε και τη σκαλίτσα να κατεβεί ο πελάτης κι έπεσε κι αυτός με τη μάσκα για τα δέοντα…
Όταν μετά από κάνα μισάωρο ανέβηκε με τα δέοντα, πεταλίδες σα φλιτζάνια του καφέ, φούσκες κ.α. «αφροδισιακά» ευεργετήματα της θάλασσας, ο πελάτης ήταν ήδη τακτοποιημένος και έκδηλα ευχαριστημένος..!
 
Άρχισε την ετοιμασία της «τελετουργίας» του ούζου και πήγε προς το κασετόφωνο για τα γνωστά, όταν με την άκρη του ματιού του είδε μ’ απορία τον επιβάτη του να του τείνει με ευγενικό τρόπο μια κασέτα. Την έβαλε γρήγορα στο εργαλείο κι άφησε από συνήθεια κι αμηχανία την ένταση του ήχου στα πάγια επίπεδα…
 
Όταν γύρισε πάλι στην ετοιμασία, ένοιωσε μιαν απίστευτη γλύκα κι ευχαρίστηση απ’ αυτό που ακουγόταν..! Αίφνης, συνειδητοποίησε τη μεγάλη ένταση του ήχου κι έκανε μια κίνηση να πάει να τη χαμηλώσει, αλλά μια έντονη αρνητική χειρονομία του επιβάτη τον γέμισε απορίες… Κάνα τέταρτο μετά, όταν άρχισε το τελετουργικό της ουζοποσίας στην σκιασμένη πρύμνη κι ενώ το κασετόφωνο γλύκαινε στη διαπασών όλο το δίαυλο, άρχισαν οι αμοιβαίες εξομολογήσεις όπως αρμόζει σε τέτοιες περιστάσεις…
 
Ο επιβάτης λοιπόν, ο κύριος Λίνο, βιολονίστας στη δημοτική ορχήστρα της Μπολώνια, βγήκε στη σύνταξη όταν έχασε γρήγορα την ακοή του. Βιολονίστας μ’ ακουστικό πού ακούστηκε… Είχε πια μείνει μόνος του κι έκανε μοναχικές διακοπές στην μοναξιά της κώφωσης…
 
― Και τι είναι αυτό που ακούμε…; ρώτησε ο Βαγκελάκης σεμνοπρεπώς.!
― Α, ο αγαπημένος μου Νino Rota… Δεν είναι υπέροχη η μουσική του..; ρώτησε χαμογελώντας…
 
Και οι κωφοί δυο γενεών, συνέχισαν τη σπονδή τους στον αισθαντικό τρίτο της παρέας… Της Αγίας Παρασκευής, ανήμερα…
 

*Ο αλεξανδρουπολίτης Γιώργης Κολιόπουλος είναι αρχιτέκτονας και ερευνητής.


[1] Το όνομα Βαγκέλης κι όχι το γνωστό Βαγγέλης, απηχεί μιαν ανεπαίσθητη συγκοπή στην εκφορά του…
[2] σπιράγιο= υπερκατασκευή
[3]  μπρακαρόλα= εργαλείο ψαρέματος χταποδιών από τη βάρκα.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.