Η Αναγκη ενος Νεου Εκλογικου Νομου

Η πολιτική επιστήμη διακρίνει τους παράγοντες που καθορίζουν τη μορφή διακυβέρνησης μίας χώρας σε φυσικούς (εθνική κουλτούρα, ύπαρξη μειονοτήτων, ευρύτερες αντιλήψεις του πληθυσμού κτλ) και σε τεχνητούς, τον σημαντικότερο από τους οποίους αποτελεί το εκλογικό σύστημα, με το οποίο αναδεικνύονται οι κυβερνώντες. Αυτές οι δύο κατηγορίες, ωστόσο, έχουν μία σχέση αλληλεξάρτησης καθώς η ευρύτερη κουλτούρα ενός λαού επηρεάζει φυσικά το εκλογικό σύστημα της χώρας και αντιστρόφως, ένα συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει στη μεταβολή αντιλήψεων των πολιτών. Τα εκλογικά συστήματα, επομένως, δεν είναι passe partout αλλά είναι ποικίλοι εκείνοι οι παράγοντες –κοινωνικοί, πολιτικοί, ιστορικοί, η κρατική δομή– που πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψιν για τον καθορισμό του. Παραδείγματος χάριν, οι Βρεταννοί «έχουν μάθει να λειτουργούν» σε ένα πλεοψηφικό1 εκλογικό σύστημα που απολήγει σε συμπαγείς μονοκομματικές κυβερνήσεις ενώ οι Βέλγοι ή οι Ολλανδοί σε συστήματα άδολης, όπως γλαφυρά λέγεται, αναλογικής και σε κυβερνήσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν 4 ή 5 κόμματα. Το μόνο βέβαιο για ένα εκλογικό σύστημα είναι πως πρέπει να είναι πάγιο, να έχει δηλαδή έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ειδάλλως μετατρέπεται σε όργανο δρέψης ιδίων κομματικών συμφερόντων, διαστρεβλώνει τη λαϊκή ετυμηγορία και καταντά παράγων ανωμαλίας και αποσταθεροποίησης.
 
Η καλύτερη σχετική ρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση στη χώρα μας συμπεριλήφθηκε στη Συνταγματική Μεταρρύθμιση του 2001. Από εκείνο το χρονικό σημείο κι έπειτα μία μεταβολή του εκλογικού νόμου για να εφαρμοστεί στις αμέσως επόμενες εκλογές θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ενισχυμένη πλειοψηφία 200 ψήφων, διαφορετικά, με οποιοδήποτε πλειοψηφία αριθμητικά κατώτερη αυτής, η εφαρμογή της μετατίθεται για τις μεθεπόμενες εκλογές, όποτε αυτές πραγματοποιηθούν. Βέβαια, η τότε κυβέρνηση, διαβλέποντας την ήττα της στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, εισήγαγε αυτή τη ρύθμιση επιδιώκοντας να εμποδίσει το αντίπαλον πολικό της δέος να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος, όταν εκλεγεί, ένα νέο εκλογικό νόμο. Άθελά της, λοιπόν, η κυβέρνηση Σημίτη συνέβαλλε σε μία σημαντική θεσμική βελτίωση, ενισχυτική της ομαλής και ορθής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Διότι πριν από αυτή τη συνταγματική δέσμευση υπήρξαμε θεατές τραγελαφικών και αηθών καταστάσεων, όπως το 1988, οπότε το Πα.Σο.Κ. παρατηρώντας την κατιούσα πορεία του, μετέβαλλε τελευταία στιγμή τον εκλογικό νόμο, εμποδίζοντας έτσι επί τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις τη Νέα Δημοκρατία να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 151 εδρών, παρόλο που η τελευταία συγκέντρωνε ποσοστό πάνω από 44% των ψήφων! Παρομοίως, η ιδία ρύθμιση θα αποτρέψει μία άμεση –δια των εκλογών– ή έμμεση –δια των μετέπειτα διεργασιών σε μια κατακερματισμένη Βουλή– επιβολή του Συ.Ριζ.Α ως κυβέρνησης, καθώς η πρόσφατη προσπάθειά του να μετατρέψει την απλή αναλογική σε σταθερό εκλογικό σύστημα έπεσε στο κενό (Οι μεθεπόμενες εκλογές, εντούτοις, εκτός διαφορετικής εξέλιξης θα γίνουν με απλή αναλογική καθώς το συγκεκριμένο ψήφισμα έτυχε της στήριξης 179 βουλευτών).
 
Οι τεκτονικές αλλαγές που βιώνουμε έφεραν απροκάλυπτα στο φως και όλες τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Έτσι, κατέστη σαφές πως η ρύθμιση του 2001 δεν επαρκεί. Απαιτείται ένα νέο εκλογικό σύστημα, η μακροημέρευση του οποίου θα πρέπει να στεγανοποιηθεί συνταγματικώς. Τουτέστιν, να είναι αδύνατη η μεταβολή του εκλογικού νόμου για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από την εισαγωγή του τελευταίου, π.χ. για 10 έτη, ή μία μεταβολή σε μικρότερο χρόνο να απαιτεί διευρυμένη πλειοψηφία, της τάξης των 200 βουλευτών. Aυτά, φυσικά, να προστεθούν στην υπάρχουσα ρύθμιση. Οι αναφερόμενες αλλαγές θα καθορίζουν έναν σχεδόν αμετάβλητο σταθερό χρονικό ορίζοντα, χωρίς σημαντικά περιθώρια επέμβασης της κάθε κυβερνήσεως, η οποία εκ των προτέρων θα γνωρίζει το περιβάλλον εντός του οποίου θα κινηθεί, απομακρύνοντας δεύτερες σκέψεις… (Ως προς το όριο των 200 ψήφων, μετά το 1974 δεν υπήρξε ελληνική κυβέρνηση η οποία να συγκεντρώνει αυτόν τον αριθμό βουλευτών2).
 
Η ενισχυμένη αναλογική –εκλογικό σύστημα δημιούργημα ελληνικής οξύνοιας– η οποία μεταπολιτευτικά εφαρμόζεται στην Ελλάδα αποτελεί ένα σύστημα που δεν προσδίδει μεγάλη σταθερότητα, δημιουργώντας όχι τόσο συμπαγείς-ισχυρές κυβερνήσεις, όντας τοιουτοτρόπως αναποτελεσματική ιδίως σε περιόδους εντάσεων ή κρίσεων. Εκείνο το εκλογικό σύστημα που μεταφράζεται στη μεγίστη δυνατή σταθερότητα, μη αφήνοντας ιδιαίτερα περιθώρια αμφισβητήσεων της «καθαρότητας της εντολής» που με την ψήφο του έδωσε ο λαός, είναι το πλειοψηφικό.
 
Η εφαρμογή του, βέβαια, θα οδηγούσε σε μια ολική μεταβολή του πολιτικού σκηνικού καθώς το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την επιβίωση μικρών κομμάτων (εκτός αν αυτά αντιπροσωπεύουν μειονότητες ή/και έχουν τοπικά συγκεντρωμένη εκλογική δύναμη). Σαν αποτέλεσμα μικρότερα κόμματα και αρχηγίσκοι θα οδηγούνταν σε συμπόρευση με τα μεγαλύτερα κόμματα (μέχρι 3 συνήθως), τα οποία διατηρούν την ικανότητα διεκδίκησης της εξουσίας, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερους οργανισμούς-συνασπισμούς αντιπροσωπευτικούς των κυριότερων ιδεολογιών. (Στην Βρεταννία, για παράδειγμα, υπάρχουν οι Συντηρητικοί, οι Εργατικοί και οι Φιλελεύθεροι που «μεταφράζονται» σε δεξιά, κεντροαριστερά και κέντρο αντίστοιχα). Η λειτουργία, επιπροσθέτως, του πλειοψηφικού συστήματος στην Ελλάδα, θα καθίστατο ακόμη ποιοτικότερη και αντιπροσωπευτικότερη της λαϊκής ψήφου αν η επικράτεια διαιρούνταν σε μονοεδρικές περιφέρειες (κάθε εκλογική περιφέρεια να εκλέγει έναν βουλευτή), με την εξαίρεση των μεγάλων πόλεων, όπου η εκλογή θα γίνεται με λίστα αντί σταυρού, καθώς μία πόλη δεν μπορεί να διαιρεθεί σε διαφορετικές περιφέρειες και προς αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων ψηφοθηρίας και πελατειακών σχέσεων. Οι παραπάνω ρυθμίσεις εκπέμπουν ενδεχομένως μία «απειλή» ενός πιο αυταρχικού συστήματος, με τη δημιουργία μεγάλων δυνάμει καθεστωτικών κομμάτων, αλλά οι διαφοροποιήσεις εντός τόσο διευρυμένων οργανισμών είναι τόσο έντονες που δρουν αντισταθμιστικά και εκμηδενιστικά απέναντι σε τέτοιες τάσεις.
 
Τέλος, κατά την προσωπική μου άποψη, την εισαγωγή ενός νέου εκλογικού συστήματος θα έπρεπε να συνοδεύσουν και ευρύτερες αλλαγές: Αύξηση της διάρκειας ζωής του Κοινοβουλίου σε 5 έτη, μείωση του αριθμού των μελών του σε 200, κάτι για το οποίο δεν απαιτείται ούτε Συνταγματική Μεταρρύθμιση (καθώς στο άρθρο 51 §1 ορίζεται ότι ο αριθμός των βουλευτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος από 200 και μεγαλύτερος από 300), από τους οποίους 10 θα εκλέγονται ως βουλευτές Επικρατείας και 10 από τους Έλληνες του εξωτερικού.
 
1. Πλειοψηφικό ονομάζεται το εκλογικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο, το πρώτο σε ψήφους κόμμα σε κάθε εκλογική περιφέρεια «παίρνει» το σύνολο των εδρών της περιφέρειας αυτής.
 
2. Εκλογές 17ης Νοεμβρίου 1974: Η ΝΔ έχοντας εξασφαλίζει το 54,4% των ψήφων (ανεπανάληπτο έκτοτε ποσοστό) κέρδισε 220 επί 300 εδρών. Εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν η κυβέρνηση συνεργασίας και η Οικουμενική του 1989.
 

*Ο Ευάγγελος Σιδερούδης είναι φοιτητής Διεθνών Ευρωπαϊκών και περιφερειακών του Παντείου Πανεπιστημίου. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.